Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2011

Η προσφυγή της Μεγάλης Βρετανίας στο ΔΝΤ (Β’ μέρος), Πηγή: http://www.inprecor.gr

Στο Α’ μέρος του άρθρου[1] είδαμε πως η Βρετανία εντάχθηκε στην Κοινή Αγορά (ΕΟΚ) το 1973 με κυβέρνηση του Συντηρητικού κόμματος. Στο δημοψήφισμα του 1975 για την παραμονή ή την έξοδο της χώρας απ’ την ΕΟΚ, επικρατεί το ΝΑΙ με 67,2% που εκτός όλων των άλλων, εξέφραζε και μια αλλαγή στάσης και προσανατολισμών των κυρίαρχων χρηματιστικών κύκλων του Λονδίνου. Ένα χρόνο μετά, η προσφυγή στο ΔΝΤ θ’ ανακόψει την πορεία ριζοσπαστικοποίησης του πολιτικού λόγου και του προγράμματος του κυβερνώντος Εργατικού κόμματος, όπως διαμορφώθηκαν κατά την παραμονή του στα έδρανα της αντιπολίτευσης (1970-1974). Εν τω μεταξύ το 1975 αναλαμβάνει την ηγεσία των Συντηρητικών μια ένθερμη οπαδός του οικονομικού φιλελευθερισμού και φανατική πολέμιος της κεντρικής διεύθυνσης της οικονομίας και ειδικά των κοινωνικών μέτρων: η Μάργκαρετ Θάτσερ. Σ’ αυτό, το Β’ μέρος του άρθρου θα δούμε την 3ετή κυβερνητική πολιτική του Εργατικού κόμματος που επιδρά αποφασιστικά στην αλλοίωση της φυσιογνωμίας του, ως κόμματος που δημιουργήθηκε απ’ τα συνδικάτα και στηρίζεται στην ψήφο της εργατικής τάξης. Θα δούμε ακόμη πως συνεχίζει αυτή την πολιτική η Μάργκαρετ Θάτσερ, η οποία ηγείται της Βρετανίας καθ’ όλη τη δεκαετία του ’80, σε μια περίοδο κατά την οποία ξανάρχεται στο προσκήνιο η σχέση της χώρας και της αστικής μονοπωλιακής της τάξης με την ΕΟΚ. Και όλα αυτά, υπό το φως των νέων δεδομένων που δημιουργούσε η ανατροπή του συσχετισμού των δυνάμεων που διαμορφώθηκαν μετά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο.

ΔΝΤ: Περιπτώσεις εφαρμογής μονοπωλιακής πολιτικής στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Η περίπτωση μιας ηγετικής ιμπεριαλιστικής χώρας: Η Μεγάλη Βρετανία ή Ενωμένο Βασίλειο.

Η προσφυγή της Μεγάλης Βρετανίας, με κυβέρνηση των Εργατικών, στο ΔΝΤ το 1976 αποτελεί σημείο καμπής για την πολιτική ζωή της χώρας. Στην πράξη η Βρετανία αποδεχόταν ότι η οικονομική της πολιτική θα έπρεπε να έχει την έγκριση του ΔΝΤ. Το δάνειο των 3,9 δις δολαρίων προκάλεσε έντονες διαμάχες μέσα στο Εργατικό κόμμα, αλλά και στο υπουργικό συμβούλιο της κυβέρνησης των Εργατικών. Από το ΔΝΤ υπήρχε η απαίτηση μιας σκληρής πολιτικής λιτότητας. Κατ’ αρχάς μια γερή περικοπή των δημοσίων δαπανών για να ικανοποιηθούν οι όροι που απαιτούσαν οι ξένοι πιστωτές προκειμένου να κατευναστούν οι αγορές ξένου συναλλάγματος –όπως γράφει στις αναμνήσεις του ο ίδιος ο τότε πρωθυπουργός Κάλαχαν. Ενώ ο Χίλι, δεύτερος τη τάξει υπουργός στην κυβέρνηση για οικονομικά θέματα τότε, αντιλαμβανόταν ως προϋπόθεση την έγκριση του ΔΝΤ προκειμένου να πειστούν οι «αγορές» ότι η βρετανική οικονομία ήταν ισχυρή, γι’ αυτό και θεωρούσε αναγκαία την εφαρμογή μιας πολιτικής αποπληθωρισμού.

