Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

Δήλωση Στέφανου Τζουμάκα με αφορμή την δήλωση Α. Μέρκελ όσον αφορά στο Ευρώ στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, 19 Δεκεμβρίου 2013.

«Συζητήσαμε προκειμένου να μάθουμε εάν η Ελλάδα θα έπρεπε να φύγει από τη ζώνη του ευρώ και πιστεύω πως εάν αυτό είχε συμβεί, θα έπρεπε όλοι μας να εγκαταλείψουμε [την ΟΝΕ] σε μεταγενέστερο χρόνο», αυτό φέρεται να δήλωσε η γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ κατά την πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις 19 Δεκεμβρίου, σύμφωνα με «σύνθεση» των συνομιλιών κορυφής που έχει στη διάθεσή της η γαλλική εφημερίδα Le Monde.
Η δήθεν μεγάλη αποκάλυψη της Α. Μέρκελ, που διοχετεύθηκε στο γαλλικό τύπο, δεν έγινε τυχαία. Αποτελεί μια θεατρική και προσχηματική πολιτική πρόκληση στα πλαίσια διαμόρφωσης των πολιτικών όρων για την υλοποίηση της δεύτερης φάσης της νεοφιλελεύθερης πολιτικής.
Η Καγκελάριος Α. Μέρκελ, σε απόλυτη σύμπνοια με τις βασικές επιδιώξεις της γερμανικής ολιγαρχίας και της τραπεζικής της «ναυαρχίδας», Deutsche Bank, αρχικά διαμόρφωσαν τους όρους ενσωμάτωσης και υποταγής στη νεοφιλελεύθερη στρατηγική για μια σειρά από χώρες. Επέβαλαν στην πρώτη φάση της κρίσης, τους όρους πολιτικής απάτης με εκβιασμούς, απειλές και κινδυνολογία περί δήθεν αποβολής χωρών, όπως η Ελλάδα από την Ευρωζώνη. Δεν είχαν ωστόσο, τολμήσει να αναφερθούν τότε σε διάλυση της Ευρωζώνης, διότι αυτό θα ήταν το καθοριστικό ζήτημα.
Διότι την εν λόγω επιλογή δεν την επιδίωκε καμία πολιτική δύναμη στην Κεντρική Ευρώπη. Τότε ουδείς έθετε θέμα διάλυσης της ΟΝΕ. Η απειλή αφορούσε την αποβολή χωρών, προκειμένου να εκφοβίσουν το εκλογικό σώμα τόσο της Ελλάδας όσο και άλλων χωρών ιδιαίτερα του Νότου.  Επαναφέρουν τώρα τα συνολικό ζήτημα της ΟΝΕ με την προβολή της εν λόγω δήλωσης της Α. Μερκελ στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, επιχειρώντας να αποπροσανατολίσουν εκ νέου και να προετοιμάσουν με πολιτικές αποφάσεις τη δεύτερη φάση της νεοφιλελεύθερης, μνημονιακής στρατηγικής.
Βασικοί όροι αυτής, που αφορά την επί της ουσίας, συνέχιση της στρατηγικής της λιτότητας υπό άλλο μανδύα, μετά τις Ευρωεκλογές και την εκπνοή της τυπικής ισχύος του μνημονίου την άνοιξη του 2014, θα αποτελέσουν:
·         η οριστική διαμόρφωση του σχεδίου της Τραπεζικής ενοποίησης που θα τη διαχειριστεί η ελληνική Προεδρία. Το Συμβούλιο Κορυφής έχει ήδη αναθέσει στις επόμενες Προεδρίες Ελλάδας και Ιταλίας, πέραν των εθνικών προτεραιοτήτων που οι ίδιες θα θέσουν π.χ. θαλάσσια πολιτική, μετανάστευση κ.λ.π., την προώθηση των λεγομένων «μεταρρυθμίσεων» που ουσιαστικά αφορούν σε αναδιαρθρώσεις του συστήματος και στην εμβάθυνση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου μέσω πολιτικών όπως η περαιτέρω απορρύθμιση της εργασίας, η εργασιακή κινητικότητα, η φορολογική ελάφρυνση του κεφαλαίου, η παράταση του επαγγελματικού βίου, η σύνδεση μισθών με παραγωγικότητα.
·         η έξοδος της Ελλάδας στις αγορές με πολιτική απόφαση το δεύτερο εξάμηνο του 2014,
·         η επιβολή ενός νέου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής την περίοδο 2014-2016, υπό τον έλεγχο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της ΕΚΤ και υπό την υψηλή εποπτεία του Βερολίνου με βάση το Δημοσιονομικό Σύμφωνο Σταθερότητας του Eurogroup
·         η σύσταση ενός ελληνικού «Επενδυτικού Ταμείου», βασικές επιδιώξεις του οποίου είναι η προώθηση της φθηνής εργασίας για το ελληνικό «πρεκαριάτο» στις γερμανικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ) που θα δημιουργήσουν θυγατρικές στην Ελλάδα και σε όλο τον ευρωπαϊκό Νότο, προσποριζόμενες έτσι  ευρωπαϊκά κονδύλια καθώς και η εξασφάλιση δραστικής μείωσης τόσο του κόστους εργασίας όσο και του κόστους χρηματοδότησης τους.
·         η μετάθεση αποπληρωμής του χρέους αλλά όχι η διαγραφή του, προκειμένου να καταστεί προσωρινά βιώσιμο αλλά ταυτόχρονα θα μετατρέπει τη χώρα σε αποικία και όμηρο χρέους για δεκαετίες.
Η Α. Μέρκελ επαναφέρει προσχηματικά με τη δήλωση της το ζήτημα της ΟΝΕ, με όρους επικυριαρχίας που δεν διέθετε το 2010, τώρα που πλέον υπέταξαν πολιτικές ηγεσίες μιας σειράς χωρών της Ευρωζώνης, οι οποίες αποδείχτηκαν κατώτερες των περιστάσεων. Τώρα πού επέβαλαν τους όρους της Γερμανικής ολιγαρχίας αλλά  και μερίδων του μεγάλου κεφαλαίου της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ολλανδίας  κ.ο.κ.
Τώρα που λαφυραγώγησαν τις καταθέσεις από τις τράπεζες χωρών της Ευρωζώνης, κινδυνολογώντας περί της εξόδου χωρών από το ευρώ προκειμένου μεταξύ των άλλων, να αποτελέσουν τόσο οι γερμανικές αλλά και γαλλικές τράπεζες, πόλο έλξης των Ευρωπαίων καταθετών.
Τα τελευταία τέσσερα χρόνια πάνω από 350 δισεκατομμύρια ευρώ μεταφέρθηκαν σε γερμανικές και γαλλικές τράπεζες. Αυτή η επιλογή αποτελούσε βασικό σχεδιασμό  και όρο για να επιβάλλουν μια Τραπεζική Ένωση με όρους επικυριαρχίας της Γερμανίας με τράπεζες κολοσσούς στην Κεντρική Ευρώπη και τράπεζες-  δορυφόρους στις υπόλοιπες χώρες.
Με το σχέδιο που καταρχήν αποφάσισε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δεκεμβρίου του 2013, προωθούν ένα πολύπλοκο σύστημα για τη διαδικασία διάσωσης ή μη τραπεζών, υιοθετώντας την γερμανική απαίτηση να εφαρμοστούν τουλάχιστον ύστερα από μια 5ετία οι όροι της χρήσης κεφαλαίων του ταμείου διάσωσης των τραπεζών. Το εν λόγω σχέδιο έχει ήδη προκαλέσει την αντιδράσεις από πολιτικές δυνάμεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Το βασικό ζήτημα είναι η άρνηση της γερμανικής πλευράς της απαίτησης για αμοιβαιοποίηση του χρέους των χωρών του Eurogroup, που αποτελεί πάγια απαίτηση όλων των προοδευτικών δυνάμεων της Ευρώπης.
Πλήρως υποταγμένη σε αυτό τον στρατηγικό σχεδιασμό είναι τόσο η ελληνική παρασιτική ολιγαρχία όσο και οι συν αυτώ νεοφιλελεύθεροι και σοσιαλ-φιλελεύθεροι του «μνημονιακού μπλοκ».

Γίνεται τώρα που πλέον έκλεισε ο κύκλος του «πρώτου πακέτου» των νεοφιλελεύθερων επιδιώξεων,  που αφορούσαν:
·         στο να οικειοποιηθούν όσα μπορούσαν για λογαριασμό των τραπεζών
·         να υποτιμήσουν μια σειρά  οικονομίες, αξίες, αμοιβές και δικαιώματα  σε μια σειρά από χώρες της Ευρωζώνης αλλά και της ΕΕ συνολικά,
·         να επιβάλλουν νέο-αποικιακά μοντέλα  περιφερειακής ανάπτυξης με ταυτόχρονη  λαφυραγώγηση της δημόσιας περιουσίας μέσω του ΤΑΙΠΕΔ, των πλουτοπαραγωγικών πόρων και πρώτων υλών και  να εξασφαλίσουν επιχειρηματικές δραστηριότητες για πολυεθνικές στην ενέργεια, στις μεταφορές, στην ανακύκλωση, στα δημόσια έργα, στην ιδιωτική ασφάλιση υγείας και συντάξεων, στην περαιτέρω ιδιωτικοποίηση της παιδείας, δηλαδή στα βασικά του νεοφιλελεύθερου πακέτου,  με όρους πλέον επικυριαρχίας  της γερμανικής οικονομικής και πολιτικής ελίτ.
Η εν λόγω ζοφερή εξέλιξη αποτελεί ένα μάθημα για τους «υπηκόους» και στην Ελλάδα.
Γιατί οι προοδευτικοί πολίτες τα γνωρίζουμε και είμαστε αποφασισμένοι  να οδηγήσουμε σε ήττα τόσο το ελληνικό «μνημονιακό μπλοκ»  όσο  και να συμβάλλουμε συνολικά σε  μια  πανευρωπαϊκή και δημοκρατική δράση από κοινού ενάντια στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές του Βερολίνου και άλλων δυνάμεων στην Ε.Ε.
 Ανοίγοντας το δρόμο για την προοδευτική έξοδο από τη κρίση.

Για την  Πρωτοβουλία Ίδρυσης Σοσιαλιστικού κόμματος.

Στέφανος Τζουμάκας

Email: socialistparty.gr@gmail.com
Site: www.socialistparty.gr 

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

ΗΠΑ Η διατλαντική συμφωνία, ένας τυφώνας που απειλεί τους Ευρωπαίους. Le monde diplomatique

Οι συζητήσεις για τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου μεταξύ Καναδά και Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες είχαν ξεκινήσει το 2008, κατέληξαν στις 18 Οκτωβρίου. Ένας καλός οιωνός για την αμερικανική κυβέρνηση, η οποία προσδοκά ότι θα καταλήξει σε ανάλογη συμφωνία με τη Γηραιά Ήπειρο. Το σχέδιο αυτό, « η χούντα των επιχειρηματιών », όπως το ονομάζει η Lori Wallach, το οποίο αποτελεί αντικείμενο μυστικών διαπραγματεύσεων, υποστηρίζεται ένθερμα από τις πολυεθνικές, καθώς, εάν υιοθετηθεί, θα τους επιτρέπει να φέρνουν ενώπιον της Δικαιοσύνης κάθε κράτος που δεν θα συμμορφώνεται με τους κανόνες του φιλελευθερισμού.

Μπορεί κανείς να φανταστεί πολυεθνικές εταιρείες να σύρουν στα δικαστήρια τις κυβερνήσεις των οποίων ο πολιτικός προσανατολισμός θα είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των κερδών τους ; Μπορεί κανείς να διανοηθεί ότι οι εταιρείες αυτές θα είχαν τη δυνατότητα να ζητήσουν -και να επιτύχουν !- την καταβολή γενναίων αποζημιώσεων για διαφυγόντα κέρδη από την εφαρμογή μιας πολύ περιοριστικής εργατικής ή και περιβαλλοντικής νομοθεσίας ; Όσο απίθανο κι αν φαίνεται, το συγκεκριμένο σενάριο δεν προέκυψε χθες. Διακρινόταν, ήδη, καθαρά στο σχέδιο της Πολυμερούς Συμφωνίας για τις Επενδύσεις (ΠΣΕ), το οποίο αποτέλεσε αντικείμενο μυστικών διαπραγματεύσεων, από το 1995 έως το 1997, μεταξύ των 29 κρατών-μελών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) [1]. Όταν αντίτυπο του σχεδίου διέρρευσε στη δημοσιότητα την τελευταία στιγμή, κυρίως από τη Monde diplomatique, το κύμα των διαμαρτυριών που προκλήθηκε ήταν χωρίς προηγούμενο και υποχρέωσε τους εμπνευστές του να το αποσύρουν. Δεκαπέντε χρόνια μετά, το ίδιο σχέδιο επιστρέφει με νέο μανδύα.
Η Συμφωνία Διατλαντικής Εμπορικής και Επενδυτικής Συνεργασίας (Transatlantic Trade and Investment Partnership, ΤΤΙΡ), την οποία διαπραγματεύονται από τον Ιούλιο του 2013 Ηνωμένες Πολιτείες και Ευρωπαϊκή Ένωση, αποτελεί τροποποιημένη εκδοχή της ΠΣΕ. Προβλέπει ότι η ισχύουσα νομοθεσία στις δύο πλευρές του Ατλαντικού θα υποταχθεί στους κανόνες του ελεύθερου εμπορίου, που έχουν καθιερωθεί από και για τις μεγάλες ευρωπαϊκές και αμερικανικές επιχειρήσεις, επί ποινή εμπορικών κυρώσεων για τη χώρα-παραβάτη ή αποζημιώσεων αρκετών εκατομμυρίων ευρώ προς όφελος των εναγόντων.
Σύμφωνα με το επίσημο χρονοδιάγραμμα, οι διαπραγματεύσεις δεν αναμένεται να ολοκληρωθούν παρά μέσα σε δύο χρόνια. Η ΤΤΙΡ συνδυάζει, τροποποιώντας τα προς το χειρότερο, τα πιο καταστροφικά στοιχεία των συμφωνιών που έχουν υπογραφεί μέχρι τώρα. Εάν υιοθετηθεί, τα προνόμια των πολυεθνικών θα αποκτήσουν την ισχύ νόμου και θα δέσουν για τα καλά τα χέρια των κυβερνήσεων. Στεγανοποιημένη από τις όποιες αλλαγές κυβερνήσεων και τις λαϊκές κινητοποιήσεις, η συμφωνία θα εφαρμόζεται με ή παρά τη θέληση των κρατών, καθώς οι διατάξεις της δεν θα μπορούν να τροποποιηθούν παρά με την ομόφωνη συγκατάθεση των χωρών που θα την έχουν υπογράψει. Η συμφωνία θα μεταφέρει στην Ευρώπη το πνεύμα και τους μηχανισμούς του ασιατικού προτύπου της, της Συμφωνίας Συνεργασίας του Ειρηνικού (Trans-Pacific Partnership, TPP), η οποία βρίσκεται σε φάση έγκρισης από 12 χώρες της περιοχής, αφού προωθήθηκε με ζήλο από τους αμερικανικούς επιχειρηματικούς κύκλους. Οι δύο συμφωνίες, ΤΤΙΡ και ΤΡΡ, θα συγκροτούν μια οικονομική αυτοκρατορία ικανή να υπαγορεύει τους όρους της έξω από τα σύνορά της : κάθε χώρα που θα επιδιώκει να αναπτύξει εμπορικές σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες ή την Ευρωπαϊκή Ένωση θα βρίσκεται υποχρεωμένη να υιοθετήσει αυτούσιους τους κανόνες που ισχύουν στο εσωτερικό της κοινής αγοράς τους.