Απ’ τον κεϊνσιανισμό στον «πρωτόγονο Θατσερισμό»

Η εγκατάλειψη της πολιτικής του λεγόμενου κεϊνσιανισμού που ακολουθούσε από παράδοση το Εργατικό κόμμα ανακοινώθηκε από τον πρωθυπουργό Κάλαχαν σε μια ομιλία του στη συνδιάσκεψη του Εργατικού κόμματος στο Μπλάκπουλ στις 28 Σεπτέμβρη του 1976. Ο Κάλαχαν εξαγγέλλοντας τη ριζική στροφή της πολιτικής του Εργατικού κόμματος και δικαιολογώντας την προσφυγή στο ΔΝΤ, τόνιζε[2]: «Η ευχάριστη εποχή που μας έλεγαν ότι θα συνεχιζόταν για πάντα, κατά την οποία μια απόφαση του υπουργού Οικονομικών θα εγγυόταν την πλήρη απασχόληση, με περικοπή των φόρων και με ελλειμματικές δαπάνες – αυτή η ευχάριστη εποχή έχει παρέλθει… ποια είναι η αιτία της ανεργίας; Για να το πούμε πολύ απλά και με σαφήνεια: Προκαλείται, επειδή πληρώνουμε στους εαυτούς μας περισσότερα από την αξία αυτών που παράγουμε. Δεν υπάρχουν αποδιοπομπαίοι τράγοι… Άλλοτε πιστεύαμε ότι θα μπορούσαμε να βγούμε από την ύφεση και να αυξήσουμε την απασχόληση, αν περικόπταμε τους φόρους και προωθούσαμε τις κυβερνητικές δαπάνες. Σας λέω με κάθε ειλικρίνεια ότι αυτή η επιλογή δεν υπάρχει πια»[3].

Τη στροφή αυτή, τη συνόψισε μετά από λίγα χρόνια, με τον καλύτερο τρόπο, ένας από τους πιο στενούς συνεργάτες του Κάλαχαν, ο Μπέρναρντ Ντόναχιου που έγραψε[4]: «Οι γενικές πολιτικές που χαρακτηρίζονται τώρα ως «θατσερισμός» με την οικεία σήμερα γλώσσα προωθήθηκαν για πρώτη φορά, με πρωτόγονη μορφή, από τον κύριο Κάλαχαν το 1976, από το υπουργείο Οικονομικών, από την Τράπεζα και πάνω από όλα από το ΔΝΤ και τομείς του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών».

Η στροφή αυτή του Εργατικού Κόμματος, απ’ τον κεϊνσιανισμό στο νεοφιλελευθερισμό, επέδρασε άμεσα στις πολιτικές επεξεργασίες του, στις σχέσεις του με τα συνδικάτα και οδήγησε και σε αλλαγές στην οργανωτική του δομή. Η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος έγινε πιο κλειστή και αυτονομήθηκε από τον έλεγχο των μελών του κόμματος που ζητούσαν να υπερασπίζεται τα αιτήματα των συνδικάτων και της εργατικής του βάσης. Σε δημοσκοπήσεις της κοινής γνώμης και ιδιαίτερα ανάμεσα στους ψηφοφόρους του Εργατικού κόμματος -που έβλεπαν το φως της δημοσιότητας- εμφανιζόταν μια μεγάλη διάσταση απόψεων που υπήρχε ανάμεσα στα οργανωμένα μέλη στο Εργατικό κόμμα και στους ψηφοφόρους του. Η διάσταση αυτή τονιζόταν από τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης και επηρέαζε με τη σειρά της την εσωτερική λειτουργία του κόμματος, συμβάλλοντας ιδιαίτερα στην απομόνωση της αριστερής πτέρυγας και όσων συνδικάτων κρατούσαν μια αγωνιστική στάση.