Ειδικά δικαστήρια

Καθώς στοχεύουν στην εκποίηση ολόκληρων κλάδων του μη εμπορευματικού τομέα, οι διαπραγματεύσεις γύρω από την ΤΤΙΡ και την ΤΤΡ διεξάγονται κεκλεισμένων των θυρών. Οι αμερικανικές αντιπροσωπείες αριθμούν περισσότερους από 600 συμβούλους που έχουν τοποθετήσει οι πολυεθνικές. Οι σύμβουλοι αυτοί διαθέτουν απεριόριστη πρόσβαση στα προπαρασκευαστικά έγγραφα και στους εκπροσώπους των κυβερνήσεων. Τίποτε δεν πρέπει να διαρρεύσει. Έχουν δοθεί εντολές, δημοσιογράφοι και πολίτες να κρατηθούν μακριά από τις συζητήσεις : θα ενημερωθούν την κατάλληλη στιγμή, με την υπογραφή της συμφωνίας, όταν θα είναι πολύ αργά για να αντιδράσουν.
Σε ένα ξέσπασμα αθωότητας, ο Αμερικανός πρώην υπουργός Εμπορίου Ρόναλντ (« Ρον ») Κερκ, έκανε λόγο για το « πρακτικό » συμφέρον να « διατηρηθεί ένας ορισμένος βαθμός διακριτικότητας και εμπιστευτικότητας » [2]. Την τελευταία φορά που ένα κείμενο εργασίας για κάποια συμφωνία που βρισκόταν σε φάση επεξεργασίας διέρρευσε στη δημοσιότητα, υπογράμμισε ο Κερκ, οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν- υπαινιγμός για τη Ζώνη Ελεύθερου Εμπορίου της Αμερικανικής Ηπείρου (FTAA), μια διευρυμένη παραλλαγή της Βορειοαμερικανικής Συμφωνίας Ελεύθερου Εμπορίου (NAFTA). Το σχέδιο αυτό, που υπερασπίστηκε λυσσαλέα ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος, δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα της αμερικανικής κυβέρνησης το 2001. Η Αμερικανίδα γερουσιαστής Ελίζαμπεθ Ουόρεν, από την πλευρά της, απαντά ότι συμφωνίες που αποτελούν προϊόν διαπραγμάτευσης χωρίς κανέναν δημοκρατικό έλεγχο, δεν πρέπει ποτέ να υπογράφονται [3].
Η επιτακτική ανάγκη να στραφεί η προσοχή του κοινού μακριά από τις διαπραγματεύσεις της αμερικανο-ευρωπαϊκής συνθήκης γίνεται πολύ εύκολα αντιληπτή. Είναι καλύτερα να μη βιαστεί κανείς να ανακοινώσει στη χώρα του τις επιπτώσεις που θα προκαλέσει η συμφωνία σε όλα τα επίπεδα : από την κορυφή του ομοσπονδιακού κράτους μέχρι τους κυβερνήτες των πολιτειών, τα τοπικά κοινοβούλια και τα δημοτικά συμβούλια, οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι θα πρέπει να επαναπροσδιορίσουν ριζικά τις δημόσιες πολιτικές τους, κατά τέτοιον τρόπο που να ικανοποιούνται οι ορέξεις του ιδιωτικού τομέα στους κλάδους που ακόμη έχει περιορισμένη πρόσβαση. Ασφάλεια τροφίμων, προδιαγραφές τοξικότητας, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, τιμές φαρμάκων, ελευθερία στο Διαδίκτυο, προστασία της προσωπικής ζωής, ενέργεια, πολιτισμός, πνευματικά δικαιώματα, φυσικοί πόροι, επαγγελματική κατάρτιση, υποδομές του κράτους, μετανάστευση : δεν υπάρχει ούτε ένας κλάδος δημόσιου ενδιαφέροντος που να μην υποτάσσεται στο θεσμοθετημένο ελεύθερο εμπόριο. Η πολιτική δράση των εκλεγμένων αντιπροσώπων θα περιοριστεί στη διαπραγμάτευση με τις πολυεθνικές ή τους τοπικούς αντιπροσώπους τους γύρω από τα υπολείμματα κυριαρχίας που οι εταιρείες θα έχουν την ευγενή καλοσύνη να τους παραχωρήσουν.
Ήδη ορίζεται ότι οι χώρες που θα υπογράψουν, θα διασφαλίσουν « την εναρμόνιση των νόμων, των ρυθμίσεων και των διαδικασιών τους » με τις διατάξεις της συμφωνίας. Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι θα επαγρυπνούν σχολαστικά για να τιμήσουν τις δεσμεύσεις τους. Σε αντίθετη περίπτωση, θα μπορούσαν να συρθούν ενώπιον κάποιου από τα ειδικά δικαστήρια που θα δημιουργηθούν για να διευθετούν τις διαφορές μεταξύ των επενδυτών και των κρατών και τα οποία θα έχουν, μάλιστα, την εξουσία να επιβάλλουν εμπορικές κυρώσεις εναντίον των κρατών.
Η ιδέα μπορεί να μοιάζει αδιανόητη, εγγράφεται, όμως, στη φιλοσοφία των εμπορικών συμφωνιών που βρίσκονται ήδη σε ισχύ. Έτσι, πέρυσι, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ) καταδίκασε τις Ηνωμένες Πολιτείες για τις κονσέρβες τόνου με την ένδειξη « ακίνδυνες για τα δελφίνια », για την ένδειξη της χώρας προέλευσης στα εισαγόμενα κρέατα, ακόμη και για την απαγόρευση του αρωματισμένου καπνού, καθώς θεώρησε τις ενέργειες αυτές ως μέτρα προστατευτισμού που εμποδίζουν το ελεύθερο εμπόριο. Ο ΠΟΕ επέβαλε, επίσης, κυρώσεις εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την άρνησή της να δεχτεί την εισαγωγή γενετικά τροποποιημένων οργανισμών (ΓΤΟ). Η καινοτομία που εγκαινιάζουν οι ΤΤΙΡ και ΤΤΡ είναι ότι θα επιτρέπουν στις ίδιες τις πολυεθνικές να φέρουν στα δικαστήρια μια χώρα που θα έχει υπογράψει τη συνθήκη και της οποίας η πολιτική θα περιορίζει την εμπορική τους εξάπλωση.
Σε ένα τέτοιο καθεστώς, οι επιχειρήσεις θα είναι σε θέση να βάζουν εμπόδια στις πολιτικές υγείας, προστασίας του περιβάλλοντος ή ρύθμισης του χρηματοπιστωτικού τομέα, ζητώντας αποζημιώσεις ενώπιον εξωδικαστικών θεσμών. Αυτά τα ειδικά δικαστήρια θα συγκροτούνται από τρεις νομικούς και, με βάση τους κανόνες της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΟΗΕ, θα έχουν τη δικαιοδοσία να καταδικάζουν τον φορολογούμενο πολίτη σε βαριές αποζημιώσεις από τη στιγμή που η νομοθεσία της χώρας του θα περιορίζει τα « μελλοντικά προσδοκώμενα κέρδη » μιας εταιρείας.
Το σύστημα « επενδυτές εναντίον κράτους », το οποίο έμοιαζε να έχει σβηστεί από το χάρτη μετά την εγκατάλειψη της ΠΣΕ, το 1998, ξαναστήθηκε στα κρυφά με το πέρασμα των χρόνων. Εξαιτίας των διαφόρων εμπορικών συμφωνιών που έχει υπογράψει η Ουάσινγκτον, 400 εκατομμύρια δολάρια έχουν περάσει από την τσέπη του φορολογούμενου πολίτη στα ταμεία των πολυεθνικών εξαιτίας της απαγόρευσης τοξικών προϊόντων, της επιβολής ρυθμιστικού πλαισίου στην εκμετάλλευση του νερού, του εδάφους ή των δασών κτλ. [4]. Υπό από την αιγίδα των ίδιων συμφωνιών, οι διαδικασίες που εφαρμόζονται σήμερα -στα ζητήματα γενικού συμφέροντος, όπως οι ιατρικές ευρεσιτεχνίες, η μάχη κατά της μόλυνσης του περιβάλλοντος ή η νομοθεσία για την κλιματική αλλαγή και τις μη ανανεώσιμες πηγές ενέργειας- εκτινάσσουν τις αιτήσεις για αποζημιώσεις στα 14 δισεκατομμύρια δολάρια.
Η ΤΤΙΡ θα επιβάρυνε ακόμη περισσότερο τον λογαριασμό της νομιμοποιημένης αυτής αρπαγής, εάν ληφθεί υπόψη η σημασία των συμφερόντων που διακυβεύονται στο εμπόριο μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού. Στο αμερικανικό έδαφος δραστηριοποιούνται 3.300 ευρωπαϊκές επιχειρήσεις μέσω 24.000 χιλιάδων θυγατρικών, καθεμία από τις οποίες θα μπορούσε κάποια στιγμή να εκτιμήσει ότι πρέπει να ζητήσει αποζημίωση για αθέμιτο ανταγωνισμό. Το εύρος των επανορθώσεων θα υπερέβαινε κατά πολύ το κόστος των αποζημιώσεων που προκάλεσαν οι μέχρι σήμερα συμφωνίες. Από την πλευρά τους, οι χώρες-μέλη της Ε.Ε. θα βρίσκονταν εκτεθειμένες σε ακόμη μεγαλύτερους δημοσιονομικούς κινδύνους, γνωρίζοντας ότι 14.400 αμερικανικές εταιρείες διαθέτουν, στην Ευρώπη, δίκτυο 50.800 θυγατρικών. Συνολικά, 75.000 επιχειρήσεις θα μπορούν να ριχτούν στο κυνήγι των κρατικών θησαυροφυλακίων.
Επισήμως, το καθεστώς αυτό αρχικά σχεδιάστηκε για να βοηθήσει στη σταθεροποίηση της θέσης των επενδυτών στις αναπτυσσόμενες χώρες που δεν διαθέτουν αξιόπιστο δικαστικό σύστημα. Θα τους επέτρεπε, κυρίως, να προστατεύσουν τα δικαιώματά τους σε περίπτωση εθνικοποίησης. Αλλά η Ε.Ε. και οι ΗΠΑ δεν αποτελούν ακριβώς περιοχές μη δικαίου. Αντίθετα, διαθέτουν δικαστικά συστήματα που λειτουργούν και σέβονται πλήρως το δικαίωμα στην ιδιοκτησία. Θέτοντάς τις, παρ’ όλα αυτά, κάτω από την κηδεμονία ειδικών δικαστηρίων, η ΤΤΙΡ αποδεικνύει ότι στόχος της δεν είναι η προστασία των επενδυτών, αλλά η ενίσχυση της εξουσίας των πολυεθνικών.

Δίωξη για την αύξηση του κατώτατου μισθού

Εννοείται, βέβαια, ότι οι νομικοί που θα στελεχώνουν τα δικαστήρια αυτά δεν θα έχουν να λογοδοτήσουν σε κανένα εκλογικό σώμα. Αντιστρέφοντας ανάλαφρα τους ρόλους, θα μπορούν εξίσου καλά να υπηρετήσουν ως δικαστές ή να εκπροσωπήσουν τους ισχυρούς πελάτες τους [5]. Οι νομικοί του διεθνούς επενδυτικού δικαίου αποτελούν έναν μικρόκοσμο : μόλις 15 άνθρωποι μοιράζονται το 55% των υποθέσεων που έχουν εκδικαστεί μέχρι σήμερα. Φυσικά, οι αποφάσεις τους είναι τελεσίδικες.
Τα « δικαιώματα » που οι δικαστές αυτοί έχουν αποστολή να προστατεύουν, διατυπώνονται σκόπιμα με τρόπο ασαφή και η ερμηνεία τους σπάνια εξυπηρετεί τα συμφέροντα της πλειοψηφίας. Έτσι, πρέπει να αντιμετωπίσει κανείς το δικαίωμα του επενδυτή να λειτουργεί κάτω από ένα θεσμικό πλαίσιο σύμφωνο με τις « προβλέψεις » του -το οποίο θα πρέπει να μεταφραστεί ως απαγόρευση να τροποποιήσει η κυβέρνηση την πολιτική της από τη στιγμή που η επένδυση έχει πραγματοποιηθεί. Όσο για το δικαίωμα αποζημίωσης σε περίπτωση « έμμεσης απαλλοτρίωσης », αυτό σημαίνει ότι το Δημόσιο θα πρέπει να βάλει το χέρι στην τσέπη εάν η νομοθεσία του έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της αξίας μιας επένδυσης, ακόμη κι αν η ίδια νομοθεσία ισχύει και για τις εγχώριες επιχειρήσεις. Τα δικαστήρια αναγνωρίζουν, επίσης, το δικαίωμα του κεφαλαίου να αποκτά διαρκώς περισσότερες εκτάσεις, φυσικούς πόρους, υποδομές, εργοστάσια κτλ. Καμία αντισταθμιστική πρόβλεψη για τις πολυεθνικές : δεν θα έχουν καμία υποχρέωση απέναντι στα κράτη και θα μπορούν να προχωρούν σε μηνύσεις όποτε και όπου τους αρέσει.
Ορισμένοι επενδυτές έχουν μια πολύ διευρυμένη αντίληψη των αναπαλλοτρίωτων δικαιωμάτων τους. Πρόσφατα, ευρωπαϊκές εταιρείες προσέφυγαν στη Δικαιοσύνη κατά της αύξησης του κατώτατου μισθού στην Αίγυπτο ή κατά του περιορισμού των τοξικών εκπομπών αερίων στο Περού. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η συμφωνία ελεύθερου εμπορίου στην αμερικανική ήπειρο χρησίμευσε στην προστασία του δικαιώματος του αμερικανικού ομίλου Renco να μολύνει το περιβάλλον [6]. Άλλο παράδειγμα ; Ο γίγαντας της καπνοβιομηχανίας Philip Morris, έχοντας ενοχληθεί λόγω της αντικαπνιστικής νομοθεσίας σε Ουρουγουάη και Αυστραλία, έσυρε τις δύο χώρες σε ειδικό δικαστήριο. Ο αμερικανικός φαρμακευτικός όμιλος Eli Lilly επιδιώκει να αποδοθεί δικαιοσύνη σε βάρος του Καναδά, τον οποίο θεωρεί ένοχο επειδή εφάρμοσε σύστημα ευρεσιτεχνιών που κάνει ορισμένα φάρμακα πιο φθηνά. Η σουηδική εταιρεία παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας Vattenfall διεκδικεί αποζημίωση αρκετών εκατομμυρίων ευρώ από τη Γερμανία για την « ενεργειακή στροφή » της, με την οποία θεσμοθετείται πιο αυστηρό ρυθμιστικό πλαίσιο για τη λειτουργία των εργοστασίων λιθάνθρακα και ταυτόχρονα επιδιώκεται η εγκατάλειψη της πυρηνικής ενέργειας.
Δεν υπάρχει όριο στις κυρώσεις που μπορούν να επιβάλλουν τέτοια ειδικά δικαστήρια σε βάρος των κρατών και προς όφελος των πολυεθνικών. Πέρσι, ο Ισημερινός καταδικάστηκε σε καταβολή ποσού ρεκόρ, 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων, σε εταιρεία πετρελαίου [7]. Ακόμη κι όταν οι κυβερνήσεις κερδίζουν τις δίκες, θα πρέπει να πληρώνουν δικαστικά έξοδα και διάφορες προμήθειες, τα οποία ανέρχονται, κατά μέσο όρο, σε 8 εκατομμύρια δολάρια ανά υπόθεση, μια σπατάλη σε βάρος των πολιτών. Γι’ αυτό οι κυβερνήσεις συχνά προτιμούν να διαπραγματευτούν με τους ενάγοντες, παρά να προβάλλουν τα επιχειρήματά τους ενώπιον του δικαστηρίου. Έτσι, το κράτος του Καναδά γλύτωσε μια δικαστική μάχη ακυρώνοντας εσπευσμένα την απαγόρευση χρήσης ενός τοξικού προσθέτου που χρησιμοποιεί η πετρελαϊκή βιομηχανία.
Ωστόσο, οι απαιτήσεις των εταιρειών αυξάνονται διαρκώς. Σύμφωνα με τη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη (Unctad), ο αριθμός των υποθέσεων που φθάνουν στα ειδικά δικαστήρια έχει δεκαπλασιαστεί από το 2000. Μολονότι το σύστημα εμπορικής διαιτησίας άρχισε να εφαρμόζεται τη δεκαετία του 1950, ποτέ δεν χρησιμοποιήθηκε τόσο πολύ από τα ιδιωτικά συμφέροντα όσο το 2012, ασυνήθιστη χρονιά ως προς τον αριθμό των σχετικών εμπορικών προσφυγών. Η έκρηξη αυτή έχει δημιουργήσει ένα ανθηρό φυτώριο οικονομικών και νομικών συμβούλων.
Το σχέδιο της μεγάλης αμερικανο-ευρωπαϊκής αγοράς προωθείται εδώ και πολλά χρόνια από τον Διατλαντικό Οικονομικό Διάλογο (Trans-Atlantic Business Dialogue, TABD), ένα λόμπι που σήμερα είναι πιο γνωστό με την ονομασία Trans-Atlantic Business Council (TABC). Αυτό το φόρουμ πλούσιων επιχειρηματιών, το οποίο δημιουργήθηκε το 1995, υπό από την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του αμερικανικού υπουργείου Εμπορίου, υποστηρίζει ένθερμα έναν πολύ εποικοδομητικό « διάλογο » μεταξύ των οικονομικών ελίτ των δύο ηπείρων, της αμερικανικής κυβέρνησης και των Ευρωπαίων επιτρόπων στις Βρυξέλλες. Το TABC είναι ένα διαρκές φόρουμ που επιτρέπει στις πολυεθνικές να συντονίζουν τις επιθέσεις τους κατά των πολιτικών γενικού συμφέροντος, οι οποίες ακόμη διαθέτουν ερείσματα στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Ο, δημόσια διακηρυγμένος, στόχος του φόρουμ είναι η κατάργηση των ρυθμίσεων, τις οποίες ονομάζει « οχλήσεις στο εμπόριο » (trade irritants), δηλαδή η οικονομική δραστηριοποίηση των επιχειρήσεων στις δύο ηπείρους με τους ίδιους κανόνες και χωρίς κρατική ανάμιξη. Η « εναρμόνιση των ρυθμιστικών πλαισίων » και η « αμοιβαία αναγνώριση » αποτελούν μέρος των συνθημάτων του φόρουμ για να παροτρύνει τις κυβερνήσεις να επιτρέψουν προϊόντα και υπηρεσίες που παραβιάζουν τις εθνικές νομοθεσίες.

Άδικη απόρριψη του χοιρινού με ρακτοπαμίνη

Αντί, όμως, να προτείνουν μια κάποια χαλάρωση των νόμων που ισχύουν, οι ακτιβιστές της διατλαντικής αγοράς επιδιώκουν να τους ξαναγράψουν. Έτσι, το αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο και το BusinessEurope, δύο από τις μεγαλύτερες εργοδοτικές οργανώσεις του πλανήτη, κάλεσαν τις αντιπροσωπείες που συμμετέχουν στις διαπραγματεύσεις της ΤΤΙΡ να οργανώσουν μια συνάντηση εργασίας με ορισμένους μεγαλομετόχους και πολιτικούς αξιωματούχους, προκειμένου να « συντάξουν μαζί τα ρυθμιστικά κείμενα », τα οποία, στη συνέχεια, θα περάσουν στη νομοθεσία των ΗΠΑ και των κρατών της Ε.Ε.. Είναι να αναρωτιέται κανείς, βέβαια, εάν η παρουσία των πολιτικών κατά τη σύνταξη των κειμένων κρίνεται πραγματικά απαραίτητη...
Κατά τα φαινόμενα, οι πολυεθνικές δείχνουν αξιοσημείωτη ειλικρίνεια στην αποκάλυψη των προθέσεών τους. Για παράδειγμα, στο ζήτημα των γενετικά τροποποιημένων οργανισμών (ΓΤΟ). Αν και, στις ΗΠΑ, οι μισές πολιτείες εξετάζουν το ενδεχόμενο να καταστήσουν υποχρεωτική την ένδειξη ότι κάποιο τρόφιμο περιέχει ΓΤΟ -μέτρο που υποστηρίζει το 80% των Αμερικανών καταναλωτών- οι βιομηχανίες αγροτικών και διατροφικών προϊόντων, όπως και οι ανταγωνιστές τους στην Ευρώπη, πιέζουν για την απαγόρευση ενδείξεων τέτοιου τύπου. Η αμερικανική Εθνική Ένωση Ζαχαροπλαστών δεν μάσησε τα λόγια της : « Η αμερικανική βιομηχανία θα επιθυμούσε η ΤΤΙΡ να προχωρήσει στο ζήτημα αυτό, καταργώντας τις ενδείξεις για ΓΤΟ και τις προδιαγραφές αναγραφής των συστατικών ». Από την πλευρά της, η Ένωση Βιομηχανιών Βιοτεχνολογίας (Biotechnology Industry Organization, BIO), με τη μεγάλη επιρροή της και με ισχυρά μέλη, όπως ο γίγαντας Monsanto, εκφράζει αγανάκτηση για το γεγονός ότι προϊόντα με ΓΤΟ που πωλούνται κανονικά στις ΗΠΑ απαγορεύονται στην ευρωπαϊκή αγορά. Κατά συνέπεια, η Ένωση εύχεται, « το διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ της απορρύθμισης των νέων προϊόντων βιοτεχνολογίας στις Ηνωμένες Πολιτείες και της υποδοχής που τυγχάνουν στην Ευρώπη » να γεφυρωθεί ταχύτατα [8]. Η Monsanto και οι φίλοι της δεν κρύβουν την ελπίδα τους ότι η διατλαντική ζώνη ελεύθερου εμπορίου θα τους επιτρέψει, επιτέλους, να επιβάλλουν στους Ευρωπαίους τον « μακρύ κατάλογο προϊόντων με ΓΤΟ που περιμένουν να εγκριθούν και να χρησιμοποιηθούν [9] ».
Η επίθεση δεν είναι λιγότερο σαρωτική στο πεδίο της ιδιωτικής ζωής. Η Συμμαχία Ψηφιακού Εμπορίου (Digital Trade Coalition, DTC), στην οποία συμμετέχουν βιομηχανίες από τους τομείς του διαδικτύου και της υψηλής τεχνολογίας, πιέζει τους αντιπροσώπους στις διαπραγματεύσεις για την ΤΤΙΡ να άρουν τους φραγμούς που εμποδίζουν τις ελεύθερες ροές προσωπικών δεδομένων από την Ευρώπη προς τις ΗΠΑ. « Η σημερινή προσέγγιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με την οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν παρέχουν “επαρκή” προστασία στην ιδιωτική ζωή, δεν είναι λογική », δηλώνουν με επιμονή οι εκπρόσωποι των λόμπι. Στο φως των αποκαλύψεων του Έντουαρντ Σνόουντεν για το σύστημα κατασκοπείας της αμερικανικής Υπηρεσίας Εθνικής Ασφαλείας (National Security Agency, NSA), μια τόσο ξεκάθαρη άποψη σκανδαλίζει. Δεν φτάνει, ωστόσο, τη δήλωση του US Council for International Business (USCIB), ενός συνδέσμου επιχειρήσεων που, όπως ακριβώς η Verizon, παρείχαν σε μαζική κλίμακα προσωπικά δεδομένα στην NSA : « Η συμφωνία πρέπει να οριοθετήσει τις εξαιρέσεις, όπως η ασφάλεια και η προσωπική ζωή, για να διασφαλίσει ότι δεν θα χρησιμοποιηθούν ως καλυμμένα εμπόδια στο ελεύθερο εμπόριο ».
Στο στόχαστρο, όμως, έχουν μπει και οι προδιαγραφές ποιότητας στο πεδίο της διατροφής. Η αμερικανική βιομηχανία κρέατος επιδιώκει να επιτύχει την κατάργηση του ευρωπαϊκού κανονισμού που απαγορεύει τα κοτόπουλα που έχουν απολυμανθεί με χλώριο. Ο όμιλος Yum !, κάτοχος της αλυσίδας γρήγορου φαγητού Kentucky Fried Chicken (KFC), που βρίσκεται στην εμπροσθοφυλακή της μάχης αυτής, μπορεί να υπολογίζει στη δύναμη πυρός των εργοδοτικών οργανώσεων. « Η Ευρωπαϊκή Ένωση επιτρέπει μόνο τη χρήση νερού και ατμού στα κοτόπουλα », διαμαρτύρεται η Βορειοαμερικανική Ένωση Κρέατος, ενώ μια άλλη ομάδα πίεσης, το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κρέατος, εκφράζει τη λύπη του για « την αδικαιολόγητη απόρριψη » από τις Βρυξέλλες « των κρεάτων με αναβολικά πρόσθετα, όπως η υδροχλωρική ρακτοπαμίνη ».
Η ρακτοπαμίνη είναι φάρμακο που χρησιμοποιείται για την αύξηση του όγκου του άπαχου κρέατος σε χοίρους και βοοειδή. Λόγω των κινδύνων που εγκυμονεί για την υγεία ζώων και καταναλωτών, έχει απαγορευτεί σε 160 χώρες, μεταξύ τους και τα κράτη-μέλη της Ε.Ε., η Ρωσία και η Κίνα. Για τον αμερικανικό όμιλο παραγωγής χοιρινού κρέατος, το προστατευτικό αυτό μέτρο αποτελεί διατάραξη του ελεύθερου ανταγωνισμού, στην οποία η συμφωνία ΤΤΙΡ πρέπει επειγόντως να δώσει τέλος.
« Οι αμερικανικές εταιρείες παραγωγής χοιρινού κρέατος δεν θα αποδεχθούν άλλο αποτέλεσμα παρά την άρση της ευρωπαϊκής απαγόρευσης της ρακτοπαμίνης », απειλεί το Εθνικό Συμβούλιο Παραγωγών Χοιρινού Κρέατος (National Pork Producers Council, NPPC). Στο μεταξύ, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, οι βιομήχανοι που συμμετέχουν στο BusinessEurope καταγγέλλουν « τα εμπόδια που επηρεάζουν τις ευρωπαϊκές εξαγωγές προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως ο αμερικανικός νόμος περί διατροφικής ασφάλειας ». Πράγματι, από το 2011, ο συγκεκριμένος νόμος δίνει τη δυνατότητα στις υπηρεσίες ελέγχου να αποσύρουν από την αγορά τα μολυσμένα εισαγόμενα προϊόντα. Οι διαπραγματευτές της ΤΤΙΡ δέχονται εκκλήσεις να εξουδετερώσουν και αυτή τη διάταξη.
Τα ίδια ισχύουν και στο πεδίο των αερίων του θερμοκηπίου. Η οργάνωση Airlines for America (A4A), το μακρύ χέρι των αμερικανικών εταιρειών αερομεταφορών, συνέταξε κατάλογο « άχρηστων διατάξεων, οι οποίες προκαλούν σημαντική ζημιά στη βιομηχανία » τους και τις οποίες η ΤΤΙΡ μπορεί, φυσικά, να καταργήσει. Στην πρώτη θέση του καταλόγου βρίσκεται το ευρωπαϊκό σύστημα ανταλλαγής ποσοστώσεων εκπομπής αερίων, το οποίο υποχρεώνει τις αεροπορικές εταιρείες να πληρώνουν για το διοξείδιο του άνθρακα που εκπέμπουν. Οι Βρυξέλλες ανέστειλαν προσωρινά το συγκεκριμένο πρόγραμμα. Η Α4Α απαιτεί την οριστική κατάργησή του στο όνομα της « προόδου ».
Η σταυροφορία των αγορών, όμως, δείχνει το πιο αδιάλλακτο πρόσωπό της στα ζητήματα του χρηματοπιστωτικού τομέα. Πέντε χρόνια μετά την εκδήλωση της κρίσης των subprime, οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι διαπραγματευτές έχουν συμφωνήσει ότι οι προθέσεις ρύθμισης της χρηματοπιστωτικής βιομηχανίας πρέπει να αποτελέσουν παρελθόν. Το θεσμικό πλαίσιο που θέλουν να θέσουν σε εφαρμογή προβλέπει την άρση κάθε δικλείδας ασφαλείας όσον αφορά τις επικίνδυνες τοποθετήσεις και την παρεμπόδιση των κυβερνήσεων να ελέγχουν τον όγκο, τον χαρακτήρα ή την προέλευση των χρηματιστηριακών προϊόντων που εισέρχονται στην αγορά. Με δυο λόγια, πρόκειται απλούστατα για την οριστική εγκατάλειψη της λέξης « ρύθμιση ».
Από πού πηγάζει αυτή η θεαματική επιστροφή στη θατσερική εποχή ; Ανταποκρίνεται, κυρίως, στις επιθυμίες της Ένωσης Γερμανικών Τραπεζών, η οποία δεν παραλείπει να εκφράσει τις « ανησυχίες » της σχετικά με την, έτσι κι αλλιώς, δειλή μεταρρύθμιση της Γουόλ Στριτ, που υιοθετήθηκε την επαύριο της κρίσης του 2008. Ένα από τα πιο δραστήρια μέλη της Ένωσης, ως προς τις συγκεκριμένες πιέσεις, είναι η Deutsche Bank, η οποία, πάντως, το 2009, εισέπραξε εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια από την Αμερικανική Κεντρική Τράπεζα, σε αντάλλαγμα τίτλων που στηρίζονταν σε ενυπόθηκα δάνεια [10]. Ο γερμανικός τραπεζικός γίγαντας θέλει να τελειώνει με τη ρύθμιση Βόλκερ, τον ακρογωνιαίο λίθο της μεταρρύθμισης της Γουόλ Στριτ, ρύθμιση που, σύμφωνα με τη γερμανική τράπεζα, φορτώνει « τεράστιο βάρος στις μη αμερικανικές τράπεζες ». Η Insurance Europe, αιχμή του δόρατος των ευρωπαϊκών ασφαλιστικών εταιρειών, εύχεται, από την πλευρά της, η ΤΤΙΡ να « καταργήσει » τις εγγυήσεις που αποτρέπουν τον κλάδο από περιπέτειες σε τοποθετήσεις υψηλού κινδύνου.
Όσο για το Φόρουμ των Ευρωπαϊκών Υπηρεσιών, εργοδοτική οργάνωση στην οποία είναι μέλος και η Deutsche Bank, κινείται δραστήρια στους διαδρόμους των διατλαντικών διαπραγματεύσεων, ώστε οι αμερικανικές υπηρεσίες ελέγχου να πάψουν να αναμιγνύονται στις υποθέσεις των μεγάλων ξένων τραπεζών που λειτουργούν στο έδαφος των Ηνωμένων Πολιτειών. Η αμερικανική πλευρά ελπίζει κυρίως ότι η ΤΤΙΡ θα θάψει για τα καλά το ευρωπαϊκό σχέδιο φορολόγησης των χρηματοοικονομικών συναλλαγών. Η υπόθεση αυτή φαίνεται να έχει κριθεί, με την ίδια την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να θεωρεί ότι ο φόρος αυτός δεν συνάδει με τους κανονισμούς του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου [11]. Καθώς η διατλαντική ζώνη ελεύθερου εμπορίου υπόσχεται έναν ακόμα πιο αχαλίνωτο φιλελευθερισμό απ’ ότι ο ΠΟΕ, και από τη στιγμή που το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) αντιτίθεται συστηματικά σε κάθε μορφής έλεγχο στις κινήσεις κεφαλαίων, ο καχεκτικός « φόρος Τόμπιν » δεν ανησυχεί πια πολλούς στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι σειρήνες της απορρύθμισης, όμως, δεν ηχούν μόνο στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Η ΤΤΙΡ επιδιώκει να ανοίξει στον ανταγωνισμό όλους τους « αόρατους » κλάδους ή τους κλάδους γενικού συμφέροντος. Τα κράτη που θα υπογράψουν τη συμφωνία ΤΤΙΡ θα υποχρεωθούν όχι μόνο να υποτάξουν τις δημόσιες υπηρεσίες τους στην εμπορευματική λογική, αλλά και να παραιτηθούν οποιουδήποτε δικαιώματος επέμβασης στους ξένους παρόχους υπηρεσιών που εποφθαλμιούν τις αγορές τους. Τα πολιτικά περιθώρια ελιγμών σε υγεία, ενέργεια, παιδεία, νερό ή μεταφορές θα εξανεμιστούν. Ο εμπορικός πυρετός δεν προσπερνά ούτε τη μετανάστευση, αφού οι εμπνευστές της ΤΤΙΡ υφαρπάζουν την αρμοδιότητα εφαρμογής κοινής πολιτικής στα σύνορα -αναμφίβολα για να διευκολύνουν την είσοδο όσων έχουν ένα προϊόν ή μια υπηρεσία να πουλήσουν σε βάρος των υπολοίπων.
Τους τελευταίους μήνες, ο ρυθμός των διαπραγματεύσεων επιταχύνεται. Στην Ουάσινγκτον, έχουν σοβαρούς λόγους να πιστεύουν ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες είναι έτοιμοι για οτιδήποτε μπορεί να τονώσει την οικονομική ανάπτυξη που καρκινοβατεί, ακόμη κι αν το τίμημα είναι η εγκατάλειψη του κοινωνικού συμβολαίου. Το επιχείρημα των υποστηρικτών της ΤΤΙΡ, σύμφωνα με το οποίο το απορρυθμισμένο, ελεύθερο εμπόριο θα διευκολύνει τις εμπορικές συναλλαγές και, επομένως, θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας, φαίνεται να βαρύνει περισσότερο από τον φόβο ενός κοινωνικού σεισμού. Οι ισχύοντες τελωνειακοί φραγμοί μεταξύ Ευρώπης και Ηνωμένων Πολιτειών είναι, πάντως, « ήδη πολύ χαμηλοί », όπως αναγνωρίζει ο Αμερικανός αντιπρόσωπος σε θέματα Εμπορίου [12]. Οι ίδιοι οι πρωτεργάτες της ΤΤΙΡ παραδέχονται ότι κύριος στόχος τους δεν είναι να ελαφρύνουν τους, έτσι κι αλλιώς ασήμαντους, τελωνειακούς περιορισμούς, αλλά να επιβάλλουν « την εξαφάνιση, τον περιορισμό ή την αποτροπή περιττών εθνικών πολιτικών [13] », όπου « περιττό » θεωρείται οτιδήποτε επιβραδύνει τη ροή των εμπορευμάτων, όπως η ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα, η μάχη κατά της υπερθέρμανσης του πλανήτη ή η άσκηση της δημοκρατίας.
Είναι αλήθεια ότι οι ελάχιστες μελέτες σχετικά με τις συνέπειες της ΤΤΙΡ δεν στέκονται καθόλου στις κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις. Μια έκθεση του Ευρωπαϊκού Κέντρου Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας (European Centre for international political Economy, Ecipe), η οποία αναφέρεται συχνά, διαβεβαιώνει, με το κύρος ενός εμπορικού Νοστράδαμου, ότι η ΤΤΙΡ θα αποφέρει στους κατοίκους της διατλαντικής αγοράς επιπλέον κατά κεφαλήν εισόδημα 3 λεπτών την ημέρα, από το... 2029 [14].
Παρά την αισιοδοξία της, η ίδια μελέτη υπολογίζει μόνο σε 0,06% την αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) σε Ευρώπη και Ηνωμένες Πολιτείες με την έναρξη ισχύος της ΤΤΙΡ. Και αυτό το « αποτέλεσμα » είναι σε μεγάλο βαθμό εκτός πραγματικότητας, στο μέτρο που οι συντάκτες της μελέτης έχουν ως αρχή ότι το ελεύθερο εμπόριο προσδίδει « δυναμισμό » στην οικονομική ανάπτυξη, θεωρία που διαψεύδεται διαρκώς από τα γεγονότα. Άλλωστε, μια τόσο απειροελάχιστη αύξηση του ΑΕΠ θα ήταν ανεπαίσθητη. Ως μέτρο σύγκρισης, η πέμπτη έκδοση του iPhone της Apple προκάλεσε στις Ηνωμένες Πολιτείες οκτώ φορές σημαντικότερη αύξηση του ΑΕΠ.
Σχεδόν όλες οι μελέτες για την ΤΤΙΡ έχουν χρηματοδοτηθεί από ιδρύματα που διάκεινται ευνοϊκά προς το ελεύθερο εμπόριο ή από εργοδοτικές οργανώσεις, λόγος για τον οποίο το κοινωνικό κόστος της συμφωνίας δεν εμφανίζεται πουθενά, όπως και τα άμεσα θύματά της, τα οποία, όμως, θα μπορούσαν να ανέλθουν σε εκατοντάδες εκατομμύρια πολίτες. Πάντως, το παιχνίδι δεν έχει ακόμη κριθεί. Όπως έδειξαν οι δυσάρεστες περιπέτειες της ΠΣΕ, της FTAA και ορισμένων γύρων διαπραγματεύσεων του ΠΟΕ, η χρησιμοποίηση του « εμπορίου » ως Δούρειου Ίππου για την εξάρθρωση της κοινωνικής προστασίας και την εγκαθίδρυση της χούντας των επιχειρηματιών απέτυχε πολλές φορές κατά το παρελθόν. Τίποτε δεν προδικάζει ότι θα πετύχει τώρα.