Εντούτοις, μερικοί αναλυτές –για να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα- βρίσκουν και κάποιες διαφορές ανάμεσα στις πολιτικές της Θάτσερ και τις πολιτικές του Κάλαχαν. Έτσι εμφανίζουν σαν βασική διαφορά το ότι ο Κάλαχαν, ενώ περιέκοπτε τις δημόσιες δαπάνες και δημιουργούσε περισσότερη ανεργία, επιδίωκε ακόμη την πολιτική της συγκράτησης των μισθών μέσα από μια συμφωνία με τα συνδικάτα, ενώ η Θάτσερ στο ζήτημα των διαπραγματεύσεων με τα συνδικάτα για τις μισθολογικές αυξήσεις, άλλαξε τελείως το καθεστώς και επιτέθηκε στις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Αλλά αυτό βέβαια, δεν συνιστά ελαφρυντικό για την εφαρμογή από τους Εργατικούς της πολιτικής της χρηματιστικής ολιγαρχίας.

Η εισοδηματική πολιτική της κυβέρνησης των Εργατικών, υπό τις οδηγίες του ΔΝΤ

Η κυβέρνηση Κάλαχαν ξεκίνησε καθορίζοντας σαν επιτρεπόμενη αύξηση ένα ποσό 6 λιρών την εβδομάδα για όλους εκείνους που αμείβονταν με λιγότερο από 8.500 λίρες. Η πολιτική αυτή είχε τη στήριξη ενός από τα πιο μεγάλα και ισχυρά συνδικάτα, της Ένωσης Εργατών Μεταφορών και Γενικών Υπηρεσιών (TGWU). Η ενιαία όμως αύξηση καταπατούσε πλήρως την πρακτική των Βρετανών συνδικαλιστών με τη μακρόχρονη προσήλωση τους στις συλλογικές διαπραγματεύσεις και τη διαφοροποίηση των αμοιβών, ανάλογα με τα χρόνια απασχόλησης, την ειδίκευση του εργαζόμενου κλπ. Η ισοπεδωτική αυτή πολιτική, αντιμετώπισε βέβαια πολλές αντιδράσεις από το Κογκρέσο των Βρετανικών Συνδικάτων (TUC) αλλά και από την αριστερή πτέρυγα του Εργατικού κόμματος και τους κομμουνιστές[5].

Η ρύθμιση αυτή ξεκινούσε πρώτα απ’ όλα από τους δημοσίους υπαλλήλους και τις επιχειρήσεις του δημόσιου τομέα και επεκτεινόταν βέβαια και στον ιδιωτικό καπιταλιστικό τομέα. Τελικά, οι κορυφές των μεγαλύτερων συνδικάτων αποδέχθηκαν την ρύθμιση στηρίζοντας το Εργατικό κόμμα. Δικαιολόγησαν μάλιστα τη στάση τους λέγοντας ότι το μέτρο ήταν προσωρινό και ότι δεν είχε θεσμοθετηθεί. Αλλά η στάση αυτή των κορυφών προκάλεσε πολλές αντιδράσεις από στελέχη μεσαίων και κατώτερων συνδικαλιστικών οργάνων, καθώς και τοπικών συνδικάτων.

Ο «χειμώνας της δυσαρέσκειας» και η επίθεση στα συνδικάτα

Η διατίμηση της αμοιβής από την κυβέρνηση των Εργατικών, παρά τις πολλές αντιδράσεις και απεργίες, συνεχίστηκε και μέσα στο 1978. Άρχισαν να επιβάλλονται κυρώσεις σε κείνους τους εργοδότες, που κάτω από την πίεση των κινητοποιήσεων των συνδικάτων και των απεργιών, παραβίαζαν τις γενικές κατευθύνσεις της εισοδηματικής πολιτικής της κυβέρνησης, που από τον Ιούλη του 1978 όριζε ως στόχο μια αύξηση του 5%. Όσοι παραβίαζαν το στόχο αυτό έμπαιναν σε μαύρη λίστα και η κυβέρνηση των Εργατικών αρνιόταν να κάνει μαζί τους δημόσια συμβόλαια ή να τους δώσει επιδοτήσεις. Χαρακτηριστική περίπτωση ήταν οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν στην εταιρεία Ford, όπου μετά από μια μακρόχρονη απεργία των εργαζομένων, τα συνδικάτα μηχανικών πέτυχαν αυξήσεις 16,5% τον Νοέμβρη του 1978. Η κυβέρνηση του Εργατικού κόμματος έβαλε την εταιρεία στη μαύρη λίστα, προκαλώντας πολύ μεγάλες αντιδράσεις. Οι αντιδράσεις στην πολιτική αυτή διογκώθηκαν τους τελευταίους μήνες του 1978 που έχει μείνει γνωστός ως «ο χειμώνας της δυσαρέσκειας».