Notes

[1] Βλ. « Le nouveau manifeste du capitalisme mondial », Le Monde diplomatique, Φεβρουάριος 1998.
[2] « Some secrecy needed in trade talks : Ron Kirk », Reuters, 13-5-12.
[3] Zach Carter, « Elizabeth Warren opposing Obama trade nominee Michael Froman », 19 Ιουνίου 2013.
[5] Andrew Martin, « Treaty disputes roiled by bias charges », 10-7-13.
[7] « Ecuador to fight oil dispute fine », Agence France-Presse, 13-10-12.
[8] Σχόλια για τη συμφωνία διατλαντικής συνεργασίας, έγγραφο του ΒΙΟ, Ουάσινγκτον, Μάιος 2013.
[11] « Europe admits speculation taxes a WTO problem », Public Citizen, 30-4-10.
[12] Αλληλογραφία του Demetrios Marantis, Αμερικανού αντιπροσώπου για θέματα Εμπορίου, στον John Boehner, εκπρόσωπο των Ρεπουμπλικάνων στο Κογκρέσο, Ουάσινγκτον, 20 Μαρτίου 2013, http://ec.europa.eu
[14] « TAFTA’s trade benefit : A candy bar », Public Citizen, 11-7-13.

Γιατί οι μελέτες των οικονομολόγων καταλήγουν πάντα υπέρ των νεοφιλελεύθερων πολιτικών ή πώς τα οικονομικά έγιναν οικονομικά, Γ. Καλλής