Στο διάστημα αυτό υπήρξε ένα μπαράζ δημοσιευμάτων κατασυκοφάντησης και επιθέσεων στις δυναμικές απεργιακές κινητοποιήσεις και στο ρόλο και τη δύναμη των συνδικάτων, ενώ εντείνονταν και οι διαφοροποιήσεις μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα αλλά και στην εργατική τάξη.

Την περίοδο αυτή γίνεται πολύ πιο έντονη η παρέμβαση της αστικής τάξης με στόχο να διασπάσει το συνδικαλιστικό κίνημα και να φέρει σε αντιπαράθεση τμήματα εργαζομένων με άλλα τμήματα. Προσπάθησε να καλλιεργήσει τη διαφορά ανάμεσα στους εργαζόμενους στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, ανάμεσα σε υψηλόμισθους και χαμηλόμισθους, ανάμεσα στα νέα τμήματα της εργατικής τάξης που δημιουργήθηκαν από την ανάπτυξη της τεχνικής και των τεχνολογικών επιτευγμάτων και στα «παλιά» τμήματα της εργατικής τάξης που ήταν ανειδίκευτα. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα φθοράς του Εργατικού κόμματος προετοιμάστηκε η επάνοδος στην κυβερνητική εξουσία του Συντηρητικού κόμματος, στην ηγεσία του οποίου βρισκόταν απ’ το 1975, όπως έχουμε ήδη δει, η Μάργκαρετ Θάτσερ.

Η άνοδος του Συντηρητικού κόμματος στην κυβέρνηση και το «δίδυμο» Θάτσερ-Ρήγκαν

Η προσφυγή στο ΔΝΤ, η ενίσχυση της εξουσίας του μονοπωλιακού κεφαλαίου και η επίθεση στα εργατικά δικαιώματα από την κυβέρνηση των Εργατικών υπό τον Κάλαχαν, προκάλεσαν μεγάλες αντιδράσεις από τα συνδικάτα, αλλά και μεγάλες απογοητεύσεις στους ψηφοφόρους του Εργατικού κόμματος, κυρίως από τα εργατικά-λαϊκά στρώματα. Στρώθηκε ο δρόμος για την άνοδο του Συντηρητικού κόμματος. Η εκλογική μάχη έγινε εν μέσω εργατικών αγώνων που έπληξαν τους Εργατικούς λόγω της πολιτικής τους, αλλά και τα συνδικάτα που δέχθηκαν μια άνευ προηγουμένου επίθεση από τα αστικά συγκροτήματα ενημέρωσης. Ένα 5,2% των ψήφων των Εργατικών, σύμφωνα με αναλύσεις της εκλογικής συμπεριφοράς, μετακινήθηκαν στο Συντηρητικό κόμμα. Στις 3 Μάη 1979 γίνανε γενικές εκλογές στη Βρετανία. Πρώτο κόμμα αναδείχθηκε το Συντηρητικό, την πρωθυπουργία ανέλαβε η Μάργκαρετ Θάτσερ και η επίθεση των πιο ισχυρών μερίδων του μονοπωλιακού κεφαλαίου συνεχίστηκε.

Αυτή η επίθεση, στους εργαζόμενους διεθνώς, ενισχύθηκε από την άνοδο του Ρόναλντ Ουίλσον Ρήγκαν (Ronald Wilson Reagan) στην Προεδρία των ΗΠΑ, στις 20 Γενάρη 1981. «Το δίδυμο» των πιο επιθετικών και αντιδραστικών κύκλων του μονοπωλιακού κεφαλαίου –Θάτσερ και Ρήγκαν– έδρασε από κοινού, από τις θέσεις της Πρωθυπουργού της Μεγάλης Βρετανίας και του Προέδρου των ΗΠΑ. Η θητεία τους καλύπτει όλη τη δεκαετία του ’80 και συμπίπτει χρονικά[6].

Η πρώτη θητεία της Θάτσερ (1979-1983) σχετίζεται επίσης με τον πόλεμο της Βρετανίας κατά της Αργεντινής με αφορμή τα πετρελαϊκά κοιτάσματα[7] στα νησιά Φόκλαντς ή Μαλβίνες όπως τα ονομάζουν οι Ισπανόφωνοι. Η πολεμική επίθεση των Βρετανών διήρκεσε απ’ τις 2 Απρίλη ως τις 14 Ιούνη του 1982. Η δεύτερη θητεία της Θάτσερ (9.6.1983-9.6.1987) σχετίζεται με την ολομέτωπη επίθεση κατά των εργαζομένων και των συνδικάτων με αποκορύφωμα την απεργία των ανθρακωρύχων που κράτησε έναν ολόκληρο χρόνο (Μάρτης 1984-1985) και έληξε με ήττα των ανθρακωρύχων[8].

Η θέση της Βρετανίας στην ΕΟΚ στα τέλη της δεκαετίας του ’80

Η ίδια αυτή περίοδος σημαδεύεται και από την οξύτατη διαπάλη στο εσωτερικό της βρετανικής αστικής μονοπωλιακής τάξης σχετικά με τη θέση της Βρετανίας στην ΕΟΚ[9]. Η διαπάλη αυτή διαπερνά και τα τρία βασικά πολιτικά κόμματα της βρετανικής πολιτικής σκηνής – το Εργατικό, το Συντηρητικό και το Φιλελεύθερο. Το 1985 η Θάτσερ πετυχαίνει να επιστραφεί στη Βρετανία το 66% της συνεισφοράς της στον Κοινοτικό Προϋπολογισμό.

Στην τρίτη θητεία της Θάτσερ ως Πρωθυπουργού της Μεγάλης Βρετανίας (11.6.1987-27.11.1990) το ζήτημα της σχέσης με την ΕΟΚ έχει οξυνθεί ακόμα πιο πολύ. Η Θάτσερ είναι αντίθετη με την εξέλιξη της ΕΟΚ σε Ευρωπαϊκή Ένωση και στη δημιουργία, όπως έλεγε, ενός υπέρ-κράτους. Θεωρεί πως η ΕΟΚ πρέπει να αποτελεί μια ένωση όπου το κεφάλαιο κλπ. θα κυκλοφορεί χωρίς περιορισμούς, ενώ το κάθε κράτος-μέλος πρέπει να διατηρεί τα βασικά εργαλεία που έχει για την άσκηση της πολιτικής και οικονομικής κυριαρχίας του. Σε ομιλία της στις 27 Σεπτέμβρη 1988 εκθέτει τις βασικές θέσεις του Συντηρητικού Κόμματος και της ίδιας ως Πρωθυπουργού σχετικά με την ΕΟΚ και τις αλλαγές που ετοιμάζονται. Η θέση της Θάτσερ ήταν πολύ επικριτική και δημιούργησε διάσταση απόψεων μέσα στο ίδιο της το κόμμα.

Ο επόμενος χρόνος, το 1989, είναι η μοιραία χρονιά για τη Θάτσερ. Έρχεται σε οξύτατη σύγκρουση σχετικά με το θέμα της συμμετοχής της Στερλίνας (βρετανικό νόμισμα) στο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ΜΣΙ) της ΕΟΚ. Οι εσωτερικές αντιδράσεις στο κόμμα της αυξάνονται και συνδυάζονται με την αντιλαϊκή πολιτική της και την επιβολή ενός νέου φόρου (του κεφαλικού) που προκαλεί μεγάλες αντιδράσεις, διαδηλώσεις και βίαιες συγκρούσεις στους δρόμους του Λονδίνου το 1989 και αρχές 1990.