Κατά τη διάρκεια των προηγούμενων εκλογών άκουσα σε μια ραδιοφωνική εκπομπή τον Ανδρέα Ανδριανόπουλο να αναρωτιέται: «Μα οι οικονομολόγοι του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. πού τα έμαθαν αυτά τα οικονομικά; Στα πανεπιστήμια που ξέρω εγώ», είπε, «δεν διδάσκονται τέτοια πράγματα».
Άδικο δεν είχε. Στα ορθόδοξα, «νεοκλασικά» όπως ονομάζονται, οικονομικά που διδάσκονται στα περισσότερα τμήματα οικονομικών στις μέρες μας είναι αδύνατο πια να βρει κανείς κάτι που να υποστηρίζει έστω και στο ελάχιστο μια ριζοσπαστικά αριστερή άποψη. Οι πιο «αριστερές» απόψεις που μπορεί να βρει κανείς είναι πλησίον της Δεξιάς των φιλελεύθερων Αμερικανών δημοκρατικών, δοξασίες δηλαδή της ελεύθερης αγοράς, αλλά με κάποια αποδοχή του θετικού ρόλου που μπορεί να παίξει το κράτος. Για πιο ριζοσπαστικές, ή έστω ευρωσοσιαλδημοκρατικές απόψεις, ούτε λόγος να γίνεται. Οι μελέτες που δημοσιεύονται στα πλέον έγκυρα περιοδικά του κλάδου, όπως το American Economic Review ή το Quarterly Journal of Economics, καταρρίπτουν κατά κανόνα την όποια παραχώρηση στους εργαζομένους με πολύπλοκα μοντέλα τα οποία ουσιαστικά εκφράζουν, με τη γλώσσα των μαθηματικών, την απλή ιδέα ότι τα όποια κέρδη για τους εργαζομένους θα είναι ζημιά για τις επιχειρήσεις που τους πληρώνουν, και εντέλει για τους ίδιους τους εργαζομένους. Ορισμένα από τα πιο κοφτερά μυαλά της εποχής μας φαίνεται να έχουν κάνει σκοπό της ζωής τους, συνειδητά ή όχι, την υπεράσπιση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Κατά τον Richard Nelson, τα οικονομικά λειτουργούν πια σαν θρησκεία. Ο Serge Latouche αποκάλεσε τους οικονομολόγους ως τους σύγχρονους ιερείς του καπιταλισμού. Πώς και πότε όμως έγιναν τα οικονομικά η θρησκεία του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και πώς αυτή η κατάσταση αναπαράγεται στις μέρες μας;
Πειθάρχηση και ανταγωνισμός στα κορυφαία πανεπιστήμια: μια προσωπική μαρτυρία
Αν ρωτήσεις έναν οικονομολόγο γιατί οι μελέτες τους καταλήγουν πάντα υπέρ των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, θα σου απαντήσει με σιγουριά ότι αυτό γίνεται γιατί αυτή είναι η αλήθεια. Αυτό δηλαδή δείχνουν τα εμπειρικά δεδομένα. Και αν προσπαθήσεις να ελέγξεις μόνος σου αν είναι όντως έτσι, θα πέσεις σε έναν τοίχο από πολύπλοκα μαθηματικά και στατιστικά μοντέλα, τα οποία για να τα καταλάβεις πρέπει να σπουδάζεις οικονομικά επί χρόνια.
Το συνειδητοποίησα αυτό πέρσι, γυρίζοντας στα θρανία για ένα μάστερ οικονομικών στη διάσημη σχολή του Πανεπιστημίου Pompeu Fabra της Βαρκελώνης, όντας πια μόνιμος καθηγητής πολιτικής οικολογίας σε άλλο πανεπιστήμιο της ίδιας πόλης. Μάθημα το μάθημα έκανα άσκηση υπομονής διαβάζοντας άρθρα τα οποία υποστήριζαν ότι «η παγκοσμιοποίηση και η ελεύθερη κίνηση των κεφαλαίων είναι για το καλύτερο», «το ελεύθερο εμπόριο είναι καλό αλλά η ελεύθερη μετακίνηση των εργαζομένων όχι», «οι ανισότητες μειώνονται», «το 1% είναι τόσο πλούσιο γιατί το αξίζει», «η κρίση ήταν σφάλμα των πολιτικών που δεν ρύθμισαν τις αγορές, αλλά όποια παρέμβασή τους στην αγορά μπορεί να κάνει τα πράγματα μόνο χειρότερα», «η βοήθεια στον Τρίτο Κόσμο τον ζημιώνει», «το χρήμα μάς κάνει ευτυχισμένους», «η δημοκρατία είναι καλή για τις πλούσιες χώρες και η δικτατορία για τις φτωχές», «η Δύση επικράτησε γιατί είμαστε εξυπνότεροι και ανακαλύψαμε τον καπιταλισμό» ή «οι Ρώσοι καλά έκαναν τις ιδιωτικοποιήσεις όπως τις έκαναν» (δεν υπερβάλλω, όλα αυτά είναι παραδείγματα από πραγματικά άρθρα δημοσιευμένα στα κορυφαία περιοδικά του κλάδου). Να επικρίνω αυτά τα συμπεράσματα ήταν αδύνατο. «Κατάλαβε πρώτα το μοντέλο, και αν έχεις αντιρρήσεις, να τις εκφράσεις στη γλώσσα του», ήταν η απάντηση των καθηγητών μου. Φυσικά, για να φτάσω να χειρίζομαι τη μαθηματική γλώσσα των νεοκλασικών οικονομικών στο κατάλληλο επίπεδο θα έπρεπε να κάνω τουλάχιστον διδακτορικό. Όχι μόνο ήταν αργά για ένα ακόμα διδακτορικό, αλλά δεν είχα και καμιά διάθεση να περνάω τον χρόνο μου με διαφορικές εξισώσεις αντί να διαβάζω κοινωνική θεωρία που μου αρέσει πολύ.
Εκεί συνειδητοποίησα ότι ο λόγος για την ακραία χρήση των μαθηματικών στα οικονομικά σε σχέση με τις άλλες κοινωνικές επιστήμες δεν είναι η όποια συμβολή τους στη λογική διατύπωση μιας υπόθεσης, αλλά η χρήση τους ως ελεγκτικός μηχανισμός μύησης σε μια κλειστή κοινότητα και πειθάρχησης των συμμετεχόντων σε αυτή. Για να «μιλήσεις» τη γλώσσα της κοινότητας, πρέπει να γίνεις δεκτός και να εκπαιδευτείς από αυτήν. Αλλά για να γίνεις δεκτός πρέπει να δεχτείς τις παραδοχές της κοινότητας, πρώτα πρώτα την ίδια τη χρήση των μαθηματικών ως γλώσσα έκφρασης και τις πλείστες άλλες υποθέσεις που κάνουν εφικτή τη μαθηματικοποίηση της κοινωνικής συμπεριφοράς, όπως την παραδοχή ότι το μόνο που θέλουμε σαν άνθρωποι είναι να μεγιστοποιήσουμε τις χρηματικές μας απολαβές. Η παραδοχή αυτή ήδη περιορίζει το εύρος των συμπερασμάτων στα οποία μπορείς να καταλήξεις. Αν είμαστε μια κοινωνία φιλοχρήματων εγωιστών, είναι λογικό ότι ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός είναι το καλύτερο σύστημα για μας.
Η πολιτική λογοκρισία εντός της κοινότητας των οικονομολόγων βέβαια ασκείται και με άλλους, λιγότερο έμμεσους τρόπους. Δεδομένου ότι ο ανταγωνισμός για μια θέση στα κορυφαία πανεπιστήμια είναι πολύ έντονος, είναι αδύνατο να γίνει δεκτός κάποιος που θέλει για παράδειγμα να αποδείξει ότι το ελεύθερο εμπόριο είναι στυγνή εκμετάλλευση των αδυνάτων από τους ισχυρούς, όταν η υπόλοιπη κοινότητα και οι περισσότεροι καθηγητές εργάζονται να αποδείξουν ότι το ελεύθερο εμπόριο είναι καλό για χίλιους μύριους λόγους. Θέλοντας και μη, ένας νέος φοιτητής μαθαίνει γρήγορα τα όρια του τι μπορεί και τι δεν μπορεί να ειπωθεί εντός της κοινότητας. Ο μόνος δρόμος που μένει για τα ανήσυχα μυαλά που θέλουν να σπουδάσουν και να διδάξουν οικονομικά είναι αυτός της υπομονής, δηλαδή «κάνε ότι δεν καταλαβαίνεις» προς το παρόν και δούλευε με τα υπάρχοντα μοντέλα, υποστήριξε τις θέσεις που θα σου δώσουν μια θέση σε ένα τμήμα οικονομικών, και αν μπορείς, κάνεις κάτι ψιλοπροοδευτικό για τη συνείδησή σου, όπως το να δείξεις ότι και λίγη κρατική παρέμβαση στο ελεύθερο εμπόριο δεν είναι δα και καταστροφή. Αν με το καλό περάσεις όλη αυτή τη διαδικασία αλώβητος, και οι πολιτικές σου απόψεις ή το πώς βλέπεις την ανθρώπινη φύση δεν έχουν αλλοιωθεί από το εργασιακό περιβάλλον σου, ίσως μια μέρα μπορέσεις να πεις κάτι πιο ριζοσπαστικό χωρίς να διακινδυνεύσεις να εξοβελιστείς από την κοινότητα. Αυτό έκαναν οικονομολόγοι όπως ο Paul Krugman ή ο Joseph Stiglitz, οι οποίοι αφού καταξιώθηκαν ή πήραν Νομπέλ, βρήκαν το θάρρος να πάρουν θέση κατά των ιδιωτικοποιήσεων και να στηλιτεύσουν τις αυξανόμενες ανισότητες. Η έρευνα για την οποία όμως έγιναν γνωστοί ήταν για τελείως άλλα θέματα και ήταν πολύ λιγότερο ριζοσπαστική από τις μετέπειτα απόψεις τους. Το αποτέλεσμα είναι ότι εντός της κοινότητας των οικονομολόγων αυτές οι πιο πρόσφατες αριστερές ιδέες τους έχουν μικρό κύρος και ελάχιστη επιρροή, για παράδειγμα στη διδακτική ύλη. Παρά τα Νομπέλ, πολλοί καθηγητές μου στο μάστερ αντιμετώπιζαν τον Krugman ή τον Stiglitz ως παρίες της κοινότητας, «καλοί παλιά, αλλά στα γεράματα άφησαν την επιστήμη και το ’ριξαν στην πολιτική»(!).
Πώς δημιουργήθηκε αυτή η κλειστή «κοινότητα αλήθειας» που τώρα είναι τόσο δύσκολο να αλλάξει; Νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι όπως ο κ. Ανδριανόπουλος θα ήθελαν να πιστέψουμε ότι, πολύ απλά, οι καλύτεροι οικονομολόγοι επικράτησαν. Όταν εμπνευσμένοι από το κίνημα Occupy μαθητές του Harvard αποχώρησαν από την τάξη του γνωστού οικονομολόγου Gregory Mankiw διαμαρτυρόμενοι ότι τα οικονομικά που διδάσκονται είναι ιδεολογία και ότι δεν λένε τίποτα για τις ανισότητες και τις αποτυχίες του καπιταλισμού, ο τελευταίος έδωσε μια απάντηση του τύπου «μα αυτά είναι τα οικονομικά, αυτά λέει η επιστήμη, δεν μπορούμε να διδάξουμε αυτά που θέλετε να ακούσετε». Κατά τον κ. Mankiw, όπως και κατά τον κ. Ανδριανόπουλο, στη μάχη των ιδεών έχουν επιβιώσει οι καλύτερες, και αν αυτές δεν ταιριάζουν με τις πολιτικές πεποιθήσεις ορισμένων αριστερών, είναι γιατί οι πεποιθήσεις των τελευταίων είναι λάθος.
Μόνο που η μάχη μέσα από την οποία επικράτησαν οι νεοφιλελεύθερες ιδέες ήταν άλλης φύσης και όχι επιστημονικής όπως μας θυμίζει μια ξεχασμένη ιστορία από το Harvard την οποία οικονομολόγοι όπως ο κ. Ανδριανόπουλος ή ο κ. Mankiw θα προτιμούσαν να μη γνωρίζουμε.
Η μάχη του Harvard, το F.B.I. και η κριτική στην ακραία μαθηματικοποίηση των οικονομικών
Τον Σεπτέμβριο του 1968 στο Πανεπιστήμιο του Αν Άρμπορ στο Μίσιγκαν, καμιά δεκαριά διδακτορικοί φοιτητές οικονομικών ίδρυσαν την Ένωση για τη Ριζοσπαστική Πολιτική Οικονομία. Σύντομα η ένωση αρίθμησε πολλές δεκάδες μέλη, αποτελούμενη από νέους οικονομολόγους αριστερών πεποιθήσεων, που είχαν γαλουχηθεί στα κινήματα της δεκαετίας του ’60. Τη συναρπαστική, και τραγική, ιστορία των ριζοσπαστών οικονομολόγων αφηγείται ο Tiago Mata στη διατριβή του για την ιστορία των επιστημών στο L.S.E.1 Το μανιφέστο των ριζοσπαστών –το οποίο παρουσίασαν δυναμικά 25 μέλη εισβάλλοντας στην ετήσια συνάντηση του American Economic Association (Α.Ε.Α.), της Αμερικανικής Ένωσης Οικονομικών δηλαδή, το 1970– κατηγορούσε την κοινότητα των οικονομολόγων για συντηρητισμό και για υποκρισία αντικειμενικότητας, αφού σκοπός της ήταν να υποστηρίζει το status quo και να παρέχει τα θεωρητικά εργαλεία που χρειάζονταν οι ελίτ. Το μοντέλο του οριακού κόστους, το οποίο επέτρεπε τη μαθηματικοποίηση των οικονομικών, είναι στη βάση του ιδεολογικό, υποστήριζαν οι νεαροί ριζοσπάστες, αφού εξετάζει μόνο οριακές αλλαγές εντός του υπάρχοντος συστήματος, ξεκινώντας από την παραδοχή ότι το ίδιο το σύστημα δεν μπορεί να αλλάξει. Οι οικονομολόγοι προσφέρουν εργαλεία για την καλύτερη διαχείριση του καπιταλισμού, αλλά αυτό που απαιτείται είναι η ριζική αλλαγή του, όχι η «οριακή» βελτίωση, υποστήριζαν.
Η καρδιά του κινήματος βρισκόταν στο Harvard, τη Μέκκα των Οικονομικών, όπου τέσσερις νεαροί λέκτορες, ο Samuel Bowles, ο Herbert Gintis, ο Arhtur McEwan και ο Thomas Weisskopf, άρχισαν να διδάσκουν το 1969 ένα μάθημα με τον εύγλωττο τίτλο «Το καπιταλιστικό σύστημα: Σύγκρουση και εξουσία» το οποίο παρακολουθούσαν 750 μαθητές. Η πλειονότητα των οικονομολόγων του Harvard θεωρούσε το μάθημα αυτό «ντροπή», άλλοι όμως, όπως ο σημαίνων John Kenneth Galbraith, πρόεδρος μάλιστα εκείνη την περίοδο της Α.Ε.Α., ανώτατου οργάνου των Αμερικανών οικονομολόγων, υποστήριζαν τους νέους ριζοσπάστες. Στον προεδρικό του λόγο το 1969, ο οποίος προκάλεσε πλήθος αντιδράσεων από τη συντηρητική πλειονότητα της κοινότητας, ο Galbraith υποστήριξε ότι τα οικονομικά εξελίσσονται σε ένα σύστημα πεποιθήσεων που αποκλείει τις πιο σημαντικές πλην όμως ενοχλητικές ερωτήσεις. «Οι νέοι ριζοσπάστες έρχονται να ξυπνήσουν την κοινότητα από τον λήθαργό της», διεμήνυσε.
Τα οικονομικά στο τέλος της δεκαετίας του ’60 ήταν πολύ πιο ανοιχτά και πολύ λιγότερο συντηρητικά από ό,τι σήμερα. Ο Galbraith, για παράδειγμα, γνωστός στα μέρη μας ως διανοούμενος αναφοράς του Ανδρέα Παπανδρέου κατά την πιο επαναστατική του περίοδο, είχε απόψεις που θα τις χαρακτηρίζαμε σήμερα αριστερές-σοσιαλδημοκρατικές. Το συνέδριο της Α.Ε.Α. το 1969 είχε θεματικές ενότητες για «το Μιλιταριστικό-Βιομηχανικό Σύμπλεγμα», «τις αντιφάσεις του καπιταλισμού» ή «τη φορολόγηση των πλουσίων», τίτλοι που αν παρουσιάζονταν σε συνέδριο οικονομικών σήμερα θα προκαλούσαν ανατριχίλα στους παρευρισκομένους. Προοδευτικοί συνάδελφοι του Galbraith στο Harvard, όπως ο Albert Hirschman ή οι νομπελίστες Wassily Leontief και Kenneth Arrow, δεν ήταν αριστεροί όπως οι νέοι ριζοσπάστες, αλλά ήταν ανοιχτοί στον πλουραλισμό απόψεων, όντας κριτικοί της ακραίας μαθηματικοποίησης των οικονομικών αλλά και της διαφαινόμενης ανάδυσης μιας «ορθοδοξίας» γύρω από το νεοκλασικό μοντέλο. Οι διαφορές αυτές άρχισαν να συνδέονται με άλλες πολιτικές διαμάχες στο Harvard. Το προοδευτικό μπλοκ των καθηγητών συγκρουόταν με τους συντηρητικούς στο θέμα των, αυξανόμενων τότε, φοιτητικών διαδηλώσεων και καταλήψεων κατά του πολέμου του Βιετνάμ και κατά της επέκτασης των κτιρίων του Harvard σε υποβαθμισμένες περιοχές. Επίσης συσχετιζόταν άμεσα με το ζήτημα της διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου, δηλαδή τη μεταφορά της εξουσίας από το καθηγητικό σώμα στη διοίκηση, εν μέρει για να επιτραπεί η πάταξη του φοιτητικού κινήματος, αλλαγή στην οποία το προοδευτικό μπλοκ με πρώτο τον Galbraith εναντιωνόταν.
Η εξόντωση και η απομόνωση του κινήματος των ριζοσπαστών οικονομολόγων άρχισαν το 1972 με κύμα απολύσεων σε όλα τα πανεπιστήμια της Αμερικής. Ο ένας μετά τον άλλον οι νεαροί τότε οικονομολόγοι, μερικά από τα μεγαλύτερα ταλέντα της γενιάς τους, είδαν τις αιτήσεις τους για μονιμότητα να απορρίπτονται. Εκ των υστέρων έγινε γνωστό ότι το F.B.I. είχε χρηματοδοτήσει την εκστρατεία εναντίον ορισμένων από αυτούς. Από το Harvard εκδιώχθηκαν αργά ή γρήγορα και οι τέσσερις νέοι ριζοσπάστες, με πιο εμβληματική την περίπτωση του Samuel Bowles, ο οποίος θεωρούνταν, δίκαια όπως αποδείχθηκε αργότερα, ένα από τα πιο δυνατά μυαλά της γενιάς του. Κατά τη διαδικασία της κρίσης του, το μπλοκ των προοδευτικών μειοψήφησε (21-5 ήταν το τελικό αποτέλεσμα) και ήταν πλέον φανερό ότι είχε απομονωθεί εντός του τμήματος. Όπως μου διηγήθηκε ο βιογράφος του Albert Hirschman, τον οποίο είχα την τύχη να γνωρίσω στη Βοστώνη, η απόρριψη του Bowles ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, με τον Leontief, τον Galbraith, τον Hirschman και τον Arrow, όλοι τεράστια ονόματα στα οικονομικά, να εγκαταλείπουν «οικειοθελώς» το Harvard τα επόμενα χρόνια. Δεν μιλάμε εδώ για κάποιους ακραίους αριστερούς. Ο Leontief ήταν διευθυντής του περίφημου προγράμματος οικονομικής έρευνας του Harvard από το 1949 έως και την αναχώρησή του, και επιβλέπων ορισμένων από τους σημαντικότερους νεοκλασικούς οικονομολόγους του 20ού αιώνα, όπως ο Paul Samuelson και ο Robert Solow.
Οι νεαροί ριζοσπάστες οικονομολόγοι εξοβελίστηκαν σε μικρότερα πανεπιστήμια περιορισμένου κύρους, όπως το New School στη Νέα Υόρκη ή το University of Massachusetts στο Άμχερστ, όπου βρήκε καταφύγιο ο Bowles ιδρύοντας εκεί κέντρο για τα ριζοσπαστικά οικονομικά στο οποίο προσέλαβε τον Gintis και τους γνωστούς σήμερα (και από τα δημοφιλή βίντεό τους για την κρίση στο youtube) μαρξιστές οικονομολόγους Stephen Resnick και Richard Wolff, οι οποίοι είχαν διωχθεί από το Yale. Στα τέλη του 1970 το Harvard είχε «καθαρίσει» όχι μόνο από ριζοσπάστες και μαρξιστές, αλλά και από τους μετριοπαθείς ρεπουμπλικάνους ή σοσιαλδημοκράτες όπως ο Hirschmann, ο Leontief και ο Galbraith. Μόνη εξαίρεση είναι έως σήμερα ο Stephen Marglin, ο οποίος διδάσκει ακόμα το μάθημα της ριζοσπαστικής οικονομίας, και τη γλίτωσε μάλλον επειδή τότε δεν ήταν μαρξιστής αλλά έγινε αργότερα. Το ξεκαθάρισμα στο Harvard –και παρομοίως στα Yale, M.I.T. και άλλα σημαίνοντα πανεπιστήμια– όχι μόνο διασφάλισε ότι η επόμενη γενιά οικονομολόγων η οποία θα καταλάμβανε θέσεις εξουσίας, θα παρέμενε αμόλυντη από αριστερές ιδέες, αλλά και συμβολικά διαμήνυσε ότι όποιος θέλει να κάνει καριέρα, καλά θα κάνει να ξεχάσει τις ριζοσπαστικές ιδέες.
Η αντικειμενικότητα στα οικονομικά και το «μασάζ» των δεδομένων
Οι κρίσεις και οι απολύσεις στηρίχτηκαν φυσικά σε «επιστημονικά» κριτήρια και όχι σε πολιτικά. Ήταν αυτή την περίοδο κατά την οποία η επιστημονικότητα στα οικονομικά ταυτίστηκε όχι μόνο με τη μαθηματικοποίηση, στην οποία άλλωστε ριζοσπάστες όπως ο Bowles ή ο Gintis διέπρεπαν, αλλά με τη χρήση του νεοκλασικού μοντέλου. Παραδόξως οι επιτροπές κρίσης μπόρεσαν να υποστηρίξουν ότι οι νεοφιλελεύθερες αφετηρίες και παραδοχές του νεοκλασικού μοντέλου είναι «αντικειμενικές» και «μη πολιτικές», σε αντίθεση με τις εναλλακτικές παραδοχές των ριζοσπαστών, αφού οι τελευταίοι ήταν ειλικρινείς στο ότι η επιλογή των ερωτήσεων και των υποθέσεών τους είχε πολιτικά κίνητρα.
Η πολιτική υποκειμενικότητα είναι αναπόφευκτη στην κοινωνική επιστήμη, και υπεισέρχεται όχι μόνο στην επιλογή του θέματος που θα διερευνήσεις, κάτι που και οι πλέον συντηρητικοί οικονομολόγοι παραδέχονται, αλλά και στις υποθέσεις που θα διατυπώσεις και των οποίων η επιβεβαίωση ή η απόρριψη έχει πολιτικές επιπτώσεις. Οι ορθόδοξοι οικονομολόγοι ξεπερνούν αυτόν τον σκόπελο ακολουθώντας την επιστημολογική θέση του Milton Friedman, ο οποίος υποστήριξε ότι το ιδεολογικό υπόβαθρο μιας υπόθεσης εντέλει δεν έχει σημασία και είναι υπ’ αυτή την έννοια αντικειμενικό. Η τύχη της όποιας υπόθεσης κρίνεται πάντα από τα εμπειρικά δεδομένα. Δεν έχει σημασία αν είμαστε όντως φιλοχρήματοι εγωιστές, είπε ο Friedman. Το θέμα είναι αν μοντέλα τα οποία μας αντιμετωπίζουν «ως εάν» είμαστε φιλοχρήματοι εγωιστές, προβλέπουν καλύτερα ή όχι από άλλα μοντέλα, τα οικονομικά δεδομένα.
Όποιος όμως έχει κάνει έστω και λίγη στατιστική οικονομετρία, ξέρει ότι ο ιδεατός αυτός έλεγχος της θεωρίας με βάση την πραγματικότητα απέχει παρασάγγας από το τι συμβαίνει στην πράξη. Στην ουσία η οικονομετρική υποστήριξη μιας θεωρίας είναι μια «τέχνη», τέχνη η οποία βασίζεται είτε, στη χειρότερη περίπτωση, στο «μασάζ» των δεδομένων και της παρουσίασής τους είτε, στην καλύτερη, στο μασάζ των υποθέσεων ώστε να ταιριάξουν αυτό που μπορεί να υποστηριχτεί με τα δεδομένα. Επιπλέον η ιδιαιτερότητα των κοινωνικών επιστημών σε σχέση με τις φυσικές είναι ότι τα συμπεράσματα της κοινωνικής έρευνας ενδέχεται να αλλάξουν την ίδια την πραγματικότητα την οποία επιχειρούν να περιγράψουν. Η κοινωνία μας για παράδειγμα έχει αλλάξει ως αποτέλεσμα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που βασίστηκαν στη νεοκλασική οικονομική έρευνα, με αποτέλεσμα σήμερα να μοιάζουμε όλο και πιο πολύ στους φιλοχρήματους εγωιστές των νεοκλασικών παραδοχών. Υπό μία έννοια οι προβλέψεις της νεοκλασικής θεωρίας επιβεβαιώνονται χωρίς να ήταν σωστές.
Τα οικονομικά δεν είναι η μόνη κοινωνική επιστήμη στην οποία γίνεται –με τη χρήση του λόγου ή των μαθηματικών, δεν έχει σημασία– αλληλοπροσαρμογή των εμπειρικών δεδομένων και των θεωρητικών προτύπων (αν και είναι η μόνη που συνεχίζει να προσποιείται ότι αυτό δεν συμβαίνει). Η κοινωνική και βιοφυσική πραγματικότητα θέτει όντως όρια σε οποιαδήποτε ιδεολογικά ορμώμενη υπόθεση, τα οποία ένας ειλικρινής με τον εαυτό του επιστήμονας σέβεται, οπότε αλλάζει και προσαρμόζει τη θεωρία όταν αυτή δεν ταιριάζει με την πραγματικότητα, αντί να πλαστογραφήσει τα δεδομένα. Ο ρόλος της επιστημονικής κοινότητας όμως είναι κρίσιμος σε αυτή τη διαδικασία αφού ελέγχει το πόσο πειστική, λογικά συνεκτική και τεχνικά άρτια είναι η προσαρμογή αυτή των θεωριών και των εμπειρικών δεδομένων, ξεχωρίζοντας έτσι τις καλώς από τις κακώς διατυπωμένες και υποστηριζόμενες ιδέες, ανεξάρτητα από το πολιτικό και ιδεολογικό υπόβαθρό τους. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο είναι σημαντικό μια επιστημονική κοινότητα στις κοινωνικές επιστήμες να είναι ιδεολογικοπολιτικά πλουραλιστική, ώστε κανείς να μην αισθάνεται ασφάλεια ότι η πρότασή του θα περάσει μόνο αν συμφωνεί με την κοινή ιδεολογία της κοινότητας, ειδάλλως θα εξεταστεί εξονυχιστικά και (υπό μία έννοια) λογοκριθεί.
Το ιδεολογικό ξεκαθάρισμα εντός της οικονομικής κοινότητας τη δεκαετία του ’70 και η εξάλειψη του ιδεολογικού πλουραλισμού έκανε αδύνατο τον όποιο αντικειμενικό και κριτικό έλεγχο των νεοφιλελεύθερων υποθέσεων και «αποδείξεων», τις οποίες έτσι ανήγαγαν σε ένα είδος «ορθοδοξίας». Το ίδιο έχει συμβεί και σε άλλες κοινωνικές επιστήμες, όπως στην ανθρωπογεωγραφία για παράδειγμα όπου έχουν επικρατήσει οι ριζοσπάστες αριστεροί και οι μαρξιστές, πολλοί από τους οποίους αποκλεισμένοι από τα οικονομικά βρήκαν εκεί σπίτι. Το θέμα είναι: άλλο οικονομικά και άλλο γεωγραφία. Τα οικονομικά ασκούν πολύ μεγαλύτερη επιρροή σε αποφάσεις που επηρεάζουν την καθημερινότητα όλων μας. Η τρόικα δεν διαβάζει Harvey ή Massey. Επίσης η έλλειψη ιδεολογικής ποικιλίας στην ανθρωπογεωγραφία αποτελεί μάλλον την εξαίρεση, αφού στις υπόλοιπες κοινωνικές επιστήμες τα πράγματα είναι πολύ πιο μοιρασμένα.
Εντός των οικονομικών, ακόμα και προσεγγίσεις που είναι άκρως μαθηματικές και διόλου ριζοσπαστικές, όπως τα εξελικτικά οικονομικά της πολυπλοκότητας τα οποία ανέπτυξε ο Gintis όταν εγκατέλειψε τις νεανικές του ανησυχίες, θεωρούνται σήμερα «ετερόδοξες» και δύσκολα βρίσκουν χώρο στα κορυφαία περιοδικά και τμήματα του χώρου. Υπάρχει φυσικά πληθώρα από κοινότητες ετερόδοξων οικονομολόγων, όπως τα οικολογικά οικονομικά, η κοινότητα της οποίας είμαι μέλος ή η ομοσπονδία για την πολιτική οικονομία, στην οποία συμμετέχουν πολλοί αριστεροί οικονομολόγοι και γεωγράφοι. Όλοι αυτοί όμως είναι αποκλεισμένοι από τα κορυφαία πανεπιστήμια και τμήματα οικονομικών των Η.Π.Α. ή της Αγγλίας, στα οποία εκπαιδεύονται τα πιο προικισμένα μυαλά και οι μελλοντικοί οικονομολόγοι που καταλαμβάνουν σημαίνουσες θέσεις στα κέντρα αποφάσεων, στα υπουργεία, στους διεθνείς οργανισμούς ή στην Ε.Ε. Στα ίδια αυτά πανεπιστήμια παράγεται επίσης η γνώση που ορίζει την επιστήμη και διαμορφώνει το διδακτικό υλικό με τα οποία «καθοδηγούνται» χιλιάδες άλλοι νέοι οικονομολόγοι σε όλα τα μέρη της γης.
Πως μπορεί να ξεπεραστεί η ορθοδοξία;
Όταν ξέσπασε η κρίση, η βασίλισσα Ελισάβετ υποτίθεται ότι σόκαρε τους οικονομολόγους ρωτώντας τους δημόσια σε μια ημερίδα στο L.S.E.: «Μα πώς σας ξέφυγε αυτό;». Η κοινότητα των οικονομολόγων προσποιήθηκε ότι το τράνταγμα της κρίσης στάθηκε αφορμή για ένα εσωτερικό ψάξιμο. Ουσιαστικά το μόνο που έγινε ήταν μια στροφή στην ξεχασμένη, μακροοικονομική έρευνα των κρίσεων και μια παραγωγή αναλύσεων οι οποίες ως συνήθως κατέληξαν στο ότι χρειαζόμαστε περισσότερο από το ίδιο. «Νέες φούσκες», «λιγότερη κρατική παρεμβολή» ή «απελευθέρωση των αγορών κεφαλαίου και των επενδυτικών προϊόντων και στον υπόλοιπο κόσμο». Η κρίση που ερχόταν διέφυγε από τους οικονομολόγους ακριβώς γιατί σκοπός τους έχει γίνει να μας διαβεβαιώνουν ότι όλα πάνε καλά και ότι θα πάνε ακόμα καλύτερα εάν απελευθερώσουμε ακόμα περισσότερο τις αγορές.
Μπορεί να αλλάξει αυτό; Φοβάμαι πως όχι. Λίγες ελπίδες υπάρχουν να αλλάξουν τα οικονομικά «από μέσα». Η «σφαγή» της δεκαετίας του ’70 έχει αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια της. Όπως μου είπε ο Duncan Foley, παλιός νεοριζοσπάστης, σήμερα καθηγητής στο New School, η αισιοδοξία που είχε ακόμα και έως τα τέλη της δεκαετίας του ’80 ότι τα οικονομικά θα αλλάξουν και ότι υπάρχει χώρος για ριζοσπαστικές απόψεις, έχει εξανεμιστεί σήμερα. Η κρίση έκανε τον σκληρό πυρήνα της οικονομικής κοινότητας να κλείσει τις γραμμές του ακόμα περισσότερο. Η ορθοδοξία έχει δημιουργήσει έναν ικανό και πειθαρχημένο στρατό που ακονίζει τα μοντέλα του και τις στατιστικές του και τις θέτει στην υπηρεσία των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Η αλλαγή θα έρθει μόνο από έξω, από την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα δηλαδή, η οποία μπορεί να καταστήσει τις υπηρεσίες αυτές των οικονομολόγων αχρείαστες, όπως δηλαδή έγινε κάποτε με την Εκκλησία και τους παπάδες.

Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2013

Συνέντευξη Στέφανου Τζουμάκα στο δημοσιογράφο Κ. Βαξεβάνη, 10 Δεκεμβρίου 2013, στο ΡΣ "Στο Κόκκινο, 105.5"

Συνέντευξη Στέφανου Τζουμάκα στο δημοσιογράφο Κ. Βαξεβάνη, 10 Δεκεμβρίου 2013, στο ΡΣ "Στο Κόκκινο, 105.5"


Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2013

«Η χρεωμένη Ευρώπη αναπαράγει τα δικά μας λάθη»

http://www.monde-diplomatique.gr/spip.php?article498
samedi 14 décembre 2013, par Correa Rafael , [Βασιλοπούλου Κορίνα (μτφ)]

Σε μια διάλεξή του στη Σορβόνη, στις 6 του περασμένου Νοεμβρίου, ο πρόεδρος του Εκουαδόρ, Ραφαέλ Κορέα, εγκάλεσε τους Eυρωπαίους ομολόγους του ως προς τον τρόπο που χειρίζονται την κρίση χρέους. Αυτός, όπως πιστεύει, χαρακτηρίζεται από μία και μοναδική εμμονή : να εξασφαλιστούν τα συμφέροντα των τραπεζών. Εδώ μας δίνει μια αναλυτική προσέγγιση του σκεπτικού του.

Εμείς οι Λατινοαμερικάνοι είμαστε ειδικοί στις κρίσεις. Όχι γιατί ίσως είμαστε πιο έξυπνοι από τους άλλους, αλλά γιατί τις έχουμε ζήσει όλες. Ο τρόπος που τις χειριστήκαμε μάλιστα ήταν τραγικός, διότι είχαμε μία και μόνη προτεραιότητα : να διασφαλίσουμε τα δικαιώματα του κεφαλαίου, έστω κι αν αυτό σήμαινε ότι η περιοχή θα βυθιζόταν σε μια μακροχρόνια κρίση χρέους. Σήμερα, παρατηρούμε με ανησυχία την Ευρώπη να ακολουθεί με τη σειρά της τον ίδιο δρόμο.

Τη δεκαετία του 1970, οι χώρες της Λατινικής Αμερικής μπήκαν σε μια κατάσταση εντατικής εξωτερικής χρέωσης. Η επίσημη ιστορία δηλώνει ότι η κατάσταση αυτή προέκυψε από τις πολιτικές « ανεύθυνων » κυβερνήσεων και τις συσσωρευμένες ανισότητες του μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης που υιοθετήθηκε στην ήπειρο μετά τον πόλεμο : τη δημιουργία, δηλαδή, μιας βιομηχανίας ικανής να παράγει τοπικά τα προϊόντα που εισάγονταν ή, άλλως, την « εκβιομηχάνιση δια της υποκατάστασης των εισαγωγών ».

Αυτή η εντατική χρέωση στην πράξη προωθήθηκε –και μάλιστα επιβλήθηκε– από τους διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς. Η υποτιθέμενη λογική τους υπαγόρευε ότι, χάρη στη χρηματοδότηση προγραμμάτων υψηλής αποδοτικότητας, τα οποία αφθονούσαν εκείνη την εποχή στις χώρες του τρίτου κόσμου, θα φτάναμε στην ανάπτυξη, ενώ τα κέρδη από αυτές τις επενδύσεις θα επέτρεπαν την αποπληρωμή του συσσωρευμένου χρέους.

Αυτό διήρκησε ώς τις 13 Αυγούστου του 1982, όταν το Μεξικό κήρυξε αδυναμία αποπληρωμής του χρέους. Από τότε, ολόκληρη η Λατινική Αμερική αναγκάστηκε να υποστεί τη διακοπή στην παροχή δανείων από το εξωτερικό, παράλληλα με την απότομη αύξηση των επιτοκίων του χρέους τους. Δάνεια τα οποία είχαν συναφθεί με κυμαινόμενα επιτόκια της τάξης του 4% με 6%, έφτασαν ξαφνικά στο 20%. Ο Μαρκ Τουέιν έλεγε : « Ο τραπεζίτης είναι κάποιος που σας δανείζει ομπρέλα όταν έχει λιακάδα και σας την ξαναπαίρνει μόλις αρχίσει να βρέχει… ».

Έτσι ξεκίνησε η δική μας « κρίση χρέους ». Τη δεκαετία του 1980, η Λατινική Αμερική πραγματοποίησε καθαρή μεταφορά πόρων προς τους πιστωτές της αξίας 195 δισ. δολαρίων (η σημερινή τους αξία ανέρχεται περίπου στα 554 δισ. δολάρια). Την ίδια εποχή, το εξωτερικό χρέος της περιοχής σκαρφάλωνε από τα 223 δισ. δολάρια το 1980, στα… 443 δισ. δολάρια το 1991 ! Κι αυτό όχι εξαιτίας νέων δανείων, αλλά λόγω της επαναχρηματοδότησης και της συσσώρευσης τόκων.

Στην πράξη, η Νότια Αμερική είδε τη δεκαετία του 1980 να κλείνει με τα ίδια επίπεδα κατά κεφαλήν εισοδήματος των μέσων της δεκαετίας του 1970. Κάνουν λόγο για μια « χαμένη δεκαετία για την ανάπτυξη ». Στην πραγματικότητα, αυτό που χάθηκε ήταν μια ολόκληρη γενιά.

Παρόλο που υπήρχε κοινό μερίδιο ευθύνης, οι κυρίαρχες χώρες, οι διεθνείς γραφειοκρατικοί οργανισμοί, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Παγκόσμια Τράπεζα και η Παναμερικανική Τράπεζα Ανάπτυξης (BID), καθώς φυσικά και οι διεθνείς ιδιωτικές τράπεζες απέδωσαν συνοπτικά τις δυσκολίες στην υπερχρέωση των κρατών (overborrowing). Δεν ανέλαβαν ποτέ την ευθύνη για το ρόλο που οι ίδιες διαδραμάτισαν στην ανεύθυνη παροχή δανείων(overlending), την άλλη όψη του προβλήματος.

Οι σοβαρές δημοσιονομικές κρίσεις και οι κρίσεις υπερσυσσώρευσης εξωτερικού χρέους που προκλήθηκαν από την καθαρή μεταφορά πόρων της Λατινικής Αμερικής προς τους πιστωτές της, οδήγησαν αρκετές χώρες της περιοχής να συντάξουν « επιστολές προθέσεως » τις οποίες υπαγόρευε το ΔΝΤ. Αυτές οι δεσμευτικές συμφωνίες επέτρεπαν τη λήψη δανείων από τον οργανισμό, καθώς και την εγγύησή του στην επαναδιαπραγμάτευση των διμερών χρεών που είχαν συναφθεί με τις πιστώτριες χώρες, όλες μέλη του Κλαμπ των Παρισίων.
Έλλειψη ηγετών και ιδεών

Τα προγράμματα δομικής προσαρμογής και σταθεροποίησης επέβαλαν τις γνωστές συνταγές : δημοσιονομική λιτότητα, αύξηση στις τιμές των δημοσίων υπηρεσιών, ιδιωτικοποιήσεις κ.λπ.. Ένα σωρό μέτρα, τα οποία δεν είχαν στόχο να οδηγήσουν στην έξοδο από την κρίση το συντομότερο δυνατό ούτε να ενισχύσουν την ανάπτυξη και την απασχόληση, αλλά να εγγυηθούν την εξυπηρέτηση του χρέους στις ιδιωτικές τράπεζες. Τελικά, τα κράτη παρέμεναν χρεωμένα όχι μόνο σε αυτά τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, αλλά και στους διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, οι οποίοι προστάτευαν τα συμφέροντα των τραπεζών.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης άρχισε να επιβάλλεται στην Αμερική και στον κόσμο : ο νεοφιλελευθερισμός. H νέα « συναίνεση » ως προς τη στρατηγική της ανάπτυξης ονομάστηκε « συναίνεση » της Ουάσινγκτον, καθώς οι κύριοι εμπνευστές και διαφημιστές της ήταν οι πολυμερείς χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί με έδρα την Ουάσινγκτον. Σύμφωνα με το πνεύμα της μόδας, η κρίση στη Λατινική Αμερική οφειλόταν στην υπερβολική παρέμβαση του κράτους στην οικονομία, στην απουσία ενός κατάλληλου συστήματος ελεύθερων τιμών και στην απομάκρυνση από τις διεθνείς αγορές –με δεδομένο ότι τα χαρακτηριστικά αυτά απέρρεαν από το λατινοαμερικάνικο μοντέλο εκβιομηχάνισης δια της αντικατάστασης των εισαγωγών.

Χάρη σε μια άνευ προηγουμένου καμπάνια ιδεολογικού μάρκετινγκ υπό τη μορφή επιστημονικής έρευνας, καθώς και στις άμεσες πιέσεις που ασκούσαν το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα, η περιοχή πέρασε από το ένα άκρο στο άλλο : τη δυσπιστία απέναντι στην αγορά και την υπερβολική εμπιστοσύνη στο κράτος αντικατέστησαν οι ελεύθερες συναλλαγές, η απορρύθμιση και οι ιδιωτικοποιήσεις.

Η κρίση δεν ήταν μόνο οικονομική. Προέκυψε από ένδεια ηγετών και ιδεών. Φοβηθήκαμε να σκεφτούμε για λογαριασμό μας και δεχτήκαμε παθητικά όσο και παράλογα τις έξωθεν επιταγές.

Η περιγραφή της κρίσης που βίωσε το Εκουαδόρ σίγουρα θα φανεί οικεία σε πολλούς Ευρωπαίους. Η Ευρωπαϊκή Ένωση πάσχει από υπερχρέωση, η οποία παράγεται και επιδεινώνεται από το νεοφιλελεύθερο φονταμενταλισμό. Μολονότι σεβόμαστε την εθνική κυριαρχία και την ανεξαρτησία κάθε περιοχής του κόσμου, μας εκπλήσσει η διαπίστωση ότι η πεφωτισμένη Ευρώπη επαναλαμβάνει κατά γράμμα όλα τα λάθη που διέπραξε χθες η Λατινική Αμερική.

Οι ευρωπαϊκές τράπεζες δάνεισαν την Ελλάδα κάνοντας πως δεν έβλεπαν ότι το ελληνικό δημοσιονομικό έλλειμμα ήταν τρεις φορές μεγαλύτερο απ’ ό,τι δήλωνε το κράτος. Τίθεται εκ νέου ένα πρόβλημα υπερχρέωσης, ενώ παραλείπεται να αναφερθεί η άλλη του όψη : ο υπερβολικός δανεισμός. Λες και το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο δεν είχε ποτέ το παραμικρό μερίδιο ευθύνης.

Από το 2010 ώς το 2012, η ανεργία στην Ευρώπη έφτασε σε ανησυχητικά επίπεδα. Μεταξύ 2009 και 2012, η Πορτογαλία, η Ιταλία, η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Ισπανία μείωσαν τις δαπάνες στον προϋπολογισμό τους κατά 6,4% κατά μέσο όρο, πλήττοντας σοβαρά με αυτό τον τρόπο τις υπηρεσίες της υγείας και της παιδείας. Η δικαιολογία για αυτή την πολιτική ήταν η έλλειψη πόρων. Ωστόσο, απελευθερώθηκαν σημαντικά χρηματικά ποσά για την ενίσχυση του τραπεζικού τομέα. Στην Πορτογαλία, στην Ελλάδα και στην Ιρλανδία, τα ποσά της « τραπεζικής διάσωσης » ξεπερνούν το σύνολο των ετήσιων μισθών.

Κι ενώ η κρίση χτυπά με δριμύτητα τους λαούς της Ευρώπης, συνεχίζουν να τους επιβάλλουν τις συνταγές που απέτυχαν παντού ανά τον κόσμο.

Ας πάρουμε το παράδειγμα της Κύπρου. Όπως πάντα, το πρόβλημα ξεκινά με την απορύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα. Το 2012, ο κακός χειρισμός του ξεφεύγει εκτός ορίων. Οι τράπεζες της χώρας, κυρίως η Τράπεζα Κύπρου και η Λαϊκή, είχαν παραχωρήσει στην Ελλάδα ιδιωτικά δάνεια για ποσά που ξεπερνούσαν το κυπριακό ΑΕΠ. Τον Απρίλιο του 2013, η τρόικα προτείνει « διάσωση » ύψους 10 δισ. ευρώ. Τη συνδέει με ένα πρόγραμμα προσαρμογής, το οποίο περιλαμβάνει τη μείωση του δημόσιου τομέα, την κατάργηση του συστήματος μερισματικής συνταξιοδότησης για τους νέους δημόσιους υπαλλήλους, την ιδιωτικοποίηση δημοσίων επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας, μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής ώς το 2018, τον περιορισμό των κοινωνικών δαπανών και τη δημιουργία ενός « ταμείου χρηματοπιστωτικής διάσωσης » που στόχο έχει να στηρίξει τις τράπεζες και να επιλύσει τα προβλήματά τους, πέρα από το κούρεμα των καταθέσεων που υπερβαίνουν τις 100.000 ευρώ.

Ουδείς αμφιβάλλει για την αναγκαιότητα μεταρρυθμίσεων ούτε για το ότι πρέπει να διορθωθούν σοβαρά λάθη, των προπατορικών συμπεριλαμβανομένων : η Ευρωπαϊκή Ένωση έκανε δεκτές στους κόλπους της χώρες με πολύ σημαντικές αποκλίσεις στην παραγωγικότητα τους, αποκλίσεις χωρίς αντανάκλαση στους εθνικούς μισθούς. Μόνο που, κατ’ ουσία, οι πολιτικές που ακολουθούνται δεν έχουν ως ζητούμενο την έξοδο από την κρίση με το μικρότερο κόστος για τους Ευρωπαίους πολίτες, αλλά να εγγυηθούν την πληρωμή του χρέους στις ιδιωτικές τράπεζες.

Αναφερθήκαμε στις χρεωμένες χώρες. Τι γίνεται με τους ιδιώτες που αδυνατούν να εξοφλήσουν τα δάνειά τους ; Ας πάρουμε το παράδειγμα της Ισπανίας. Η απουσία ελέγχου και η πανεύκολη πρόσβαση στο χρήμα των ισπανικών τραπεζών είχαν ως αποτέλεσμα μια τεράστια ποσότητα υποθηκευτικών δανείων, τα οποία όξυναν την κερδοσκοπία στα ακίνητα. Οι ίδιες οι τράπεζες έψαχναν πελάτες, εκτιμούσαν την τιμή της κατοικίας τους και τους δάνειζαν πάντα επιπλέον χρήματα για την αγορά αυτοκινήτου, επίπλων, ηλεκτρικών συσκευών κ.λπ..

Όταν σκάει η φούσκα των ακινήτων, ο καλόπιστος δανειολήπτης δεν μπορεί πια να πληρώνει το δάνειό του : δεν έχει δουλειά. Του παίρνουν το σπίτι, μόνο που αυτό κοστίζει πια λιγότερο από όταν το αγόρασε. Η οικογένειά του βρίσκεται στο δρόμο και χρεωμένη δια βίου. Το 2012 καταμετρήθηκαν περισσότερες από 200 εξώσεις την ημέρα, πράγμα που εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τις αυτοκτονίες στην Ισπανία…

Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα : γιατί δεν προστρέχουμε σε αυτονόητες λύσεις και γιατί επαναλαμβάνεται πάντα το χειρότερο σενάριο ; Διότι το πρόβλημα δεν είναι τεχνικής, αλλά πολιτικής φύσης. Καθορίζεται από το συσχετισμό δυνάμεων. Ποιος διοικεί τις κοινωνίες μας ; Οι άνθρωποι ή το κεφάλαιο ;

Το μεγαλύτερο άδικο που διαπράξαμε με την οικονομία είναι ότι την αποσπάσαμε από την αρχική της φύση, της πολιτικής οικονομίας. Μας έκαναν να πιστέψουμε ότι όλα τα ζητήματα είναι τεχνικά. Μας μεταμφίεσαν την ιδεολογία σε επιστήμη και ενθαρρύνοντάς μας να μην λαμβάνουμε υπόψη τους συσχετισμούς δυνάμεων στους κόλπους μιας κοινωνίας, μας έθεσαν όλους στην υπηρεσία των κυρίαρχων δυνάμεων, αυτών που ονομάζω « αυτοκρατορία του κεφαλαίου ».

Η στρατηγική της εντατικής χρέωσης που εξαπέλυσε την κρίση στη λατινοαμερικάνικη ήπειρο δεν είχε στόχο να βοηθήσει τις χώρες μας να αναπτυχθούν. Υπάκουε στην επείγουσα ανάγκη να τοποθετηθεί κάπου το χρηματικό πλεόνασμα που πλημμύριζε τις χρηματοπιστωτικές αγορές του « πρώτου κόσμου », τα πετροδόλαρα που οι αραβικές πετρελαιοπαραγωγές χώρες είχαν τοποθετήσει στις τράπεζες των αναπτυσσόμενων χωρών. Η ρευστότητα προερχόταν από την άνοδο στην τιμή του πετρελαίου που ακολούθησε τον πόλεμο του Οκτωβρίου του 1973, καθώς ο Οργανισμός Εξαγωγών Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών (ΟΠΕΚ) διατηρούσε τις τιμές αυτές σε υψηλά επίπεδα. Μεταξύ 1975 και 1980, οι καταθέσεις στις διεθνείς τράπεζες αυξήθηκαν από 82 σε 440 δισ. δολάρια (σημερινή αξία 1,226 τρισ. δολάρια).

Μπροστά στην ανάγκη να τοποθετηθούν τόσο σημαντικά χρηματικά ποσά, ο « τρίτος κόσμος » ξύπνησε το ενδιαφέρον. Έτσι, από το 1975 άρχισαν να παρελαύνουν οι διεθνείς τραπεζίτες που επιθυμούσαν να τοποθετήσουν κάθε είδους δάνειο –ακόμα και για τη χρηματοδότηση των τρεχόντων εξόδων και για την αγορά όπλων από τους δικτάτορες που κυβερνούσαν πολλά κράτη. Αυτοί οι γεμάτοι ζήλο τραπεζίτες, οι οποίοι δεν είχαν έρθει ποτέ στην περιοχή, ούτε καν ως τουρίστες, έφεραν μαζί τους και μεγάλες βαλίτσες με μίζες που προορίζονταν για τους δημόσιους λειτουργούς, για να τους κάνουν να δεχτούν νέα δάνεια με οποιοδήποτε πρόσχημα. Συγχρόνως, οι διεθνείς χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί και οι αναπτυξιακοί οίκοι συνέχιζαν να πουλούν την ιδέα ότι η λύση όλων ήταν να χρεώνεσαι.
Ιδεολογία μεταμφιεσμένη σε επιστήμη

Παρόλο που η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών χρησιμεύει, στην πράξη, στο να διασφαλίσει τη συνέχιση του συστήματος ανεξάρτητα από την ετυμηγορία της κάλπης, επιβλήθηκε ως « τεχνική » αναγκαιότητα στις αρχές της δεκαετίας του 1990, υποστηριζόμενη από υποτιθέμενες εμπειρικές μελέτες που απεδείκνυαν ότι ένας τέτοιος μηχανισμός επέφερε καλύτερες μακροοικονομικές επιδόσεις. Σύμφωνα με αυτές τις « έρευνες », οι ανεξάρτητες κεντρικές τράπεζες μπορούσαν να ενεργούν « τεχνικά », πέρα από επιβλαβείς πολιτικές πιέσεις. Με ένα εξίσου παράλογο επιχείρημα, θα έπρεπε ομοίως να αυτονομηθεί και το υπουργείο Οικονομικών, αφού η δημοσιονομική πολιτική θα έπρεπε να έχει κι αυτή καθαρά « τεχνικό » χαρακτήρα. Όπως υπαινίχθηκε ο Ρόναλτν Κόουζ, κάτοχος του βραβείου Οικονομικών Επιστημών το οποίο προσφέρει η Βασιλική Τράπεζα της Σουηδίας στη μνήμη του Άλφρεντ Νόμπελ, τα αποτελέσματα αυτών των μελετών είχαν την εξήγησή τους : είχαν βασανίσει τόσο πολύ τα δεδομένα, ώσπου να πουν όσα ήθελαν οι άλλοι να τα κάνουν να πουν.

Στην περίοδο που προηγήθηκε της κρίσης, οι αυτόνομες κεντρικές τράπεζες αφιερώθηκαν αποκλειστικά στη διατήρηση της νομισματικής σταθερότητας, δηλαδή στον έλεγχο του πληθωρισμού, παρά το γεγονός ότι διάφορες κεντρικές τράπεζες είχαν διαδραματίσει πρωταρχικό ρόλο στην ανάπτυξη χωρών όπως η Ιαπωνία ή η Νότια Κορέα. Ώς τη δεκαετία του 1970, ο βασικός ρόλος της Αμερικανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας ήταν να ευνοεί τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την οικονομική μεγέθυνση. Μόνο με την πίεση του πληθωρισμού, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, προστέθηκε στο καλάθι ο στόχος της προώθησης της σταθερότητας των τιμών.

Η προτεραιότητα που δίνεται στη σταθεροποίηση των τιμών σημαίνει επίσης στην πράξη ότι εγκαταλείπονται οι πολιτικές που στοχεύουν στη διατήρηση της πλήρους χρήσης των πόρων στην οικονομία. Σε σημείο που η δημοσιονομική πολιτική αντί να αμβλύνει τα υφεσιακά επεισόδια και την ανεργία, να τα οξύνει με την αδιάκοπη συμπίεση των εξόδων.

Οι λεγόμενες « ανεξάρτητες » κεντρικές τράπεζες, που το μόνο τους μέλημα είναι η νομισματική σταθερότητα, αποτελούν κομμάτι του προβλήματος, όχι της λύσης. Είναι ένας από τους παράγοντες που εμποδίζουν την Ευρώπη να βγει συντομότερα από την κρίση.

Το δυναμικό της Ευρώπης, ωστόσο, παραμένει άθικτο. Διαθέτει τα πάντα : ανθρώπινο ταλέντο, παραγωγικές πηγές, τεχνολογία. Νομίζω ότι πρέπει να αντλήσετε ισχυρά συμπεράσματα από αυτό : εδώ έχουμε να κάνουμε με πρόβλημα κοινωνικού συντονισμού, δηλαδή πολιτικής οικονομίας της ζήτησης ή όπως θέλει να το πει κανείς. Αντίθετα, οι σχέσεις εξουσίας στο εσωτερικό των χωρών σας και σε παγκόσμιο επίπεδο είναι όλες ευνοϊκές προς το κεφάλαιο, κυρίως το χρηματοπιστωτικό, λόγος για τον οποίο οι πολιτικές που εφαρμόζονται είναι αντίθετες με αυτό που θα ήταν κοινωνικά ευκταίο.

Πολλοί πολίτες, οι οποίοι δέχονται το σφυροκόπημα της υποτιθέμενης οικονομικής επιστήμης και των διεθνών γραφειοκρατιών, έχουν πειστεί ότι « δεν υπάρχει εναλλακτική ». Κάνουν λάθος.

Δήλωση του Στέφανου Τζουμάκα με αφορμή την Πρωτοβουλία 58, 9 Δεκεμβρίου 2013.

Μετά τη Χρυσή Αυγή και τη Νέα Δημοκρατία, ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΠΙΔΙΩΚΕΙ ΝΑ ΑΠΟΚΤΗΣΕΙ ΚΑΙ ΝΕΟ ΚΟΜΜΑ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΟΔΕΞΙΑΣ, που θα αυτό-βαπτίζεται κεντροαριστερά.

Σήμερα 9 Δεκέμβρη του 2013, συνέρχεται στην Αθήνα ο κόσμος της νέας Κεντροδεξιάς. Οι παράγοντες του συστήματος της διαπλοκής και των μεταλλαγμένων πολιτικών του νεοφιλελευθερισμού και των μνημονίων τρέφουν αυταπάτες και λογαριάζουν χωρίς τη θέληση του προοδευτικού κόσμου. Θεωρούν δε ορισμένοι εξ αυτών ότι ένα νέο πλυντήριο θα τους διασώσει. Η παρασιτική ολιγαρχία τρίβει τα χέρια της, οι καναλάρχες επίσης. Το ίδιο και η στρατευμένη δημοσιογραφία καθώς επίσης και οι ελάχιστες ευτυχώς, διατεταγμένες εταιρίες δημοσκοπήσεων. Όλοι οι προαναφερθέντες χορηγοί με το αζημίωτο, έχουν ήδη τεθεί στην υπηρεσία των μανδαρίνων του συστήματος.
Τους έφερε αερόστατο στο κέντρο των Αθηνών και ευρέθησαν προ μεγάλης εκπλήξεως!
Ομολόγησαν πρόσφατα ότι βρέθηκαν ενώπιον μιας κατεστραμμένης χώρας. Ως διδάσκαλοι ορισμένοι δεν γνωρίζουν τίποτε για τα αίτια. Ως πολιτικοί που εφάρμοσαν πολιτικές υπέρ των συμφερόντων του χρηματοπιστωτικού συστήματος, εμφανίζονται λες και ήταν σε άλλη χώρα, όταν ορισμένοι εξ αυτών ψήφιζαν και εφάρμοζαν, άλλοι δε, προέτρεπαν για πιο γρήγορα και άλλοι υποστήριζαν το μονόδρομο και εμφανίζονταν ως αυτόκλητοι σωτήρες της χώρας την οποία διέλυσαν με τις επιλογές τους.
Σε κοινή πορεία με τους αετονύχηδες του χρηματιστηρίου, με παράγοντες και με τα δίκτυα τοπικών και περιφερειακών βαστάζων μιας εκτεθειμένης νομενκλατούρας.
Και με τα απομεινάρια του μνημονιακού και μεταλλαγμένου ΠΑΣΟΚ.
Για τους απολογητές δεν έχει και τόση σημασία, κυρίως αφορούν σε οπαδούς και μωροφιλόδοξους.
Και όσον αφορά στο καημό ορισμένων φίλων του πρώην ΚΚΕ εσωτερικού, της πρώην ΕΑΡ και του πρώην Συνασπισμού του 1989, που προσέρχονται έστω και στα ερείπια, ουδείς ψόγος. Η κουλτούρα της διαρκούς ήττας είναι ένα παλιό σαράκι. Δεν ξέρουν μόνο τη θεωρία του Γκράμσι για το πολιτικό μεταμορφισμό. Την έχουν κάνει βίωμα και τρόπο ζωής για πολλές δεκαετίες. Δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία αυταπάτη ότι αυτή τη φορά, έφτασαν στη σωστή πλευρά!
Για το μετέωρο βήμα των νεόκοπων της νεωτερικότητας και της απόπειρας να προωθηθεί από ορισμένους τιποτόφρονες η κοινωνία των ευκαιριατζήδων - άρπαξε και συ μια ευκαιρία- ως δήθεν εκσυγχρονισμός, εκρίθη και αποδοκιμάστηκε από όλους πλην των αμοραλιστών.
Είναι γνωστό ότι η συνενοχή είναι ένα από τα πιο αρνητικά συναισθήματα
Για τους ΣΥΝΕΝΟΧΟΥΣ του πρώην ΠΑΣΟΚ, παρότι ξέρουν ότι δεν τους ξεπλένει ούτε ο ΝΙΑΓΑΡΑΣ, είναι κατανοητά τόσο το αδιέξοδο όσο και η απόπειρα να παρουσιαστούν ως άλλοι από αυτοί που είναι. Όσο και αν επιχειρούν να μεταμορφώνονται.
Χωρίς αρχές , καιροσκόποι και με αναλγησία οδήγησαν σε διάλυση την ελληνική οικονομία και την ελληνική κοινωνία. Είναι μαζί με τους έχοντες και κατέχοντες. Το δείγμα γραφής και το πραγματικό όνομα τους είναι ευανάγνωστο: ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ, ΤΗΣ ΔΙΑΠΛΟΚΗΣ, ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΚΕΝΤΡΟΔΕΞΙΑΣ και ΕΤΑΙΡΟΙ σε επιλογές για λογαριασμό των μειοψηφιών συγκεκριμένων συμφερόντων.
 Για τη χρηστή διοίκηση ,για την οικονομική και κοινωνική ανάκαμψη, οι πολίτες θα ανταποδώσουν τα δέοντα με πολιτικούς όρους, για τη νέα ύβρι που επιχειρούν.
Οι δημοκρατικοί και προοδευτικοί πολίτες, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, και ιδιαίτερα η νεολαία, βρίσκουν ολοένα και περισσότερο τη δύναμη τους μετά από αυτό το εθνικό, κοινωνικό και οικονομικό στραπάτσο που υπέστησαν και ανασυντάσσονται. Με άμεση προτεραιότητα να ξαναπάρουν τη ζωή στα χέρια τους, να αναζητήσουν εργασία μέσα και έξω από τη χώρα, για να ζήσουν και να λειτουργήσουν ως άνθρωποι και ως πολίτες. Χωρίς μεταλλαγμένους, μανδαρίνους, μεσολαβητές και εγγυητές.
 Για να φτιάξουν οι ίδιοι στη συνέχεια, το μέλλον τους και τις ελπίδες τους.