Η αμφισβήτηση μέσα στο κόμμα της παίρνει διαστάσεις. Επιπλέον, η Θάτσερ αντιδρά έντονα στην προσάρτηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας στην ΟΔΓ (Δυτική Γερμανία) το 1989-1990, θεωρώντας πως οι αλλαγές στο συσχετισμό των δυνάμεων που είχαν διαμορφωθεί μετά το 1945 άλλαζαν δραματικά και όχι προς το συμφέρον της Μ. Βρετανίας. Αναζωπυρώθηκαν οι φόβοι για μια ισχυρή Γερμανία που προκάλεσε αντανακλαστικά για τον περιορισμό της Βρετανίας και έφερε μια νέα προσέγγιση με τη Γαλλία που όμως δεν βάθυνε κι ούτε μπόρεσε να πάρει πιο μόνιμα χαρακτηριστικά.

Η ήττα της αριστερής πτέρυγας των Εργατικών τη δεκαετία του ’80

Όπως έχουμε ήδη δει, η προσφυγή στο ΔΝΤ απ’ την κυβέρνηση των Εργατικών υπό τον Κάλαχαν το 1976 και η εγκατάλειψη του κεϊνσιανισμού, έφερε στην εξουσία το Συντηρητικό κόμμα και τη Θάτσερ στην πρωθυπουργία το 1979. Οι αντιδραστικές αλλαγές που σημειώθηκαν στη Βρετανική κοινωνία επέδρασαν άμεσα και στο Εργατικό κόμμα, την ηγεσία του οποίου ανέλαβε το 1980 ο επικεφαλής της αριστερής πτέρυγας, πρώην υπουργός εργασίας και των εκ των υποστηριχτών του «ΌΧΙ» στην ένταξη της Βρετανίας στην ΕΟΚ, Μάικλ Φουτ.

Στη Συνδιάσκεψη των Εργατικών στο Γουέμπλεϊ το 1981, μια ομάδα στελεχών της δεξιάς πτέρυγας θ’ αποχωρήσουν και θα ιδρύσουν το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (S. Williams, O. Owen, W. Rogers, R. Jenkins). Το Σεπτέμβρη του 1981 ανακοινώνεται η Συμμαχία Σοσιαλδημοκρατών – Φιλελευθέρων. Με την εκλογή του Φουτ στην προεδρία, έγινε μια προσπάθεια το Εργατικό κόμμα να ξαναβρεί τις παραδοσιακές εργατικές αναφορές του με το Μανιφέστο του 1983. Αλλά στις εκλογές του 1983, το Εργατικό κόμμα ηττήθηκε βαριά παίρνοντας το 27,6% των ψήφων. Ήταν το χαμηλότερο ποσοστό από το 1918 όπως του καταμαρτυρούσαν, λαμβάνοντας μόνο μισό εκατομμύριο ψήφους πάνω από τις ψήφους της Συμμαχίας Σοσιαλδημοκρατών – Φιλελευθέρων. Η Συμμαχία πήρε 7.780.949 ψήφους και ποσοστό 25,4%. Για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια οι Φιλελεύθεροι έβλεπαν τέτοιο υψηλό ποσοστό, ενώ φαίνεται ότι πάνω από 3 εκατομμύρια ψήφοι μετακινήθηκαν από το Εργατικό κόμμα στη Συμμαχία Σοσιαλδημοκρατών – Φιλελευθέρων.

Ο Μάικλ Φουτ αναγκάσθηκε να παραιτηθεί και αντικαταστάθηκε από τον Νιλ Κινοκ, ο οποίος στις 2 Οκτώβρη 1983 εκλέχτηκε αρχηγός του Εργατικού κόμματος. Το γεγονός σηματοδότησε μια στροφή της πολιτικής του κόμματος προς το κέντρο. Η στροφή αυτή έφερε όξυνση στην εσωτερική αντιπαράθεση μέσα στους Εργατικούς, ιδιαίτερα από διάφορες οργανωμένες ομάδες, όπως η τροτσκιστική ομάδα Μίλιταντ, που έπαιζαν διαλυτικό ρόλο.

Η επί ένα ολόκληρο χρόνο απεργία των ανθρακωρύχων (Μάρτης 1984-1985) που έληξε με την ήττα του συνδικάτου απ’ την κυβέρνηση Θάτσερ, έδωσε επίσης την ευκαιρία στο νέο ηγέτη του Εργατικού κόμματος Νιλ Κινοκ και της νέας ηγετικής ομάδας να διεξάγει μια κατά μέτωπο επίθεση ενάντια στην αριστερή πτέρυγα του κόμματος. Αυτή η πάλη έγινε το κύριο καθήκον της νέας ηγεσίας και κράτησε από το 1983 ως το 1987 και ακόμη παραπέρα. Η ήττα των ανθρακωρύχων με ηγέτη τον Σκάργκιλ, έδωσε το έναυσμα μιας μεγάλης επίθεσης του αστικού τύπου κατά του «σκληρού και αδιάλλακτου» συνδικαλισμού, ενώ ήταν και το σινιάλο για την αντεπίθεση του προέδρου Νιλ Κινοκ στο εσωτερικό του Εργατικού κόμματος και στην επιρροή των συνδικάτων σ’ αυτό.

ΥΓ: Στο επόμενο, απ’ τη Θάτσερ στο Μέιτζορ και απ’ το Εργατικό Κόμμα στο New Labour του Τόνι Μπλερ.


[1] http://www.inprecor.gr/index.php/archives/127176

[2] James Callaghan, Time and Chance, ed. Collins, London 1987, σελ. 426.

[3] Τα «επιχειρήματα» του Κάλαχαν φαντάζουν σα να έχουν ειπωθεί για το σήμερα, που έχει γίνει δημοφιλές το σύνθημα των κυβερνήσεων που εφαρμόζουν την πιο επιθετική πολιτική υπέρ του χρηματιστικού κεφαλαίου, ότι, «η κάθε χώρα καταναλώνει περισσότερα από όσα παράγει». Πρόκειται στην κυριολεξία για ταξικότατη αρλούμπα. Ιδιαίτερα δε, τα όσα είπε ο Κάλαχαν σαν αιτία της ανεργίας, αφήνουν εκτός της συζήτησης την πολυτελή κατανάλωση και προκλητική σπατάλη της μεγαλοαστικής τάξης, τα τεράστια κέρδη της χρηματιστικής ολιγαρχίας που δεν επενδύονται στη βαριά βιομηχανία κλπ, αλλά σε παρασιτικές και κερδοσκοπικές δραστηριότητες. Σε όλη αυτή την αντιδραστική επιχειρηματολογία δεν έχει επίσης θέση, το κυνήγι του ανώτατου κέρδους και η υπερεκμετάλλευση των εργαζομένων, ούτε η βασική αντίθεση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής που βρίσκεται ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία. Στην πραγματικότητα οι εργαζόμενοι και τα πλατιά λαϊκά στρώματα των περισσότερων χωρών, κάθε άλλο παρά στην πλειοψηφία τους καταναλώνουν περισσότερα απ’ όσα τους επιτρέπει η αξία της εργατικής τους δύναμης. Απ’ την άλλη αυτού του είδους η επιχειρηματολογία -τύπου Κάλαχαν που είναι κυρίαρχη στις μέρες μας- δεν εξετάζει καθόλου τη θέση κάθε χώρας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα. Είναι άλλη περίπτωση μια ηγετική ιμπεριαλιστική δύναμη, έστω και σε παρακμή όπως η Βρετανία και άλλη η περίπτωση μιας χώρας με μέσο επίπεδο καπιταλιστικής ανάπτυξης και εξαρτημένη, (πχ Ελλάδα) όπου παρουσιάζει χρόνιο ελλειμματικό ισοζύγιο πληρωμών κλπ. Σε διαφορετικό επίπεδο επίσης βρίσκεται το συνδικαλιστικό και εργατικό κίνημα σε κάθε χώρα. Διαφορετικές επίσης, είναι συνολικά οι συνθήκες σε μια ανεπτυγμένη καπιταλιστικά χώρα και μάλιστα ηγετική δύναμη στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα και διαφορετικές στις εξαρτημένες χώρες μέσου επιπέδου καπιταλιστικής ανάπτυξης ή χώρες που αποτίναξαν πρόσφατα τον αποικιακό ζυγό του ιμπεριαλισμού κλπ.

[4] Donoughue Bernard, Prime Minister: The Conduct of Policy under Harold Wilson and James Callaghan. Ed. Jonathan Cape, London 1987, σελ. 94.

[5] Η πιο αποκαλυπτική κριτική έγινε απ’ το ΚΚ Μ. Βρετανίας που κατήγγειλε την πολιτική του Εργατικού κόμματος ότι, ήταν μια πολιτική αναδιανομής όχι ανάμεσα στους εργάτες και τους κεφαλαιοκράτες, αλλά μέσα στο εσωτερικό της εργατικής τάξης. Επί της ουσίας οι καλύτερα αμειβόμενοι εργάτες θα πλήρωναν για τη βελτίωση των κατώτερα αμειβόμενων εργατών. Με αυτό τον τρόπο αυτό απαλλάσσονταν οι κεφαλαιοκράτες.

[6] Η Θάτσερ γίνεται πρωθυπουργός το 1979, κερδίζει τις εκλογές το 1983 και το 1987 και γίνεται πάλι πρωθυπουργός μέχρι το Νοέμβρη του 1990, όπου έχασε την προεδρία του Συντηρητικού κόμματος και παραιτήθηκε απ’ την πρωθυπουργία. Ο Ρήγκαν έκανε κι’ αυτός δύο θητείες στο Προεδρικό αξίωμα των ΗΠΑ. Το 1981-1985 και το 1985-1989. Τα χρόνια αυτά είναι μια περίοδος από τις πιο σημαντικές στην ιστορία των ταξικών αγώνων. Το πιο σημαντικό γεγονός ήταν η ανατροπή της Σοβιετικής εξουσίας και η διάλυση της ΕΣΣΔ, καθώς και οι ανατροπές στις άλλες ευρωπαϊκές σοσιαλιστικές χώρες το 1989-1991, η διάλυση της ΚΟΜΕΚΟΝ και η μονομερής διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας.

[7] Σύμφωνα με τους επιστήμονες τα κοιτάσματα αυτά μπορούν να δώσουν 3,5 δισεκατομμύρια βαρέλια πετρέλαιο και περίπου 5 τρισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου. http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=136389

[8] Η ήττα των ανθρακωρύχων αποτέλεσε αφορμή για να ενταθούν οι διεργασίες στο εσωτερικό του Εργατικού Κόμματος με κυρίαρχο στοιχείο όπως θα δούμε παρακάτω τη νέα ολομέτωπη επίθεση της ηγετικής ομάδας σε βάρος της αριστερής πτέρυγας του κόμματος.

[9] Η Βρετανία εντάχθηκε στην Κοινή Αγορά (ΕΟΚ) το 1973 με κυβέρνηση Συντηρητικού κόμματος. Η γραμμή του Εργατικού κόμματος με βάση τη Συνδιάσκεψη του 1973 ήταν «επαναδιαπραγμάτευση των όρων της συμφωνίας». Το 1975 με κυβέρνηση Εργατικού κόμματος, έγινε δημοψήφισμα, στο οποίο υπέρ της παραμονής της χώρας στην Κοινή Αγορά τάχθηκε το 67,2% έναντι 32,8% που τάχθηκε υπέρ της εξόδου. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Βρετανία μαζί με τις Σκανδιναβικές χώρες είχαν ιδρύσει το 1960 την Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών. Η κίνηση αυτή αποτελούσε την κύρια αντίδραση της Βρετανίας στην ίδρυση της ΕΟΚ το 1958. Οι πρώτες 6 χώρες μέλη της ΕΟΚ είναι: Δυτική Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Ολλανδία. Δες το Α’ μέρος του άρθρου «Η προσφυγή της Μεγάλης Βρετανίας στο ΔΝΤ» http://www.inprecor.gr/index.php/archives/127176.

Επίσης δες το: «ΔΝΤ: Το μακρύ χέρι της χρηματιστικής ολιγαρχίας και το “αόρατο χέρι” των ΗΠΑ» http://www.inprecor.gr/index.php/archives/121734.

Δεν υπάρχουν σχόλια: