Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2015

Απομαγνητοφώνηση της συνέντευξης του Στέφανου Τζουμάκα για το ντοκυμαντερ του Στ. Κούλογλου «Η αληθινή ιστορία της 17 Νοέμβρη»

Πείτε μου για τον σύλλογο Ηπειρωτών, του οποίου γίνατε πρόεδρος. Γιατί αποφασίσατε να τον φτιάξετε;
Η δικτατορία είχε καταργήσει τους φοιτητικούς συλλόγους που ήταν στις σχολές και ταυτόχρονα είχε καταργήσει και τους συλλόγους των φοιτητών που προερχόταν από διάφορες περιοχές της χώρας. Είχε αρχίσει μια κίνηση ότι ο καλύτερος τρόπος για να ξαναρχίσουμε να θέτουμε το θέμα έμμεσα κατά της δικτατορίας ήταν να ξαναγυρίσουμε στους συλλόγους. Έτσι λοιπόν κάναμε μια μεγάλη προσπάθεια επί μήνες πάρα πολλούς σχεδόν ένα χρόνο για να βρεθούμε εφτά για να αποτελέσουμε την προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή που θα κατέθετε στο Πρωτοδικείο την αίτηση για να ξανασυσταθεί ο σύλλογος. Και μετά κάναμε άλλο μισό χρόνο για να βρούμε εικοσιένα για να συστήσουμε το σωματείο. Και βέβαια μετά μπήκαμε στο θέμα των προβλημάτων για την εκπαίδευση, των προβλημάτων των φοιτητών, αλλά έμμεσα όλο το θέμα είχε σχέση με τον αγώνα εναντίον της δικτατορίας.

Γιατί κάνατε τόσο χρόνο;
Διότι δεν ήτανε αποφασισμένοι οι φοιτητές. Υπήρχε φόβος και να μην ξεχνάμε Στέλιο ότι ήταν μειοψηφικό το κίνημα εναντίον της δικτατορίας. Ο ελληνικός λαός δεν ήθελε τη δικτατορία αλλά την ανέχθηκε και γι αυτό και σήμερα βγαίνουν στα γκάλοπ 35% με 40% ότι δεν έβλαψε η δικτατορία τη χώρα, δεν κατεστράφη η Κύπρος, δεν πήγαμε πίσω πάνω από δεκαπέντε χρόνια, δεν κατεστράφη το πολιτικό μας σύστημα η κοινωνία μας. Διότι ήταν από τότε. Δηλαδή η ακροδεξιά είχε μία βάση στην Ελλάδα από τότε. Αλλά απλώς δεν είχε τη λαϊκή βάση για να γίνει το σύστημα φασιστικό και έμεινε στρατοκρατικό.

Θυμάμαι μια μνημειώδη συγκέντρωση για τα προβλήματα των φοιτητών στην οποία είχατε μιλήσει.
Ναι στο θέατρο Παπά, βεβαίως. Και στο θέατρο αυτό πίσω μου ακριβώς ήτανε το παραβάν του θεάτρου και ήτανε τουλάχιστον δέκα της γενικής ασφάλειας αξιωματικοί και άλλοι οι οποίοι παρακολουθούσαν τη συγκέντρωση.

Και ήτανε πίσω ακριβώς από το παραβάν;
Ακριβώς πίσω από το παραβάν ναι, ναι. Κοίταξε όλα τα δικτατορικά και φασιστικά καθεστώτα και όλες οι φασιστοειδείς αποχρώσεις τους έχουν κάτι το γελοίο μέσα τους. Δε θυμάσαι ας πούμε αυτές τις γελοίες όλες φάτσες της δικτατορίας; Δε βλέπεις ας πούμε τώρα ορισμένες γελοίες φάτσες πατριδοκάπηλες, εθνικιστικές, ξενόφοβες που λένε ποια είναι η ακροδεξιά; Σημασία έχει ποια λέγονται, ποια προφέρονται, ποια είναι τα αιτήματα. Όταν ακούς να λέει κάποιος σήμερα ότι βγάζουνε ένα λιθαράκι από το έθνος και πάει το έθνος, ξέρεις οι ιδιοκτήτες του έθνους, πάντα έτσι ήτανε η ακροδεξιά και όλοι που έφερε και τη χούντα έτσι; Ήτανε παράρτημα της ΕΡΕ της παλιάς δεξιάς. Λοιπόν πάντα ήταν το έθνος, πάντα ήτανε τα προβλήματα με τους αριστερούς, αυτοί είναι οι επικίνδυνοι για το έθνος, γνωστά πράγματα.

Τότε είχατε και μεγάλες πιέσεις από την ασφάλεια να μην κάνετε τις εκδηλώσεις αυτές για τον σύλλογο.
Φυσικό ήτανε. Περίμεναν κάποιοι να υποχωρήσουνε.

Τι σας λέγανε ακριβώς;
Ότι θα πας φυλακή. Κι ότι θα υποστείς κι όσα έχουνε υποστεί και οι προηγούμενοι από τα βασανιστήρια από τις δίκες που ήτανε γνωστές, τις καταδίκες, τις εξορίες.

Ποιον ασφαλίτη είχατε εσείς, σε ποιον σας είχανε χρεώσει;
Δε θα ήθελα τώρα να αναφερθώ σε αυτούς. Αρκετοί.

Με αυτούς που συνεργαζόσασταν;
Μας προτρέπανε να βγούμε στο βουνό. Κι εγώ τους έλεγα ότι θα σας ρίξουμε στους δρόμους.

Ώστε σας προτρέπανε;
Βεβαίως, βεβαίως.Το γνωστό. Το γνωστό εμείς στους δρόμους. Και το κάναμε, στους δρόμους τους ρίξαμε, βέβαια.

Αυτοί οι εφτά με τους οποίους ξεκινήσατε τη δουλειά, πως ξέρατε ότι ήτανε εμπιστοσύνης;
Κοιτάξτε, εμείς οι ηπειρώτες είχαμε και συγκεκριμένη κοινωνική αναφορά. Δηλαδή είχαμε και πολύ πενιχρά οικονομικά μέσα και όλοι τρώγαμε στην πανεπιστημιακή λέσχη και διαβάζαμε εκεί όλη μέρα. Και ένας έβρισκε τον άλλον. Και μέσα από τις συζητήσεις στην πανεπιστημιακή λέσχη βρεθήκαμε και μετά απλωθήκαμε και στα Εξάρχεια που ήταν ένας χώρος προοδευτικών φοιτητών. Μετά πήρε άλλο χαρακτήρα η πλατεία των Εξαρχείων, καμία σχέση δηλαδή με ριζοσπαστικό προοδευτικό κίνημα. Και που να έχει και συγκεκριμένες κοινωνικές αναφορές, έτσι; Δε λέμε για μερικά παιδιά μεσοαστών και μεγαλοαστών που θέλανε να κάνουν την πλάκα τους.

Τώρα εσείς συγχρόνως έχετε και κάποιες επαφές με το ΠΑΚ; Πώς είναι οργανωμένη αυτή η ιστορία;
Όχι κοιτάξτε, εμείς κινηθήκαμε στο χώρο της ευρύτερης αριστεράς, γιατί μετά τη διάσπαση του κομμουνιστικού κόμματος το ΄68 κάποιοι δε θέλαμε να έχουμε σχέση με τις δύο πλευρές της διάσπασης και κινηθήκαμε σε αυτόν τον ευρύτερο χώρο. Και το θεωρούσαμε ότι αυτό ήταν και μια ανάγκη για μία πιο ριζοσπαστική πολιτική. Γιατί οι πολιτικές από τα δύο κόμματα της διάσπασης ήταν πολιτικές συγκρατημένες, γιατί είχαν υποστεί μεγάλες διώξεις, δεν υπήρχε πολιτική, δεν υπήρχαν πολιτικά κόμματα.

Όλοι ήταν στο εξωτερικό, κάνανε δηλώσεις ανέξοδες. Ήταν πολύ εύκολη η αντίσταση στο Παρίσι, στο Τορόντο, στη Νέα Υόρκη, στο Λονδίνο, είναι φοβερά πολύ ωραία πράγματα αυτά. Τα είδαμε και στη συνέχεια.

Λοιπόν ενώ εδώ τα πράγματα έπρεπε να πάρουν συγκεκριμένο χαρακτήρα, δηλαδή κάποιοι να βάλουν το κεφάλι τους, κάποιοι να το πάρουν απόφαση ότι οι συνέπειες θα είναι σκληρές. Και γι αυτό ήταν και πολύ δύσκολο να γίνει αυτή η κινητοποίηση, παρόλο που υπήρχε κινητοποίηση. Και αυτό ήταν το σημαντικό, δηλαδή ότι το κίνημα φτιάχτηκε μέσα από μια συνείδηση που διαμορφωνότανε, αλλά απαιτούσε και κινητοποίηση για να υπάρχει κίνημα. Και αυτό απεδείχθη μετά.

Και εσείς είχεατε κάποιες επαφές με την Παναρμόνεια;
Είχαμε σχέσεις και με την Παναρμόνεια και με την ΚΝΕ και με τον Ρήγα Φεραίο, υπήρχαν σχέσεις με όλους. Γιατί είχαμε μια άλλη λογική ριζοσπαστικής ανατρεπτικής αριστεράς για να ανατρέψουμε τη χούντα. Όχι απλώς να κερδίσουμε χρόνο, να αγοράσουμε χρόνο, να πάμε στην επόμενη φάση, να δούμε τι θα πουν οι μεγάλες δυνάμεις. Οι μεγάλες δυνάμεις τότε ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ένωση. Ήμασταν έξω απ΄ αυτές τις λογικές. Και ήταν σαφής αυτή η κατεύθυνση. Ήταν πάρα πολύ σαφής. Διότι ουδείς πίστευε από όλους αυτούς ότι θα ανατραπεί η δικτατορία. Αυτοί προετοιμαζόντουσαν για αλλαγές που θα είχανε σχέση με τη γενικότερη στάση των μεγάλων δυνάμεων. Δηλαδή ετεροπροσδιοριζόταν.

Εμείς αυτοπροσδιοριστήκαμε, πραγματικά δηλαδή κάναμε αντίσταση, πραγματικά κάναμε αντίσταση μαζική, ριζοσπαστική, δηλαδή ήταν ένα πολιτιστικό σοκ για όλους. Τι σήμαινε; Δηλαδή αν πάρουν ορισμένοι αποφασισμένοι όμως την υπόθεση στα χέρια τους.

Τώρα φτάνουμε στη νομική που είναι μια μεγάλη στιγμή. Εκεί εσείς είχατε κάποιο ρόλο στις διαπραγματεύσεις;
Τη νομική σχολή προαποφασίσαμε να την καταλάβουμε. Συγκεντρωθήκαμε κάπου και είπαμε θα το κάνουμε. Γιατί υπήρχε μια εβδομάδα συζητήσεων ότι το κίνημα περνάει κρίση και είναι σε κρίση. Και μέσα σε μια εβδομάδα ορισμένοι είπαμε θα σας πούμε ποια είναι η κρίση. Και παίρνουμε την απόφαση και λέμε αύριο θα καταλάβουμε το κτίριο. Ποιος θα φέρει τον τηλεβόα; Μια συγκεκριμένη φοιτήτρια που ήτανε τότε στο χώρο του αγώνα είπε θα φέρει και θα παραδώσει σε εμένα τον τηλεβόα. Και πράγμα το οποίο και έγινε και σηκώθηκα στα σκαλιά με τον τηλεβόα. Και αυτό ήτανε. Αμέσως έγινε μια συγκέντρωση πάνω από πεντακόσιους, χίλιους, χίλιους πεντακόσιους, δύο χιλιάδες φοιτητές και καταλάβαμε το κτίριο. Υπήρχε δηλαδή αυτό που είπα πριν, υπήρχε μια συνείδηση και μια συνειδητοποίηση.

Αλλά δεν υπήρχε διαδικασία να διαμορφωθεί το κίνημα και αυτό έγινε με το ότι βγήκαμε μπροστά και αποφασισμένοι ότι δεν υπάρχει φόβος, ότι είμαστε αποφασισμένοι, ότι μπορούμε να αναμετρηθούμε. Δεν ήταν δηλαδή θα κάνουμε έναν αγώνα, θα κάνουμε μια απεργία, θα κάνουμε μια κινητοποίηση. Αυτά είναι αναπαραστάσεις κινημάτων.

Λοιπόν ήτανε ανατροπή. Και γι αυτό εμείς έχουμε το DNA της ανατροπής, της ριζοσπαστικής πολιτικής. Δεν ενσωματωνόμαστε. ’μα δεις όλους μας ανεξάρτητα σε ποιο χώρο είναι ο καθένας είναι πολύ σημαντικό αυτό. Γιατί βιώσαμε αυτή τη λογική της ριζοσπαστικής ανατροπής.

Και βέβαια ήταν να διαφυλάξουμε το κίνημα, γιατί την άλλη μέρα ορισμένοι λέγανε να μείνουμε. Αλλά εμείς είπαμε ότι πρέπει αφού πετύχαμε τον πρώτο σκοπό μας να εγκαταλείψουμε το κτίριο. Εκεί υπήρχε μια ρήξη ανάμεσα στο κίνημα, οι πιο ριζοσπάστες και οι λιγότερο ριζοσπάστες. Και απεδείχθη ότι είχαμε δίκιο.

Αλλά την κατάληψη του πολυτεχνείου δεν την αποφασίσαμε πουθενά. Δεν υπήρχε προαπόφαση όπως υπήρχε για τη νομική. Η κατάληψη του πολυτεχνείου ήταν αποτέλεσμα και της ρήξης της χούντας. Δηλαδή ο Μαρκεζίνης, αυτή η καρικατούρα, αυτό το μασκάρεμα, μας διευκόλυνε για να βγούμε μπροστά και να πούμε εμπρός για ένα πιο δυνατό χτύπημα. Μετά όσοι είχαμε βγει από τη φυλακή αυτό που είδαμε ότι ενοχλούσε το καθεστώς και για το οποίο ήτανε αποφασισμένοι την άλλη φορά να μας τσακίσουν τελείως, ήτανε οι καταλήψεις. Γι αυτό ετοιμάζαμε μια μεγάλη κατάληψη, εκεί ήταν το χτύπημα. Και γι αυτό στην κατάληψη εμείς έχουμε σαφή κουλτούρα. Δηλαδή μπορούμε να καταλάβουμε μια σειρά από κτίρια και να ανατρέψουμε οτιδήποτε είναι αντιδραστικό σκοταδιστικό και απέναντι στον πολιτισμό μας και στη φυσιογνωμία μας ως λαό ως κοινωνία και ούτω καθεξής. Και αυτό σε κάθε χώρα, έτσι; Δεν είναι μόνον δηλαδή ένα φαινόμενο δικό μας. Είναι δηλαδή όλων των ριζοσπαστικών και των ανατρεπτικών ανθρώπων που μπορούν να αποτελέσουν κίνημα.

Τη μέρα της νομικής εσείς καθοδηγείτε την αποχώρηση;
Ναι, βέβαια. Ναι μαζί με άλλους, ναι.

Με τη ντουντούκα.
Ναι, ναι. Την οποίαν παρέδωσα σε έναν εκπρόσωπο της ασφάλειας. Γιατί απέξω ήτανε πάρα πολλοί, εκατοντάδες σε όλο το κτίριο. Και μετά από μερικές μέρες μας συνέλαβαν. Και αυτό είχε συνέπειες μετά, τα άγρια βασανιστήρια στη στρατιωτική αστυνομία.

Μιλούσατε με την ντουντούκα πάνω σε ένα τραπέζι.
Στη γραμματεία της σχολής ναι.

Και κάποια στιγμή ξεχαστήκατε και μείνατε μόνος.
Ναι δεν ξεχάστηκα, αλλά έπρεπε να μείνω μέχρι τέλους για να γίνει η εγκατάλειψη του κτιρίου. Ήμουνα αποφασισμένος.

Και κάποια στιγμή σας είπε ο κ. Μπίστης νομίζω «πάμε» και πηδήξατε;
Ναι γιατί ήμουνα πάνω εκεί στη γραμματεία, ναι. Υπήρχε μια διένεξη αν πρέπει να εγκαταλείψουμε το κτίριο. Εμείς είχαμε τη γνώμη ότι πρέπει να το κάνουμε αυτό γιατί είχαμε επιτύχει κάτι πάρα πολύ σημαντικό, που πέρασε σε όλον τον κόσμο και σε όλα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης στην Ευρώπη και στον υπόλοιπο κόσμο. Και αυτό έπρεπε να το κρατήσουμε μέχρι τέλους και ήμασταν και αποφασισμένοι αυτοί που θα το κάναμε. Ήτανε ο Μπίστης, η Καρυστιάνη, ο Βερνίκος, ο Μεγκρέλης, ήμασταν αποφασισμένοι. Και εγώ το τήρησα μέχρι τέλους, δηλαδή έμεινα ο τελευταίος γιατί έτσι έπρεπε να γίνει.

Κι όταν βλέπετε ότι έχει ολοκληρωθεί η εκκένωση τι κάνετε;
Παραδίδω τον τηλεβόα στους ασφαλίτες που ήταν απέξω γεμάτοι αξιωματικοί, υπαξιωματικοί, ανώτεροι, κατώτεροι. Βέβαια, όλη η δίωξη του δημοκρατικού και προοδευτικού κινήματος. Και δεν είναι τυχαίο ότι και στο πολυτεχνείο έμεινα τελευταίος στην κολώνα. Και με καλούσε τότε ο Χριστολουκάς ο υποδιευθυντής της αστυνομίας να κατέλθω. Και εμείς είχαμε άποψη ότι όποιος κατήρχετο από την άλλη πλευρά δεν ξαναγύριζε. Και είχαμε πολύ αρνητική εμπειρία από τα βασανιστήρια. Τότε ήμουνα με τον Λαλιώτη και τον Σταμέλο τριμελής Επιτροπή για τη διαπραγμάτευση. Η οποία ήτανε ιστορική διαπραγμάτευση γιατί ήταν ο στρατός και ζήτησε να διαπραγματευτούμε. Και μου λέει ένας αξιωματικός του στρατού, του στρατού, ο στρατός. Ότι ο στρατός δε διαπραγματεύεται. Και του είπα ότι ο στρατός είναι στα σύνορα, δεν είναι στην Πατησίων. Αυτός δεν είναι ο στρατός, αυτός είναι ο στρατός κατοχής, αυτός είναι ο στρατός .. και έπρεπε να είστε στα σύνορα είπα στον συγκεκριμένο ηγέτη εκεί. Και μετά βέβαια χτύπησε το τανκς.

Πώς γίνανε οι διαπραγματεύσεις εκεί πέρα;
Κοιτάξτε, είπαμε πρώτα να βγει ο Σταμέλος γιατί ήτανε απ΄ αυτούς που είχε στρατεύσει η χούντα. Και είχε πει ο Σταμέλος ως στρατιώτης και ως φοιτητής σας καλώ να εγκαταλείψουμε το κτίριο. Όταν ήμασταν εφτά οχτώ χιλιάδες τότε και λέγαμε όλοι είμαστε άοπλοι με βάση το σύνθημα που έριχνε ο Δημήτρης ο Παπαχρήστου στο ραδιοφωνικό σταθμό 'είμαστε άοπλοι, είμαστε αδέρφια, δεν πρέπει να χυθεί αίμα'. Αλλά δεν υπήρχε καμία ασφάλεια, ήδη είχαν σκοτωθεί περίπου σαράντα άτομα. Γιατί πως θα βγουν εφτά με οχτώ χιλιάδες άνθρωποι έξω χωρίς ασφάλεια και χωρίς εγγυήσεις; Και στη συνέχεια με το που ανέβηκε ο Σταμέλος με το άσπρο μαντήλι προτείνοντας ειρήνευση και διαπραγμάτευση τον κράτησαν.

Μετά ανεβαίνει ο Λαλιώτης και του λέω μην το κάνεις γιατί δε θα ξαναγυρίσεις. Τον κρατούν κι αυτόν. Και μένουμε εμείς από τα κάγκελα και λέμε πρέπει να πάμε σε διαπραγματεύσεις θα γίνει αιματοχυσία. Και εκεί ο στρατός είπε ο στρατός δε διαπραγματεύεται. Και είπα ο στρατός; Ο στρατός δεν είναι στην Πατησίων, είναι στα σύνορα. Πάτε στα σύνορα κύριε για το έθνος. Κι ήταν πατριδοκάπηλοι όλοι αυτοί.

Μπαίνει το τανκς, πηδάω από την κολώνα, πέφτουν τα σίδερα χτυπούν την Πέπη τη Ρηγοπούλου που είναι τώρα Καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο, και μπήκανε εφ΄ όπλου λόγχη οι λοκατζήδες και με τα χέρια ψηλά μας πήγανε όλους στα κτίρια. Εκεί μια ομάδα από μας ξεφύγαμε από τα κτίρια, σαλτάραμε στη Στουρνάρα στα σίδερα και βγήκαμε στο δρόμο όπου υπήρχανε χιλιάδες αστυνομικοί με παλούκια που ξυλοκοπούσαν αγρίως όποιος ήταν, γιατί άρχισε η έξοδος με τα χέρια ψηλά. Ο στρατός η κυβέρνηση και η δημοκρατία.

Και ντρέπομαι πάρα πολύ ως Έλλην πολίτης που βρέθηκε το 35-40% στα γκάλοπ τώρα που να λέει ότι δεν έβλαψε η δικτατορία τη χώρα και την ωφέλησε. Αυτή είναι η τραγωδία. Κι ότι υπάρχουν νέοι σήμερα από 18 μέχρι 35 χρονών που ψηφίζουν την ακροδεξιά. Αυτά είναι φαινόμενα τραγωδίας, γιατί δεν υπάρχει μνήμη, γιατί έχουμε ευθύνη κι εμείς οι προοδευτικοί πολίτες, έχει ευθύνη ο προοδευτικός τύπος, έχουν ευθύνη οι προοδευτικές φωνές στα μέσα ενημέρωσης, τα προοδευτικά κόμματα τα οποία έχουν περάσει στη λογική της διαχείρισης ή της αντίστασης, οι μεν διαχείριση οι άλλοι αντίσταση. Δεν υπάρχει καμία συζήτηση για ιδέες, για απόψεις, για αντιλήψεις, για κοσμοθεωρίες, για στάση ζωής. Δεν μιλάμε πια καθόλου γι αυτά. Και γι αυτό και μέσα σε ένα μέρος της νεολαίας υπάρχουν κοινωνικά και πολιτικά και πολιτιστικά τυχοδιωκτικές απόψεις.

Και ο κ. Γουνελάς λέει ότι πήγε εκεί γιατί είχε υπάρξει μια συμφωνία απλώς το τανκς να ανοίξει την πόρτα για να βγούνε οι φοιτητές.
Όχι καμία τέτοια συμφωνία. Την ώρα που συζητούσαμε να υπάρχουν διαπραγματεύσεις και που υπήρχε αυτή η ρητή δήλωση από τον εκπρόσωπο των ενόπλων δυνάμεων, στη συνέχεια έριξαν τους προβολείς και χτύπησαν. Και ήρθε η κολώνα μαζί με τη σκάλα κι εγώ όρθιος εφ΄ όπλου λόγχη. Κι εμείς ψηλά τα χέρια.

Κι αυτό το λέω διότι κάναμε ένα κίνημα ριζοσπαστικό και ανατρεπτικό άοπλοι. Γιατί μετά όταν εμείς δηλαδή βγήκαμε από την παρανομία και βγήκαμε από την καταδίωξη κάποιοι άλλοι τότε μπήκαν στην παρανομία και αρχίσανε τον ένοπλο αγώνα της καρικατούρας, των φόνων, της ατομικής τρομοκρατίας και της ατομικής βίας. Εμείς ήμαστε υπέρ της βίας, αλλά της βίας της επαναστατικής. Το να κάνουμε δηλαδή εξέγερση, το να κάνουμε επανάσταση. Όχι να δολοφονούμε ανθρώπους και σύμβολα.

Γιατί αυτές είναι τυχοδιωκτικές λογικές, είναι λογικές ανθρώπων που πιστεύω ότι πρέπει να εξεταστούν και από άλλες πλευρές, που έχουν σχέση και με την προσωπικότητα αυτών των ανθρώπων πέρα από τον τυχοδιωκτικό πολιτικό τους και κοινωνικό τους χαρακτήρα.

Θα σε πάω λίγο πίσω, μετά ξαφνικά σε συλλαμβάνουν.
Όχι με συνέλαβαν μετά την κατάληψη της νομικής σχολής.

Μάλιστα. Αρχές Μαΐου δεν ήτανε;
Ναι, την ημέρα των γενεθλίων μου. ’γρια νύχτα. Από τις πιο άγριες νύχτες της ζωής μου.

Και τι έγινε εκεί; Θέλω να θυμίσουμε στους νεώτερους πως ήτανε τα πράγματα τότε, γι αυτό το ρωτάω.
Είχαν ενέδρα στην περιοχή που έμενα σε όλο το τετράγωνο ο στρατός και η αστυνομία. Για να μάθουμε και από την άλλη πλευρά πως γινόταν οι ενέδρες. Κι εγώ βέβαια πήγαινα σπίτι μου γιατί εργαζόμουν σε ένα γραφείο, ήμουνα εργαζόμενος φοιτητής. Και αφού μπήκα στο διαμέρισμα μετά εμφανίστηκαν ένοπλοι της ΕΣΑ και της αστυνομίας. Οι οποίοι κατέλυσαν τα πάντα στο διαμέρισμα με συνέλαβαν και με πήγαν στη στρατιωτική αστυνομία.

Και από εκεί άρχισαν τα άγρια βασανιστήρια. Επί ώρες, επί μέρες, επί νύχτες, επί μήνες. Διήλθα όλα τα στρατιωτικά καταστήματα της ελληνικής στρατιωτικής αστυνομίας. Και μετά παραπέμφθηκα στην ασφάλεια γιατί ήμουνα από την αριστερά και υπήρχε και μια διάκριση αυτών που ήταν εναντίον της δικτατορίας και αυτών που ήταν από την αριστερά εναντίον της δικτατορίας. Και εκεί μου ξαναείπανε πάλι το ανέκδοτο γιατί δεν βγαίνετε στα βουνά. Και τους ξαναείπα στους δρόμους θα σας ανατρέψουμε. Το οποίο και το κάναμε.

Μετά το πολυτεχνείο μπήκα στην παρανομία. Και εξεδόθη ένταλμα συλλήψεώς μου με τον αναγκαστικό νόμο 509 περί ανατροπής του κοινωνικού καθεστώτος και με ενέταξαν στους κομμουνιστές της γ΄ κατηγορίας. Είναι το καθεστώς αυτό που δεν έβλαψε τη χώρα. Και άμα ακούσετε τον μέσο ακροδεξιό, τον μέσο επαγγελματία εθνικόφρονα και πατριδοκάπηλο, θα δείτε ότι δεν έγινε τίποτα τότε, δεν υπήρχε τίποτα τότε, δεν υπήρχαν εξορίες, δεν είχαν γεμίσει οι φυλακές, δεν υπήρχαν βασανιστήρια, δεν υπήρχαν διώξεις. Και αυτά τα ακούς τώρα από τα παιδιά τους που είναι είκοσι και εικοσιπέντε χρονών.

Τι σας ζητούσανε τότε στα βασανιστήρια να κάνετε; Ζητούσανε κάτι συγκεκριμένο;
Να καταθέσεις για διάφορες συναντήσεις που είχαμε και διάφορες προετοιμασίες που κάναμε.

Σε σχέση με τη νομική και τα λοιπά;
Ναι. Και όλο το κίνημα που αναπτύχθηκε εκείνη την περίοδο.

Ήτανε περισσότερο απρόσωποι ή ήθελαν περισσότερο να σε σπάσουνε προσωπικά;
Όχι, γιατί μέσα απ΄ αυτό συνέχεια συλλαμβάνανε κι άλλους.

Και τι βασανιστήρια κάνανε;
Δε θα ήθελα να μιλήσω. Σημασία έχει ότι εγώ μπορώ να πω ότι βγήκα από εκεί πέρα με σπασμένα πλευρά, με ρήξη αριστερού πνεύμονα, με ακατάσχετες αιμοπτύσεις και άλλα συναφή. Τα λιγότερα. Και γι αυτό προτίμησα το δρόμο της παρανομίας μετά το πολυτεχνείο, άλλαξα τριάντα ένα σπίτια μέσα σε ένα χρόνο. Και μπορώ να πω ότι ήταν πολύ χειρότερα από το ότι να είσαι φυλακή. Η παρανομία είναι πάρα πολύ σκληρή υπόθεση, γιατί χρειάζεται αντοχή και χρειάζεται και αντοχή των ανθρώπων που θα σε υποστηρίξουνε. Και υπήρχε φόβος. Υπήρχαν όμως και άνθρωποι συνειδητοποιημένοι που υποστήριξαν αυτήν την προσπάθεια.

Βέβαια υπήρχε μεγάλη βαρβαρότητα. Εγώ μπορώ να πω παραδείγματα δηλαδή που τώρα αρχίζω και τα θυμάμαι. Εγώ ξέρετε έπαιζα σκάκι μόνος μου γιατί έπρεπε να περάσω πολλές ώρες μετά που με αφήσανε στα κελιά. Και έφτιαξα μόνος μου σκάκι. Για να δείτε δηλαδή το καθεστώς όταν είναι ηλίθιο φασιστικό και ως εκ τούτου βάρβαρο. Υπήρχαν ορισμένες ώρες που ήμασταν στα κελιά, γιατί τις υπόλοιπες ώρες που δεν ήμασταν στα κελιά ήμασταν στο ξύλο, μας βγάζανε και μας δέρνανε. Και υπήρχε ένα θέμα δηλαδή για την ανασυγκρότησή μας ο καθένας ως πρόσωπο.

Λοιπόν εγώ επιχείρησα να φτιάξω ένα σκάκι το οποίο και έφτιαξα από τις κόλλες που μας δίνανε για να γράψουμε καταθέσεις. Διότι εγώ δεν έγραψα καταθέσεις. Βέβαια δεν είχα όμως τα πιόνια. Και από το ψωμί δύο ημερών το κράτησα και μαζί με νερό έφτιαξα τα πιόνια, με ζυμάρι. Και έπαιζα μια φορά τον ένα παίχτη, μια φορά τον άλλο παίχτη. Και σε μια έφοδο που κάνανε με συνέλαβαν την ώρα που έπαιζα μόνος μου την παρτίδα στο σκάκι. Πρέπει να σας πω ότι υπέστην τα χειρότερα βασανιστήρια από όλο τον καιρό που έμεινα στη στρατιωτική αστυνομία. Γιατί είχα κάνει σκάκι και γιατί έπαιζα σκάκι εγώ με τον εαυτό μου αλλάζοντας τη θέση του παίχτη.

Αυτά για όλους τους ακροδεξιούς, για όλο αυτό το φασισταριό που ξαναγέννησε η χώρα. Τους πατριδοκάπηλους, τους εθνικιστές, τους ξενόφοβους και αυτούς που θέλουνε τέτοια ακραία καθεστώτα ολοκληρωτικά. Ολοκληρωτικά. Κάποιοι άλλοι γνώρισαν ολοκληρωτικά καθεστώτα σε άλλες χώρες κι εμείς γνωρίσαμε ολοκληρωτικό καθεστώς στην Ελλάδα από τη δεξιά και από την άκρα δεξιά. Γι αυτό είναι ασυμφιλίωτη η διαφορά. Δεν έχω τίποτα με τους ανθρώπους, έχω με τις νοοτροπίες τους και τις αντιλήψεις τους. Βέβαια οι βασανιστές μου δικάστηκαν σε πολλά χρόνια κάθειρξης. Είκοσι χρόνια κάθειρξη, δεκαπέντε χρόνια κάθειρξη, δέκα χρόνια κάθειρξη και αυτό ήταν μια ικανοποίηση για το αίτημα της δημοκρατίας και του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ωστόσο όμως αυτό που έρχεται πίσω μας είναι πάρα πολύ ανησυχητικό.

Τότε είχανε γίνει κάποιες επαφές στη νομική πριν και μετά με τον λεγόμενο αστικό πολιτικό κόσμο. Είχατε πάρει μέρος σε τίποτα;
Ναι είχαμε κάποιες συναντήσεις. Εγώ ένα διάστημα ήμουνα συγκρατούμενος στη γενική ασφάλεια με την κυρία Τσουδερού δίπλα, με τον κύριο Δημήτρη τον Τσάτσο και με άλλους πολιτικούς του συντηρητικού χώρου που ήταν αντίθετοι της δικτατορίας.  Και με άλλους που ήθελαν απλώς άλλοι να βγάλουν το φίδι από την τρύπα κατά πως έλεγαν και οι γονείς μας εκείνη την περίοδο. 'Δεν κοιτάτε τα μαθήματά σας; Εσείς θα βγάλετε το φίδι από την τρύπα;'

Κι αυτό που είναι σήμερα το μήνυμα των γονέων προς τα παιδιά τους. Γι αυτό υπάρχει αυτός ο ατομισμός, αυτή η χυδαία λογική του ατομισμού, ο καθένας για τον εαυτό του. Μην κοιτάς δίπλα σου, μην ασχολείσαι με τα κοινά, κοίταξε την πάρτη σου. Η αλλοτρίωση έρχεται μέσα απ΄ αυτή τη λογική πρώτα. Και μετά πάμε όλο και δεξιά και δεξιότερα απ΄ αυτόν τον άγριο ατομικισμό και τον οποίον εμείς δεν ακολουθήσαμε τότε. Και γιατί υπάρχει ένα θέμα σήμερα, λέει ότι ασχολείται λέει η πολιτική η κυβέρνηση τα κόμματα με τη νεολαία; Εγώ θα πω ότι όχι. Η νεολαία ασχολείται;

Γιατί με εμάς δεν ασχολήθηκε κανένας, εμείς είπαμε θα τους αλλάξουμε ή θα τους ανατρέψουμε. Κι αυτό είναι ένα θέμα. Γιατί παρουσιάζονται ορισμένοι νέοι σαν άτομα με ειδικές ανάγκες να ασχοληθούνε οι άλλοι με αυτούς. Όχι, οι νέοι άνθρωποι έπρεπε να είναι ανατρεπτικοί από τη φύση τους, ριζοσπάστες κι όχι την πάρτη τους.

Οι επαφές με αυτούς τους παλιούς πολιτικούς τους λεγόμενους, βγάζουνε πουθενά ή απλώς θέλουν να δούνε τι γίνεται;
Όχι δηλώσεις κάνανε, οι καιροί ου μενετοί. Ωραία πράγματα, οι καιροί ου μενετοί! Αλλά ποιος; Ποιος ποιον; Αυτό ήταν το θέμα. Ήτανε δηλώσεις συμπάθειας. Αυτό ήτανε για μας διευκολυντικό με την έννοια και μέσα στη δικτατορία που υπήρχε ρήγμα, δηλαδή εγώ πολλές φορές έχω πει αν δεν υπήρχε ο Μαρκεζίνης δεν ξέρω εάν θα κάναμε τότε την ανατροπή και την εξέγερση. Γιατί διευκολύνθηκε το κίνημα τότε από ένα ρήγμα που υπήρχε στους  κόλπους της χούντας το οποίο μετά διευρύνθηκε, ανατράπηκε ο Παπαδόπουλος. Προσέφεραν και μια υπηρεσία στο έθνος που μας απάλλαξαν από τους Γλυξμπούργους, αυτή την βασιλική συμμορφία που ταλαιπώρησε το έθνος μας τουλάχιστον πάνω από εκατόν πενήντα χρόνια. Αυτό ήταν ένα από τα θετικά της χούντας. Αλλά τώρα όλοι αυτοί που λένε ότι δεν έβλαψε η χούντα είναι πάλι με την βασιλική συμμορία.

Και ένα άλλο ρήγμα ήτανε και το κίνημα του ναυτικού.
Ήμασταν συγκρατούμενοι με αυτούς τους αξιωματικούς του πολεμικού ναυτικού. Οι οποίοι βασανίστηκαν άγρια. Άγρια. Μπορώ να σου πω και πιο βάρβαρα από μας τους αριστερούς. Γιατί ήταν ένας εμφύλιος στους κόλπους τους. Κι ήταν και ένα πάρα πολύ σημαντικό μήνυμα ότι υπάρχουν στο στράτευμα προοδευτικοί άνθρωποι και δημοκρατικοί άνθρωποι.

Εσείς πώς καταλαβαίνετε ότι φέρνουνε αξιωματικούς;
Αφού ακούγαμε το μακελειό που γινότανε. Μιλάμε τώρα για βάρβαρα πράγματα, για τέτοια που δεν τα συλλαμβάνει η φαντασία των ανθρώπων. Γι αυτό και πάρα πολλοί χουνταίοι και πολλά φασιστοειδή σήμερα λένε δεν υπήρχε τίποτα τότε. Για να καλέσουν αυτούς που πέρασαν από τα βασανιστήρια κι ήτανε αξιωματικοί του ναυτικού οι οποίοι κι αυτοί καταθέσανε τότε στις δίκες των βασανιστών να ακούσουν. Αλλά είναι θέμα αξιοπρέπειας, τι να πεις; Να βγάλεις όλον αυτόν τον οχετό αυτής της μαυρίλας; Για όλα αυτά γι αυτή τη δοκιμασία; Δηλαδή είναι θέμα αξιοπρέπειας, δε θέλουμε να μιλήσουμε.

Ναι, αλλά εσείς περιμένετε να έρθουνε μέσα αριστεροί. Πώς συνειδητοποιείτε  ότι ξαφνικά έχουν
έρθει αυτοί;

Κοίταξε εγώ ως αριστερός το κατάλαβα πάρα πολύ καλά ότι η χούντα έχει αντιφάσεις, ότι υπήρχε πάντα μέσα στο στρατό συζήτηση τι θα γίνει με τη χούντα. Και μετά υπήρχανε και δίκτυα τα οποία είχανε σχέση και με άλλες χώρες. Δεν είναι τυχαίο ότι τότε ήμουνα συγκρατούμενος με τον συμπατριώτη μου τον Ευάγγελο τον Αβέρωφ ένα διάστημα σε ένα από τα στρατιωτικά καταστήματα, ο οποίος ήτανε πολύ συντηρητικός πολιτικός. Αλλά επειδή ακριβώς η κοινοβουλευτική δεξιά έχασε από τη χουντική δεξιά, υπήρχε πρόβλημα εξουσίας. Όχι πολιτικής κατά τη γνώμη μου, αυτό που και σήμερα είναι η δεξιά. Δεν προσφέρει καμία πολιτική, δημαγωγεί και αναζητά την εξουσία. Και δεν το κάνει μόνον στην Ελλάδα, σε όλες τις χώρες ίδια είναι η δεξιά. Από την ίδια στόφα.

Και βρίσκεστε κοντά-κοντά με τον Αβέρωφ στα κελιά;
Ναι. Ο οποίος είχε πάρα πολύ ταλαιπωρηθεί, όπως και ανώτατοι αξιωματικοί είχαν υποστεί πάρα πολλές ταπεινώσεις και ξυλοδαρμούς και οι νεώτεροι είχανε υποστεί πολύ σκληρά βασανιστήρια άγρια. Άγρια, δηλαδή δεν τα σηκώνει ο νους.

Και κάτι τελευταίο ήθελα να σας ρωτήσω, στο πολυτεχνείο υπάρχει αυτή η διαμάχη για το αν θα πρέπει να γίνει η κατάληψη ή όχι ας πούμε. Εσείς πώς τοποθετείστε εκεί πέρα;
Ριζοσπαστικά, να γίνει κατάληψη εδώ και τώρα. Ναι, γι αυτό και οι δυνάμεις τότε της παραδοσιακής αριστεράς είχαν μια επιφύλαξη, διότι βλέπαμε ότι αυτό που πάμε να κάνουμε είναι μεγάλο τόλμημα και τι συνέπειες θα έχει. Και μετά βέβαια έλαβε μέρος. Αφού πλέον επιβάλλαμε την κατάληψη με άγριους ξυλοδαρμούς μεταξύ μας με τον δικό μας εμφύλιο και με άγριες αναμετρήσεις. Η κατάληψη επιβλήθηκε με σύγκρουση αν θυμάσαι ανάμεσα στους προοδευτικούς φοιτητές. Υπήρχαν προοδευτικοί φοιτητές που έλεγαν να μην προχωρήσουμε στην κατάληψη και άλλοι προοδευτικοί φοιτητές και ριζοσπάστες που εμείς ήμασταν απ΄ αυτό το ρεύμα ότι η κατάληψη πρέπει να γίνει.

Εσείς τότε μπαίνετε πώς; Κατεβαίνετε με τη νομική;
Ήμουνα από την Επιτροπή της νομικής. Αλλά στη συνέλευση μετά δεν εκλέχτηκα γιατί πάλι ήμασταν μειοψηφία εμείς που επιβάλλαμε την κατάληψη. Η πλειοψηφία ήθελε να καλέσουμε τον Κανελλόπουλο και να ορκίσουμε κυβέρνηση στο πολυτεχνείο με τη συμμετοχή κι ενός τμήματος της αριστεράς. Και εμείς το θεωρούσαμε αυτό τότε, είχα κάνει και τοποθέτηση τότε στη συνέλευση ότι αυτά είναι πολύ αφελή κι ότι εδώ πάμε σε μια μεγάλη σύγκρουση η οποία θα έχει άλλες εξελίξεις. Και ήταν τουλάχιστον αφελές να ορκίζαμε εμείς κυβέρνηση στο πολυτεχνείο. Τουλάχιστον αφελές.

Και ο κ. Κανελλόπουλος και οι άλλοι όταν το ακούσανε; Γιατί μεταφέρθηκε αυτή η πρόταση.

Ναι, ήρθαν και έξω από το πολυτεχνείο τότε, ήρθανε.

Θέλανε δηλαδή κάτι τέτοιο;
Ασφαλώς και θα θέλανε. Ότι θα ετοιμάζανε γι αυτούς θα το δεχόντουσαν. Αυτοί δεν ετοίμαζαν ποτέ τίποτε. Εγώ τους θυμάμαι από παιδί.

Εσείς τότε είχατε επαφές με το ΠΑΚ;
Ναι ήμασταν με τον Κώστα τον Λαλιώτη σε πολύ καλή συνεργασία, με τον Θανάση τον Τσούρα, με το Νίκο το Μιχαλόπουλο.

Και μόνοι σας το αποφασίσατε;
Κοιτάξτε, υπήρχαν τότε και δηλώσεις από το εξωτερικό ότι πρέπει να πάμε σε αναμέτρηση και σε ρήξη. Είχε κάνει ο Ανδρέας ο Παπανδρέου δηλώσεις τότε από το εξωτερικό.

Και από κει και πέρα αποφασίζετε εσείς;
Είχαμε τη λογική της ρήξης έτσι κι αλλιώς. Έτσι κι αλλιώς σε όλη τη διαδικασία του κινήματος.

Υπήρχε μία αμφιλεγόμενη δήλωση του κ. Παπανδρέου την Πέμπτη το πρωί; Κατά την πρώτη μέρα δηλαδή, θυμάστε κάτι;
Όχι γιατί δεν είχαμε τέτοια λογική εμείς να πει κάποιος πολιτικός αρχηγός ή κάποιο κόμμα άποψη. Δεν είχαμε και πολύ καλή άποψη για τα κόμματα και τους αρχηγούς. Για να είμαστε εξηγημένοι δηλαδή, γιατί με δηλώσεις δε γίνεται κίνημα. Δίνεται μια κατεύθυνση. Κίνημα ανατρεπτικό ριζοσπαστικό απέναντι σε ένα φασιστικό καθεστώς γίνεται με θυσία. Δηλαδή γίνεται με εξέγερση και γίνεται με παρόντες, όχι με δηλώνοντες.

Η 21η Απριλίου του ΄67 που σας βρίσκει εσάς στα Γιάννενα, στην Ήπειρο ή εδώ;
Όχι, ήμουνα εδώ.

Γιατί στα Γιάννενα γίνανε διαδηλώσεις.

Ναι γίνανε τότε και ήτανε εκεί ο Βάσης ο Λαοκράτης, ο Μωραΐτης ο Γιώργος, μετά αργότερα ο Πέτρος ο Ευθυμίου, που είχαμε αναπτυχθεί και στην Ήπειρο τότε εμείς και είχαμε συνεργασία. Η Πόπη η Βουτσινά που λείπει.

Και μένετε στην παρανομία μέχρι τη μεταπολίτευση;
Μέχρι τη μεταπολίτευση ναι. Παρουσιάστηκα στη μονάδα που με καλούσε για επιστράτευση, όπου με εξεδίωξαν αμέσως.

Δε θέλανε βοήθεια;
Παρόλο που ήτανε λύση για μένα. Εγώ έκανα το καθήκον μου. Γιατί ήδη υπήρχε η τραγωδία στην Κύπρο.

Και σας είπανε «φύγε»;
Είναι το λιγότερο που θα μπορούσαν να πουν αυτοί. Μιλάμε δηλαδή για φαιδρή αλλά κατάσταση τραγωδίας. 'Έστι ουν τραγωδία'. Πολλές φορές πρέπει να ξαναφέρουμε στη μνήμη μας αυτή τη διατύπωση από την αρχαία ελληνική γραμματεία. Και δυστυχώς υπάρχουν τέτοιες δυνάμεις σήμερα ξανά στην ελληνική κοινωνία. Χωρίς μνήμη, χωρίς συνείδηση, χωρίς αντίληψη, χωρίς εδώ. Και δυστυχώς επίσης οι προοδευτικές δυνάμεις το αναγάγουν αυτό σε ένα πολιτικό παιχνίδι. Δεν είναι πολιτικό το παιχνίδι, έχει βαθύτερη σημασία.

'Έστι ουν τραγωδία' σε σχέση με...
'Μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας'. Δηλαδή έχουμε δει ένα σωρό αναπαραστάσεις αγώνων γύρω από το πολυτεχνείο. Μια σειρά από νεαρούς μικροαστούς και γόνους ανώτερων κοινωνικών τάξεων που θέλοντας να κάνουν την επανάστασή τους συνέχεια μετά καταλάμβαναν το πολυτεχνείο και το καίγανε. Αυτό είναι μια αναπαράσταση, δεν είναι αγώνας. Όπως και πάρα πολλοί που εμπνεύστηκαν απ΄ αυτόν τον αγώνα και κάνανε αναπαραστάσεις παντός τύπου. Δηλαδή και αυτές οι μικροένοπλες ομάδες που κάνανε αυτές τις δολοφονίες και τις εμφανίζουν τώρα σαν επανάσταση και σαν επαναστατική πολιτική αυτή η τυχοδιωκτική ομάδα. Και που και άλλοι είναι πιθανά. Πάντα υπήρχαν τυχοδιωκτικά κινήματα. Και πάντα υπήρχανε και άτομα που δεν είχαν σχέση με τη συνείδηση του κινήματος και της κοινωνίας, αλλά με βαθύτερα δικά τους προβλήματα. Γιατί πρέπει να έχεις πολλή μαυρίλα μέσα σου για να κάνεις ενέδρα. Εμείς ζήσαμε ενέδρα από το παρακράτος της χούντας και της δεξιάς. Να στήνεις ενέδρα σε άλλον εκ του ασφαλούς. Δηλαδή χωρίς να είναι στο κίνημα.

Είχατε φέρει και κάτι ξύλα στην ασφάλεια πριν τη νομική, έτσι δεν είναι;
Ναι. Και πριν, είχα συλληφθεί αρκετές φορές.

Τότε με τις ηπειρώτισσες ας πούμε.
Είχα συλληφθεί αρκετές φορές. ’νευ σημασίας. Εγώ τη βρίσκω τυπική περίπτωση ενός ανθρώπου που μπήκε μαζί με άλλους ανθρώπους συνειδητά και αποφασισμένα να ανατρέψουμε αυτό το μαύρο καθεστώς που ντρόπιαζε τη χώρα μας για μια εφταετία, που εξευτέλισε τον πολιτισμό μας, τα ήθη μας, τις δημοκρατικές μας αρχές. Που οδήγησε κόσμο στην εξορία, κόσμο στις φυλακές, κόσμο στα βασανιστήρια και σε καταστροφή οικογένειες, ομάδες. Δηλαδή εγώ νομίζω ότι ήταν μετά τον εμφύλιο η μεγαλύτερη καταστροφή που υπέστη η χώρα. Και πάντα μέσα από την ίδια πλευρά. Διότι δεν είναι τυχαίο, αν εξαιρέσεις τους αξιωματικούς του ναυτικού και ορισμένους βασιλικούς, όλη η δεξιά είχε κλειστό το στόμα της, δε σήκωσε το ανάστημά της.

Και οι μεν βασιλικοί το κάνανε για τον αρχηγό τους το βασιλιά τους και ήταν τα φαινόμενα δηλαδή του αντιδικτατορικού αγώνα, αυτοί δεν είχαν πρόβλημα με τη δικτατορία, είχαν πρόβλημα με την ομάδα των αξιωματικών που έδιωξε τον Γλύξμπουργκ. Δηλαδή μιλάμε για τραγελαφικές καταστάσεις. Και οι υπόλοιποι στα πλαίσια μιας άλλης λογικής, μια ελάχιστη ομάδα της δεξιάς. Οι υπόλοιποι ούτε καν δηλώσεις δεν έκαναν. Απλώς ορισμένοι συναντιόταν στα σπίτια και συνομιλούσαν πως έχασαν τις εκλογές του ΄67 και πως έχασαν την εξουσία. Έχετε δει κανέναν δεξιό να εξεγείρεται; Γιατί υπάρχει κι ένα θέμα σήμερα ότι ποια είναι η δεξιά και ποια είναι η αριστερά. Δηλαδή να χρεώσουμε στην αριστερά ας πούμε τρομοκράτες, ανθρώπους που κάνουν ενέδρα σε ανθρώπους. Αυτοί δεν είναι αριστεροί, είναι τυχοδιώκτες.

Ενώ η δεξιά ήταν κυβερνώσα παράταξη κι είχε τρομοκρατικές ομάδες κρατικές και παρακρατικές και έχει τη λογική αυτή της καταδίωξης. Αυτό δεν το αμφισβητώ ότι το είχαν και ομάδες παραδοσιακής αριστεράς σε εμφύλιες συγκρούσεις. Γι αυτό λοιπόν χρειαζόμαστε έναν άλλο λόγο, έναν λόγο δημοκρατικό, προοδευτικό και συμμετοχικό. Δεν είναι δυνατόν να χτυπούν κάποιοι εν ονόματί μας. ’μα είναι να αποφασίσουμε οι ίδιοι για την πορεία μας. Και εδώ έρχεται η δεξιά κουλτούρα και η δεξιά νοοτροπία που λέει ατομικισμός την πάρτη σου και τον εαυτό σου και το σπιτάκι σου. Και αυτό πέρασε σε μεγάλη κλίμακα πλέον. Και υπάρχει κι ένα θέμα για την ελληνική κοινωνία, ότι οι συμμετοχικές διαδικασίες είναι περιορισμένες όταν η χώρα πρέπει να κάνει πολύ μεγάλα άλματα.

Γιατί έχουμε πρόβλημα με την πραγματική σύγκληση με τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίες δεν είχαν τέτοια φαινόμενα, αν εξαιρέσεις την Ισπανία, δεν πέρασαν από εμφύλιο και δεν πέρασαν από δικτατορίες. Κι εμείς πρέπει να τρέξουμε τώρα και αντί αυτού έχουμε δημαγωγία, σύγκρουση ποιος θα πάρει την εξουσία, παιχνίδια πολιτικά, κι όχι μια καθαρή συζήτηση για το τι πρέπει να κάνουμε σα χώρα.

Τα κείμενα που δημοσιεύονται αποτελούν την ακριβή απομαγνητοφώνηση των συνεντεύξεων, χωρίς καμία επεξεργασία.

Χωρίς σχετικές εκπομπές.

Τετάρτη 12 Αυγούστου 2015

Πολιτικές ανακατατάξεις και νέο μνημόνιο μετά τη Συμφωνία της Συνόδου Κορυφής της 12ης Ιουλίου




 Στέφανος Τζουμάκας, Αθήνα 12 Αυγούστου  2015


Έχουμε κατ’ επανάληψη τονίσει ότι η κρίση στην Ευρωζώνη θα είναι διαρκής όσο συνεχίζονται οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές της λιτότητας, της ύφεσης και της ανεργίας και μέσω της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Και αν μια φορά το νεοφιλελεύθερο μοντέλο οδήγησε σε ήττα το κενσυανό, ήδη η αποτυχία του νεοφιλελευθερισμού είναι καταφανής στην Ευρωζώνη, σε σχέση με τις διεθνείς οικονομικές εξελίξεις.

Η κρίση θα ταλανίζει χώρες και λαούς εφόσον οι ηγεσίες τους συνεχίζουν να επιμένουν στο συντηρητικό δρόμο των δημοσιονομικών προοπτικών που αποτελεί βέβαια, προνομιακό πεδίο των απανταχού νεοφιλελεύθερων, της σύγχρονης Δεξιάς πολιτικής.

Η Κυβέρνηση ασφαλώς και δεν ευθύνεται για την κατάσταση της διάλυσης της χώρας. Την ευθύνη έχουν όσοι ενέταξαν τη χώρα στο ΔΝΤ και τα μνημόνια, οι οποίοι τώρα αντί να κάνουν την αυτοκριτική τους και να σιωπούν, συμπράττουν εκ νέου με το Διευθυντήριο της Ευρωζώνης, στην ολοκλήρωση της πλήρους υποτίμησης της χώρας.

Τα κεντρικά θέματα για την Κυβέρνηση ήταν δύο: Η πολιτική στρατηγική για τη διαπραγμάτευση και η διαπραγματευτική της τακτική. Ήταν φυσικό επακόλουθο να αποτύχει. Διότι επέλεξε ως πολιτική στρατηγική την κρίση χρέους. Ενώ το κυρίαρχο πρόβλημα της χώρας είναι η διάλυση της παραγωγικής της βάσης και η υποτίμηση που υπέστη στο σύνολο της η χώρα και ιδιαίτερα στην πραγματική Οικονομία. Αντί να απαιτήσει πόρους και ένα νέο σχέδιο «Μάρσαλ» για επανεκκίνηση της Οικονομίας, η Κυβέρνηση ενεπλάκη στη δημοσιονομική στρατηγική του Διευθυντηρίου της Ε.Ε. που έχει ως προτάγματα το έλλειμμα, το χρέος και το δανεισμό της χώρας, δηλαδή τη στρατηγική της λιτότητας. Όσον αφορά, δε στη διαπραγματευτική τακτική, η αποτυχία ήταν προφανής, εκκίνησε με παρωδίες και show, με κλεφτοπόλεμο απέναντι σε υπέρτερες δυνάμεις εκβιασμού, με απειλές χωρίς αντίκρισμα και το κυριότερο με όχι σαφή θέση ότι ο συμβιβασμός ήταν η επιδίωξη.

Η θέληση των προοδευτικών δυνάμεων να οδηγήσουν σε αλλαγές, γνωστό και ως βολονταρισμός, είναι άλλο πράγμα από τις τυχοδιωκτικές πολιτικές και είναι επίσης, γνωστό ότι για να αποφεύγουμε τον τυχοδιωκτισμό, βασιζόμαστε σε αρχές και λαμβάνουμε υπόψη τον συσχετισμό δυνάμεων καθώς και δεν αναγάγουμε στρατηγικούς στόχους σε τακτικούς και το αντίστροφο. Τρία καθοριστικά στοιχεία στην εξέλιξη του προοδευτικού κινήματος. Εκ των προτέρων και από το Φεβρουάριο, είχαμε επισημάνει και τις πρακτικές του τότε Υπουργού Οικονομικών και την ανάγκη να υπάρξει άμεσα συμφωνία.

Η Κυβέρνηση Α. Τσίπρα επέλεξε διαπραγματευτικές τακτικές καθόλη τη διάρκεια της 6μήνης παράτασης της διαπραγμάτευσης, μη λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη της ένα σύμπλεγμα δυνάμεων μέσα και έξω από την Ευρωζώνη, που έχουν κάθε συμφέρον να αποτύχει μια προοδευτική διακυβέρνηση στη χώρα. Δυνάμεις του μονόδρομου, δυνάμεις τρίτων χωρών και άλλων νομισμάτων και δυνάμεις εγχώριων, παρασιτικών οικονομικών και πολιτικών κύκλων.

Η αποτυχία στην 6μηνη διαπραγμάτευση της Κυβέρνησης ήταν φυσικό επακόλουθο της αδιέξοδης στρατηγικής της, που οδήγησε σε μια ετεροβαρή συμφωνία στο πλαίσιο της Συνόδου Κορυφής της Ευρωζώνης στις 12 Ιουλίου.

Αυτό που προέχει να επισημάνουμε για την εν λόγω διαπραγμάτευση είναι η αποτυχία της διαπραγματευτικής ομάδας της Κυβέρνησης. Οι πρακτικές «αγοράς χρόνου» και απροσδιοριστίας, οι παλινωδίες και οι καθυστερήσεις με επικοινωνιακά show και «ταξιδιωτικές δηλώσεις» αποδοχής του 70% έναντι του 30% των μέχρι τώρα ασκούμενων μνημονιακών πολιτικών, ενίσχυσαν εντέλει περαιτέρω το Διευθυντήριο της Ευρωζώνης που επεδίωκε τη διατήρηση του νεοφιλελεύθερου «μονόδρομου», τη περαιτέρω καθήλωση όλων των παραγόντων των ευρωπαϊκών εξελίξεων στη δημοσιονομική στρατηγική, του ελλείμματος και του χρέους και την υποταγή της Κυβέρνησης σε βάθος 3ετίας, φέρνοντας εντέλει τη χώρα αλλά και τις προοδευτικές της δυνάμεις σε περαιτέρω αδυναμία.

Το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, ήταν αποτέλεσμα της διακοπής των διαπραγματεύσεων εκ μέρους του Πρωθυπουργού Α. Τσίπρα, ως απάντηση στην εκβιαστική τακτική των εκπροσώπων των δανειστών γιατί το πραγματικό όνομα της Ευρωζώνης είναι οι «εκπρόσωποι των δανειστών». Αν είχε αίσια έκβαση η διαπραγμάτευση, είναι προφανές ότι δε θα προέβαινε στην προκήρυξη του. Το δημοψήφισμα ήταν το αποτέλεσμα και της αποτυχίας της Κυβέρνησης στις  διαπραγματεύσεις και του ανάλογου αδιεξόδου καθώς και του εκβιασμού της Κυβέρνησης και της χώρας από το Διευθυντήριο.

Υποστηρίξαμε ως Σοσιαλιστικό Κόμμα, το ΟΧΙ στο δημοψήφισμα για λόγους αρχής καθότι η Ελλάδα αλλά και κάθε ευρωπαϊκή χώρα δεν μπορεί να συμμετέχει σε μια ένωση, στα πλαίσια της οποίας υπόκειται σε εκβιασμούς και τελεσίγραφα. Η διενέργεια δημοψηφίσματος αποτελεί προφανώς, αναφαίρετο δικαίωμα κάθε Κυβέρνησης και δημοκρατικό δρόμο για τους πολίτες.

 Ασφαλώς όμως, υπάρχουν και οι δυνάμεις των «προθύμων» και ιδιαίτερα οι δυνάμεις εκείνες που αν και προκάλεσαν οικονομική και κοινωνική διάλυση στη χώρα, σε σύμπνοια με τις δυνάμεις της διαπλοκής και τους ιδιοκτήτες των ΜΜΕ, αποτελούν ένα «μαύρο μέτωπο» με επιδιώξεις «παλινόρθωσης», που είναι δεδομένο ότι επιχείρησαν και μέσω του δημοψηφίσματος αλλά και ότι θα εξακολουθήσουν να υπονομεύουν κάθε προοδευτική εξέλιξη στη χώρα γιατί έρχεται σε αντίθεση με τα συμφέροντα της.

Καταφανής ήταν και η κατάπτωση ευρωπαϊκών ηγεσιών που ενεπλάκησαν υπέρ του ΝΑΙ ή που προσπάθησαν να αλλοιώσουν το πολιτικό περιεχόμενο του δημοψηφίσματος που αφορούσε την ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης της χώρας, εντός του Ευρώ. Ορισμένοι αγωνιστές του αντιμνημονιακού μπλοκ επιχειρούν να κάνουν σημαία το ΟΧΙ, ερμηνεύοντας το ως πεδίο διαμόρφωσης ενός «οχήματος» με προμετωπίδα την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα. Αδιέξοδα στα οποία οδηγούνται ορισμένοι που θεωρούν ότι με την υποκατάσταση της Οικονομίας είτε από την κρίση χρέους, είτε από την αλλαγή του νομίσματος, θα διαμορφωθούν όροι εξόδου από την κρίση. Οι εν λόγω όροι όμως, αυτοί είναι ανάπηροι.  

Από το αρνητικό αυτό αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης με επαχθείς όρους, προέκυψε ένα κρίσιμο θέμα που δεν αφορά μόνο σε θέματα ιδεολογίας και πολιτικού σχεδίου αλλά έχει σχέση με την ίδια τη φυσιογνωμία του κυβερνητικού επιτελείου σχετικά με την πραγματική κατάσταση και την Οικονομία της χώρας και αφορά σε ορισμένους από το στελεχικό δυναμικό της Κυβέρνησης που έδειχναν να μην έχουν αίσθηση και γνώση για βασικά θέματα διαχείρισης κρατικών υποθέσεων.

Εάν ο σκοπός ήταν πράγματι ο συμβιβασμός δεν θα είχαν χρησιμοποιηθεί αυτά τα μέσα. Αυτό είναι το πολιτικό μάθημα από αυτή τη διαπραγμάτευση που αφορά στο ότι δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται άλλα πολιτικά μέσα για άλλους πολιτικούς σκοπούς.

Συγκεκριμένα, η θέση της Κυβέρνησης ήταν εξαιρετικά δυσχερής και προσδιοριζόταν από τα «ούτε, ούτε», δηλαδή ούτε υποταγή, ούτε ρήξη. Προφανώς τα «ούτε» δεν δείχνουν δυνατή ηγετική πολιτική με σαφείς στόχους που να κατατείνουν σε ένα θετικό αποτέλεσμα. Και η θετική έκβαση ορίζεται από την προοδευτική έξοδο από την κρίση της χώρας.

Η Κυβέρνηση δεν είχε στρατηγική νίκης, ουδέποτε μίλησε για νίκη ούτε προεκλογικά, ούτε μετεκλογικά. Η στρατηγική της ήταν ένας «συμβιβασμός» με τη διατύπωση ότι θα είναι αμοιβαία επωφελής, πράγμα αδιανόητο με τον παρόντα συσχετισμό δυνάμεων στην Ευρωζώνη.

Ως εκ τούτου, διατυπώσεις, όπως αυτή του Πρωθυπουργού στο Κοινοβούλιο ότι «ηττηθήκαμε» που αποσκοπεί στο να δημιουργήσει και «συμπάσχοντες και συν-αποδέκτες», δεν βασίζεται στην αλήθεια. Αυτή η ακατάσχετη φιλολογία περί της ήττας είναι πολιτικά «αφασιακή» και ψευδής. Το ερώτημα είναι σαφές και άμεσο: ποιος είχε στρατηγική νίκης και πότε τι διατύπωσε; Ποιο ντοκουμέντο περί στρατηγικής νίκης, υπήρξε; Κανένα. Προς τι λοιπόν, οι οιμωγές, οι κλαυθμοί και οδυρμοί περί ήττας από την μια μεριά και πύρρειου νίκης από την άλλη; Ήταν ένας εκβιαστικός ετεροβαρής συμβιβασμός. Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο.

Όλη η δικαιολογητική βάση της πολιτικής της Κυβέρνησης στη διαπραγμάτευση ήταν ο «έντιμος συμβιβασμός». Η διαπραγματευτική ομάδα ωστόσο, ήταν ανερμάτιστη και χωρίς αρχές, στο ζήτημα της διαπραγμάτευσης για συμβιβασμό, διότι μπορούσε να τον εξασφαλίσει από τον πρώτο μήνα της διαπραγμάτευσης και με ηπιότερες συνέπειες από τον ετεροβαρή συμβιβασμό που εντέλει υποχρεώθηκε να δεχτεί τόσο από την επικυριαρχία του νεοφιλελεύθερου Διευθυντηρίου της Ευρωζώνης αλλά και λόγω των δικών της πολιτικών ευθυνών που συνέβαλαν σε αυτό το έκτρωμα εκβιασμού που ονομάστηκε συμφωνία.

Τα άλλα όλα είναι εκ περισσού γιατί ήταν και είναι γνωστά. Και ακριβώς έναντι εκβιαστών, μια διαπραγματευτική ομάδα με προοδευτικές αρχές, δεν κάνει κλεφτοπόλεμο και δήθεν ρήξη αντί του συμβιβασμού, για τον οποίο και είχε εντολή από το εκλογικό σώμα.

Αυτή η αποτυχημένη διαπραγματευτική τακτική του στυλ «απειλώ για ρήξη ενώ επιδιώκω συμβιβασμό», θα μνημονεύεται στο μέλλον, ως εκ των πιο πολιτικά άστοχων και επιζήμιων στον προοδευτικό χώρο.

Ήταν αυτονόητο ότι θα μετατρεπόταν σε μπούμερανγκ για την Κυβέρνηση και για τη χώρα.

Δεν έγινε κανένα λάθος. Ανάλογα με τους στόχους, προσδιορίστηκε και το αποτέλεσμα. Άλλες ανάγκες είχε η χώρα, άλλους στόχους είχε η διαπραγματευτική ομάδα.

Άλλη ήταν η πραγματικότητα και άλλη όριζαν ορισμένα κυβερνητικά στελέχη ως πραγματικότητα, υιοθετώντας την περίφημη θέση: «Όταν η πραγματικότητα δεν συμφωνεί μαζί μας, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα»

Συγκεκριμένα, η χώρα είχε τρεις επείγουσες ανάγκες που αφορούσαν στην παροχή ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα, στην απρόσκοπτη χρηματοδότηση του δημοσίου τομέα, και στην αποκατάσταση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας καθώς και στην έξοδο στις αγορές. Αυτά ήταν τα κυρίαρχα. Παράλληλες ήταν οι επιδιώξεις της Κυβέρνησης -και όχι οι κυρίαρχες για τη χώρα- για τη διεθνοποίηση του «ελληνικού ζητήματος» και την ιδεολογική αντιπαράθεση με τον νεοφιλελευθερισμό στην Ευρωζώνη, υπό τον παρόντα δυσμενή συσχετισμό δυνάμεων στην Ε.Ε.

Η ηγετική ομάδα της Κυβέρνησης υπέθεσε άτοπα, ότι οι εταίροι και δανειστές, θα έδιναν τώρα μια περίοδο χάριτος προκειμένου το ελληνικό δημόσιο να απαλλαγεί από την αποπληρωμή των χρεών και ότι με τα εν λόγω κονδύλια θα μπορούσε να εφαρμόσει μια πολιτική δικαιότερης διανομής και αναδιανομής, μια πάγια επιλογή των προοδευτικών δυνάμεων, επιτυγχάνοντας έτσι την υλοποίηση μέρους από τις θέσεις του προγράμματος της Θεσσαλονίκης. Είναι προφανές ότι το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης βασίστηκε τόσο στην άμεσα υποτιθέμενη περίοδο χάριτος αποπληρωμής του χρέους όσο και στη μη αύξηση της «πίτας», καθότι η χώρα είναι σε 6ετή ύφεση και σε συνεχή μείωση του εθνικού της πλούτου, προκειμένου να εκκινήσει αυτή η διαδικασία διανομής καθώς και ότι εντέλει θα επικρατούσε πολιτικά έναντι των δανειστών.

Είναι προφανής η ανάγκη για να τεθούν το σύνολο των στοιχείων στα πλαίσια μιας ολοκληρωμένης συζήτησης για την αντιμετώπιση των ανισοτήτων στη χώρα, που οξύνθηκαν σημαντικά την τελευταία 6ετία. Προφανές όμως, ήταν και είναι ότι θα χρειαστεί χρόνος και πολιτικό-οικονομικές προσπάθειες για να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις υλοποίησης του προγράμματος της Θεσσαλονίκης. Η άγνοια βλάπτει κάθε προοδευτική προσπάθεια.

Στα πλαίσια αυτά, αποτελεί πρωτοφανή πολιτική απάτη και το λεγόμενο «πρόγραμμα Γιούνκερ» και όσων το διακίνησαν και το διακινούν, περί δήθεν πακέτου 35 δις ευρώ που από πολλούς θεωρήθηκε ως πρόσθετη αναπτυξιακή βοήθεια στη χώρα ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για κονδύλια που έχουν εγκριθεί για την περίοδο 2014-2020 και ανέρχονται πρώτον, στα 19.5 δις ευρώ μέσω των διαρθρωτικών ταμείων και δεύτερον, για συνολικές ενισχύσεις 15.5 δις ευρώ, που δικαιούται η χώρα στο πλαίσιο της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής της Ε.Ε. Ένα μικρό μέρος από το σύνολο αυτών των ενισχύσεων θα αποδοθεί στη χώρα για εμπροσθοβαρείς δράσεις για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης. Όμως, αυτό απέχει πολύ από το να παρουσιάζουν ορισμένοι, τις ενισχύσεις αυτές που δικαιούται η χώρα, ως δήθεν νέα, αυτοτελή κονδύλια για επενδύσεις.

Το νεοφιλελεύθερο Διευθυντήριο της Ε.Ε. πέτυχε να επιβάλλει μια επαχθή συμφωνία στη χώρα και την αντίστοιχη επιτήρηση μέσω της «τετραμερούς εκπροσώπησης» για την υλοποίηση της με όρους μνημονίου. Ταυτόχρονα επέβαλε μια νέα «οιονεί» πολιτική κηδεμονία και επέμβαση στην πολιτική ζωή της χώρας με υποστηρικτικό «προγεφύρωμα» τις μνημονιακές πολιτικές δυνάμεις που άλλες επέβαλαν και εφάρμοσαν και άλλες υποστήριξαν νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Χαρακτηριστικό είναι ότι ενόψει των προσεχών εκλογών, ορισμένοι έχουν αποθρασυνθεί και θέτουν τη συνταγματική άσκηση των δικαιωμάτων και την εφαρμογή της εκλογικής νομοθεσίας υπό την αίρεση των θελήσεων του Βερολίνου και των Βρυξελλών. Μιλάμε πλέον, όχι μόνο για μια νέο-αποικιακή πολιτική χρέους αλλά και για νέα απόπειρα επιβολής νέο-αποικιακών πρακτικών πολιτικής διακυβέρνησης.

Ήδη έχουν διαμορφωθεί νέα πολιτικά δεδομένα όσον αφορά τις μελλοντικές πολιτικές εξελίξεις και την αναδιάταξη των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων. Μετά την ομαδική καταψήφιση κατά τη διαδικασία κύρωσης της απόφασης της Συνόδου Κορυφής της Ευρωζώνης από δεκάδες βουλευτών του κυβερνητικού κόμματος, το ρήγμα στο Σύριζα καταλήγει και στη δημιουργία νέου κόμματος. Το νέο κόμμα ήδη αυτοπροσδιορίζεται στον αντιμνημονιακό χώρο και στη δημιουργία προϋποθέσεων εξόδου από το ευρώ και επιστροφής στο εθνικό νόμισμα. Η εξέλιξη αυτή οδηγεί στην απώλεια της κυβερνητικής αυτοδυναμίας.

Την ηγεσία του Σύριζα την ευνοεί πολιτικά και εκλογικά, η άμεση προσφυγή στις κάλπες. Η μνημονιακή αντιπολίτευση, το Βερολίνο, τις Βρυξέλλες και το υπό ίδρυση αντιμνημονιακό κόμμα επιδιώκουν μετάθεση της διενέργειας εκλογών. Το δε μνημονιακό μπλοκ μέσα και έξω από τη χώρα διακινεί συστηματικά τη συγκρότηση ¨Κυβέρνησης εμπιστοσύνης» με επικεφαλής τον Α. Τσίπρα, για μια ορισμένη περίοδο. Η προκλητική δήλωση της Κ. Λαγκάρντ περί του ποιος θα είναι ο «ιδιοκτήτης» εφαρμογής των συμφωνηθέντων, δεν έχει προηγούμενο.

Μετά το δημοψήφισμα, η Κυβέρνηση δε βασίζεται πλέον μόνο στη ψήφο της 25ης Ιανουαρίου αλλά και στη διακομματική επιτροπή που πραγματοποιήθηκε την επομένη του δημοψηφίσματος ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας, στα 5 σημεία που τέθηκαν εκεί και αποτελούν τη βάση μιας ετεροβαρούς διαπραγμάτευσης, στη ψήφο των μνημονιακών πολιτικών δυνάμεων που κατεξοχήν τη θεωρούν «ψήφο πλυντήριο» και έχουν ως στρατηγική τη ρεβάνς.

Οι δυνάμεις που ενέταξαν τη χώρα στο ΔΝΤ και στα μνημόνια, αντί να κάνουν την αυτοκριτική τους, «σηκώνουν το χέρι» και υπερψηφίζουν στη Βουλή. Οι δυνάμεις που ισχυρίζονταν ότι αν δεν υπήρχαν τα μνημόνια, έπρεπε να τα εφεύρουμε, που οδήγησαν σε κοινωνικά και οικονομικά ερείπια, οι δυνάμεις που αποτελούν μέρος του προβλήματος της χώρας και οι πολίτες τους οδήγησαν με τη ψήφο τους στην πολιτική ήττα, επιδιώκουν να εμφανιστούν εκ νέου ως μέρος της λύσης για τη χώρα.

Είναι και αυτό μια από τις συνέπειες της αποτυχίας της διαπραγμάτευσης.

Περαιτέρω, τίθενται ερωτήματα για το αν το ισοζύγιο είναι αρνητικό ή θετικό σχετικά με τις ευρύτερες διεθνείς συνεργασίες και τη συμπόρευση της Κυβέρνησης με χώρες στην παρούσα πολιτική συγκυρία, όσον αφορά τη διεθνή πολιτική της όψη. Και το βασικό ερώτημα που τίθεται, είναι προφανές: θέλουμε ως χώρα, διεθνείς συνεργασίες στη βάση της συμπόρευσης ή χρήστη των διεθνών εξελίξεων;

Συγκεκριμένα, από την διαδικασία διαπραγμάτευσης, προκύπτει ότι οι ΗΠΑ παραμένουν αμετακίνητες στο να εφαρμοστεί ένα σκληρό νεοφιλελεύθερο μοντέλο εργασιακών σχέσεων και αμοιβών στην Ελλάδα που ήδη επικρατεί πολλά χρόνια στις ΗΠΑ και που δεν έχει καμία σχέση με την κοινωνική Ευρώπη, τη δημόσια υγεία και τη δημόσια ασφάλιση. Σε αυτό δεν έχουμε τίποτα κοινό. Οι ΗΠΑ στην προηγούμενη περίοδο της κρίσης προέτασσαν την ποσοτική χαλάρωση ενώ σε αυτή την περίοδο προτάσσουν την κρίση χρέους για εντελώς διαφορετικούς λόγους από ότι η ελληνική Κυβέρνηση και κυρίως ως πίεση προς την «γερμανική Ευρώπη». Ταυτόχρονα, προωθούν την περαιτέρω υποτίμηση της χώρας προκειμένου να γίνουν επενδύσεις με τριτοκοσμικούς όρους στην Ελλάδα και να κερδοσκοπήσουν ορισμένα επιχειρηματικά συμφέροντα.

Η Ιταλία και η Γαλλία αξιοποίησαν και θα συνεχίσουν να αξιοποιούν την αντιπαράθεση με την Γερμανία και τις σχέσεις αντιπαλότητας Αθηνών-Βερολίνου προκειμένου να προωθήσουν δικές τους πολιτικές στην Ευρωζώνη. Συγκεκριμένα, αυτή την περίοδο ανεπίσημα διεξάγονται συζητήσεις για την περαιτέρω εμβάθυνση της Ευρωζώνης, όπου μετά την τραπεζική ένωση, θα ακολουθήσει ενιαίο πλαίσιο κοινής δημοσιονομικής και φορολογικής πολιτικής και η θεσμοθέτηση Υπουργού Οικονομικών της Ευρωζώνης. Με αφορμή την ένταση, ορισμένες ηγεσίες στην Ευρωζώνη κάνουν πολιτική ευκαιριών χωρίς όραμα για ένα άλλο πολιτικό σχέδιο στην Ευρωζώνη και στην Ε.Ε.

Όσον αφορά τη Ρωσία, η υπόθεση του αγωγού φυσικού αερίου ήδη ετέθη ως θέμα περαιτέρω διαλόγου μεταξύ της ελληνικής και ρωσικής πλευράς. Η Ρωσία προωθεί πλαίσιο περαιτέρω συνεργασίας της με την Ουκρανία για τη διέλευση του φυσικού αερίου από τον ήδη υπάρχον αγωγό της όσο και συμφωνία με Α. Μέρκελ - Φ. Ολάντ για διενέργεια εκλογών το φθινόπωρο στις ρωσόφωνες περιοχές της Ουκρανίας.

Συμμετέχοντας στην Πρωτοβουλία για την Προοδευτική Έξοδο από την Κρίση που μετεξελίχθηκε στην ίδρυση του Σοσιαλιστικού Κόμματος, είχαμε επιτυχώς προσδιορίσει τις δύο στρατηγικές για την έξοδο από την κρίση όπου η συντηρητική στρατηγική οριζόταν και εξακολουθεί να ορίζεται από την εμμονή στο δημοσιονομικό ζήτημα και στο ζήτημα της κρίσης χρέους , στρατηγική που οδηγεί σε αποτυχίες ήδη για έκτο χρόνο και την προοδευτική στρατηγική που η κατεύθυνση της έχει ως αναφορά την παραγωγική βάση και ανασυγκρότηση, την καινοτομία, τη δημιουργία, την πραγματική Οικονομία, τις θέσεις εργασίας. Είναι ο δρόμος για να ξαναποκτήσει η χώρα και η ελληνική κοινωνία και να δημιουργήσει όσα κατέστρεψαν πολιτικές ηγεσίες και συμφέροντα στη χώρα και στην Ευρωζώνη.

Η αποτυχία της διαπραγμάτευσης έφερε τη χώρα σε δυσμενέστερη θέση, δηλαδή οι τράπεζες χωρίς ρευστότητα, το δημόσιο χωρίς χρηματοδότηση. Η δε έξοδος στις αγορές μετατίθεται σε απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, ταυτόχρονα με μία ετεροβαρή συμφωνία και νέο μνημόνιο στην στρατηγική της λιτότητας. Αυτά είναι αποτελέσματα τόσο της καταστροφικής πολιτικής του νεοφιλελευθερισμού στην Ευρωζώνη αλλά και αποτέλεσμα της κρίσης στρατηγικής της ηγεσίας της Κυβέρνησης και της κυβερνητικής πολιτικής, η οποία ήδη έχει εξελιχθεί σε εσωκομματική κρίση του ΣΥΡΙΖΑ. Η επιμονή σε αυτή τη στρατηγική θα διαιωνίζει την κρίση και την αποτυχία πρώτα από όλα για τη χώρα αλλά και για τις προοδευτικές δυνάμεις. Αποτελεί κατεπείγον ζήτημα η αλλαγή στρατηγικής της Κυβέρνησης και η απεμπλοκή της από το τέλμα.

Μέρος αυτής της συντηρητικής στρατηγικής αποτελεί και το σχίσμα στην κυβερνητική παράταξη από στελέχη της, που με μία ευκαιριακή και ανάπηρη στρατηγική περί επιστροφής στο εθνικό νόμισμα. Η άνιση διανομή του πλούτου και η ανισότητα ανάμεσα στις χώρες της Ευρωζώνης δεν καθορίζεται από το νόμισμα αλλά από τις σχέσεις κυριαρχίας,  πολιτικών παραγωγής, διανομής και συγκέντρωσης πλούτου και πλεονασμάτων σε βάρος ελλειμματικών χωρών και  περιοχών που δεν έχουν τις ίδιες παραγωγικές και αναπτυξιακές δυνατότητες για τη δημιουργία πλούτου και δίκαιης διανομής του.

Το ρήγμα που προκλήθηκε στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία βασίστηκε στο αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης. Καμία πλευρά την προηγούμενη περίοδο δεν αμφισβητούσε τον συμβιβασμό αλλά μόνο την αξιολόγηση του. Για να πούμε ότι ανάγεται σε στρατηγική διαφορά το περιεχόμενο της διένεξης, θα πρέπει να τεθεί το ερώτημα, είναι μνημονιακό κόμμα ο ΣΥΡΙΖΑ;

Η Ελλάδα είναι μια χώρα με μέσο επίπεδο καπιταλιστικής ανάπτυξης. Στην άσκηση, επιρροή και διαμόρφωση εξουσίας συμμετέχουν πολλά κέντρα δύναμης στη χώρα και για αυτό αποτελεί άλλο παράγοντα το Κράτος, άλλο η Κυβέρνηση, άλλο το Κοινοβούλιο, άλλο τα κόμματα, άλλο οι κοινωνικές οργανώσεις. Ανεξάρτητα από τους επιμέρους δεσμούς, η ελληνική κοινωνία θα καθορίσει την περαιτέρω εξέλιξη στη διαδικασία εφαρμογής του νέου μνημονίου και της στρατηγικής της λιτότητας που από τη μέχρι τώρα εμπειρία δεν θα είναι επιτυχής. Η ύφεση, η ανεργία και η μείωση των εισοδημάτων θα είναι τα χαρακτηριστικά της.

Η κύρια αντίθεση στην παρούσα κρίση είναι ανάμεσα στο νεοφιλελευθερισμό και τους λαούς και όχι σε μια όψη της νομισματικής πολιτικής, όπως η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα που οδηγεί στο να υποτιμηθεί εκ νέου η χώρα και που υπόβαθρο αυτής της πολιτικής, αποτελεί η θεωρία του αδύναμου κρίκου της Ευρωζώνης. Η διάσπαση της Ευρωζώνης με αποχώρηση της Ελλάδας, δεν είναι υπέρ της χώρας. Είναι μια μηχανιστική μεταφορά αγωνιστών της παραδοσιακής Αριστεράς από τη θεωρία του Λένιν περί του «αδύναμου κρίκου του ιμπεριαλισμού». Τα ερωτήματα που τίθενται, σε αυτό το επίπεδο είναι τεράστια: Είναι ιμπεριαλιστική δύναμη  που προωθεί τα μονοπώλια η Ε.Ε.;  Είμαστε σε περίοδο επαναστατική στην Ελλάδα και μπορούμε «εξ εφόδου» να δημιουργήσουμε ρήγμα στην Ε.Ε. μέσω του «αδύναμου κρίκου» της; Συνδέεται η ρήξη με την Ευρωζώνη με την προοδευτική έξοδο της χώρας από την κρίση;

Έχει σημασία μια στρατηγική αν είναι μια στρατηγική που πατάει στα πόδια της για το προοδευτικό κίνημα ή αν ορισμένες πλευρές της συνδέονται με την παράδοση αποτυχημένων επιλογών στο προοδευτικό κίνημα λόγω αδιεξόδων.

Είμαστε απέναντι σε μια πολιτική, σε μια ιδεολογία και σε ένα σύστημα. Το ζήτημα είναι ποιες είναι οι δυνάμεις που είναι ενσωματωμένες σε αυτό. Έχει σημασία ο ριζοσπαστισμός δυνάμεων που δεν θα είναι ενσωματώσιμος στο σύστημα.

Χρειάζεται συμπαράταξη και συνεργασία όλων των προοδευτικών δυνάμεων που θα συμβάλλουν στην ανόρθωση της χώρας. Δε χρειαζόμαστε μέτωπα γιατί στην πρώτη δοκιμασία από τη μέχρι τώρα εμπειρία έχει φανεί πως οδηγούνται σε αποτυχίες.

Περαιτέρω, σε αυτή τη λογική της μη αίσθησης της πραγματικότητας και των άμεσων αναγκών της χώρας διατυπώθηκε από αγωνιστές και φίλους ότι το πρόβλημα είναι η «απεμπλοκή από το μνημόνιο». Αυτή είναι μια προοδευτική θέση που συμφωνούμε αλλά και η μισή αλήθεια. Με βάση τις μέχρι τώρα συμφωνίες, τα μέτρα των δύο προηγούμενων μνημονίων παραμένουν σε ισχύ. Χαρακτηριστικά, το ΤΑΙΠΕΔ θα είναι το «κακό ταμείο» των προηγούμενων μνημονίων που επιδίωξη έχει την εκποίηση δημόσιου πλούτου, τις λεγόμενες αποκρατικοποιήσεις, όπως περιφερειακά αεροδρόμια, ελληνικό, ΔΕΣΦΑ, ΟΛΠ, ΟΛΘ, ΤΡΑΙΝΟΣΕ, το αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος κλπ με σκοπό τα κονδύλια να διατεθούν για την απομείωση του χρέους. Το νέο μνημόνιο προβλέπει τη σύσταση νέου Ταμείου, που θα ελέγχεται από την ελληνική Κυβέρνηση και θα εποπτεύεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τα κέρδη θα αξιοποιηθούν για την ανακεφαλαιοποίηση των Τραπεζών, για την ανάπτυξη και για την αποπληρωμή του χρέους.

Αρνητική εξέλιξη αποτελεί επίσης, η πρόβλεψη για τη σύσταση του Δημοσιονομικού Συμβουλίου που θα αποτελεί ένα ανεξάρτητο από την Κυβέρνηση όργανο για τον διαρκή έλεγχο του προϋπολογισμού και που θα έχει τη δυνατότητα να προβαίνει σε οριζόντιες περικοπές. Η εν λόγω θεσμοθέτηση είναι αντίθετη με τις αρχές της λαϊκής κυριαρχίας και της δυνατότητας πολιτικής διακυβέρνησης της χώρας.

Ορισμένοι προκειμένου να παρακάμψουν το περιεχόμενο μιας στρατηγικής εισαγάγουν τη θεωρία της «νέας αρχής», δεν υπάρχει νέα αρχή χωρίς αλλαγή στρατηγικής και η ενότητα πρέπει να βασιστεί σε κοινούς στόχους. Και κοινούς στόχους δεν μπορούμε να έχουμε με τις δυνάμεις που οδήγησαν στην υποτίμηση της χώρας κατά 40% και με μεγάλη ευκολία υποστηρίζουν και τη νέα εσωτερική υποτίμηση.

Το πραγματικό πρόβλημα είναι να απεμπλακεί η χώρα από το φαύλο κύκλο της ύφεσης, της λιτότητας, της ανεργίας και της φτωχοποίησης. Να οδηγηθεί σε έξοδο από την κρίση με προοδευτικούς όρους, με όρους βιώσιμους κοινωνικά και οικονομικά. Και για να συμβεί αυτό θα χρειαστούν μακροπρόθεσμοι συλλογικοί αγώνες.

Η αποκατάσταση του βιοτικού επιπέδου της πλειοψηφίας των πολιτών, η ανάκτηση των απολεσθέντων δημοκρατικών, εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων και εισοδηματικών απωλειών της συντριπτικής πλειοψηφίας των πολιτών, απαιτεί μακροπρόθεσμη συλλογική προσπάθεια.

Και πρώτη προτεραιότητα για αυτό είναι η Οικονομία και η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Έξοδος από την κρίση σημαίνει την εκπόνηση καινοτόμων προγραμμάτων παραγωγής και ανάπτυξης τόσο σε κάθε κλάδο όσο και σε κάθε Περιφέρεια της χώρας. Σημαίνει επενδύσεις δημόσιες και ιδιωτικές, επιχειρήσεις, θέσεις εργασίας, προϊόντα, εξαγωγές, υπηρεσίες, καινοτομία, τεχνολογικοί εξοπλισμοί. Και δε θα ανακάμψει η χώρα με το να μεταφέρει πόρους διαρκώς στις υποδομές και στους αυτοκινητόδρομους, λόγω του ότι δεν απορροφώνται τα επενδυτικά σχέδια καθότι οι επιχειρήσεις δε διαθέτουν κεφάλαια και οι Τράπεζες δε διαθέτουν ρευστότητα για να συμβάλλουν στη δανειοληπτική ικανότητα των επιχειρήσεων. Σε αυτά τα πλαίσια, πρέπει να αναφέρουμε ότι από τις πιο επιτυχημένες επιλογές της Κυβέρνησης είναι η υπό σύσταση αναπτυξιακή Τράπεζα για την υποστήριξη επενδυτικών δραστηριοτήτων στη χώρα.

Η αντιπαράθεση εντέλει, όλων των πλευρών – του Διευθυντηρίου της Ευρωζώνης, του Β. Σόιμπλε, της Κυβέρνησης, των «δυνάμεων της απεμπλοκής και του νομίσματος» - δεν εντάσσεται στο στρατόπεδο της Οικονομίας αλλά της συντηρητικής δημοσιονομικής στρατηγικής. Ερίζουν μόνο για τους κανόνες του δημοσιονομικού προβλήματος και όχι για τη δημιουργία πραγματικής Οικονομίας.

Και είναι προφανούς σημασίας η απόσταση που χωρίζει το να δημιουργείς Οικονομία σε μια χώρα από το να επιλέγεις ως κυρίαρχο θέμα αντιμετώπισης, τους δημοσιονομικούς κανόνες. Η συγκέντρωση της προσοχής στην πολύμηνη διαπραγμάτευση με την οποία προκλήθηκε περαιτέρω βλάβη στην πραγματική οικονομία και στην κοινωνία, λειτούργησε αποπροσανατολιστικά και έβγαλε από την μεγάλη εικόνα ότι η χώρα έχει χάσει την τελευταία 5ετία σωρευτικά στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα μαζί με την αξία των ακινήτων και τις απώλειες εισοδημάτων, εμπορική αξία 1 τρισεκατομμύριο ευρώ.

Και μια Κυβέρνηση με στρατηγική θα έπρεπε να αναδεικνύει αυτό, ως καθοριστικό θέμα και να αναζητήσει λύσεις για τη σταδιακή και σε βάθος τουλάχιστον 5ετίας, αποκατάσταση της ζημιάς μέσω προσέλκυσης κεφαλαίων ιδιωτικών και δημόσιων με κατεύθυνση τη δημιουργία προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας και θέσεων εργασίας.

Το κεντρικό θέμα της χώρας πριν ακόμη από την κρίση του 2009, ήταν η διάλυση της παραγωγικής βάσης της χώρας. Οι μνημονιακές Κυβερνήσεις σκοπίμως, το παρουσίασαν ως πρωτίστως, κρίση ελλειμμάτων, κρίση δημοσίων δαπανών και ενός δήθεν μεγάλου και σπάταλου κράτους και στη συνέχεια ως κρίση δημόσιου χρέους. Αυτό και αποτέλεσε το «βούτυρο στο ψωμί» της χρηματοπιστωτικής και χρηματιστηριακής ολιγαρχίας, οδηγώντας στα κοινωνικά και οικονομικά ερείπια της νεοφιλελεύθερης πολιτικής των μνημονίων.

 Το στρατηγικό πρόβλημα της χώρας δεν είναι το δημόσιο χρέος αλλά η επείγουσα ανάγκη για την ανοικοδόμηση της παραγωγικής της βάσης.

Στην κρίση χρέους που αποτελεί μια επιμέρους όψη του προβλήματος της χώρας, στήνουν καριέρες μια σειρά από πανεπιστημιακούς και πολιτικούς κύκλους στο τρίγωνο Ουάσινγκτον-χώρα του δολαρίου- , Λονδίνου -χώρα της λίρας- και Αθηνών, πολιτική που διευκολύνει τα μέγιστα όλους τους συνενόχους που οδήγησαν τη χώρα να χάσει 1 τρισεκατομμύριο ευρώ εμπορικής αξίας σωρευτικά, να απολέσει το 25% του ΑΕΠ της, να κλείσουν 300000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις, να οδηγηθούν 4 εκατομμύρια πολίτες κάτω από τα όρια της φτώχειας, 1.5 εκατομμύριο στην ανεργία και το 20% του πλέον εξειδικευμένου, επιστημονικού προσωπικού της χώρας στη μετανάστευση.

 Η Κυβέρνηση επέλεξε ως στρατηγική της, την κρίση χρέους και ήδη υπέστη την αποτυχία και εξακολουθεί να υιοθετεί αυτή την αποτυχημένη πολιτική στρατηγική ενώ το πραγματικό πρόβλημα της χώρας είναι η πραγματική Οικονομία.

Το νέο μνημόνιο αποτελεί πρόγραμμα νέας δημοσιονομικής προσαρμογής στην στρατηγική της λιτότητας της Ευρωζώνης που η Κυβέρνηση το χαρακτήρισε ως ήπια προσαρμογή που αφήνει περιθώρια στη χώρα για ανάπτυξη. Τα αποτελέσματα δε θα είναι επιτυχή για την ελληνική Οικονομία, όπως δεν ήταν και τα προηγούμενα. Η στρατηγική της λιτότητας, της επιτήρησης και του μονόδρομου θα έχει την ίδια τύχη: ύφεση, ανεργία και φτωχοποίηση.

Πρόσφατα διατυπώθηκε και από τα δεξιά και από τα αριστερά ότι τα μνημόνια δεν είναι ούτε αριστερά ούτε δεξιά. Στα μνημόνια κυριαρχούν τα νεοφιλελεύθερα μέτρα που είναι η σύγχρονη σκληρή δεξιά. Είναι γνωστό –σε διεθνές επίπεδο- ότι προοδευτικά και αριστερά κόμματα έχουν εφαρμόσει συντηρητικές πολιτικές. Αυτό που είναι το καθοριστικό, είναι τι κυριαρχεί,  ποιο είναι το ισοζύγιο. Για ποια συμφέροντα και για ποιους σκοπούς.

Η χώρα χρειάζεται μια σταθερά προοδευτική πολιτική που θα προωθεί αλλαγές και θα απομονώνει τη συντήρηση και τις καταστροφικές δυνάμεις του μονόδρομου. Αλλά επίσης, είναι προφανές ότι χρειάζεται ανασύνταξη των προοδευτικών, των αντί-νεοφιλελεύθερων και αντί-μνημονιακών δυνάμεων με μια κριτική στα αρνητικά και μια υποστήριξη στα θετικά της κυβερνητικής πολιτικής.

Η χώρα πρέπει να αποκτήσει σαφή διακυβέρνηση που θα έχει την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού και θα διαμορφώσει μια κουλτούρα συνέπειας και έμπρακτης απόδειξης λόγων. Απαιτείται και επανακαθορισμός της δημόσιας συζήτησης στη χώρα. Ο δημόσιος λόγος με τα ούτε και ούτε, του τύπου «ούτε ρήξη ούτε υποταγή», χρειάζεται θετικό προσανατολισμό μετά την αποτυχία τουplan a” και την «αφασία» του “plan b.

Η Κυβέρνηση θα πρέπει να αλλάξει τη στρατηγική της και να στραφεί από τη δημοσιονομική καθήλωση στην αντιμετώπιση της διάλυσης της παραγωγικής βάσης της χώρας και στην αντιμετώπιση της ανεργίας. Ένα επιμέρους μόνο θέμα αυτής της στρατηγικής, πρέπει να συνεχίσει να αποτελεί η αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους με ρήτρα ανάπτυξης και εξαγωγών.

 Η εμμονή ότι το πρόβλημα της χώρας είναι η κρίση χρέους, θα διαιωνίζει την κρίση που οφείλεται στην πραγματικότητα στη διάλυση της παραγωγικής βάσης της χώρας.
Όλες οι πρωτοβουλίες της πρέπει να στραφούν στην πραγματική Οικονομία, στην παραγωγή, στις θέσεις εργασίας, στα εισοδήματα, στην παραγωγή πλούτου και στην καινοτομία. Ο εν λόγω οδικός χάρτης και δρόμος δεν είναι εύκολος για τακτικές του τύπου απεμπλοκής, ρήξης, διατυπώσεις του «εμείς ή αυτοί», συσπειρώσεις και αντί-συσπειρώσεις, πρακτικές που κατατείνουν στη μειοψηφία με νέα βερσιόν της κρίσης να αποτελεί το «φετίχ του νομίσματος» ή το ΟΧΙ του δημοψηφίσματος, που είναι ΟΧΙ όλων των προοδευτικών δυνάμεων και όχι μόνο ορισμένων.

Η χώρα χρειάζεται κουλτούρα δημοκρατικής πλειοψηφίας και μεταβατικές συμφωνίες στη βάση του συσχετισμού δυνάμεων καθώς και ένα 5ετές μεταβατικό πρόγραμμα ανασύνταξης της χώρας, όπου η πρώτη φάση θα μπορούσε να είναι η αποπληρωμή της τελευταίας δόσης του δανείου στο ΔΝΤ.

Όπως χρειαζόμαστε μεγάλη συγκέντρωση δυνάμεων με συνεργασίες και συμμαχίες για να οδηγήσουμε σε ήττα το Βερολίνο, για να απελευθερώσουμε την Ευρωζώνη από σφαίρα επιρροής του Βερολίνου και να ανακτήσουμε την ισοτιμία τόσο της χώρας μας όσο και κάθε άλλης χώρας στην Ε.Ε., για να ξαναγυρίσουμε σε προοδευτικές πολιτικές όπου οι δημόσιες και κρατικές πολιτικές θα κυριαρχήσουν πάνω στις αγορές, το ίδιο χρειαζόμαστε μια βραχυπρόθεσμη, μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη στρατηγική ανάκαμψης της χώρας για να μπορέσει να ανατρέψει τις μνημονιακές πολιτικές στην πράξη  με στόχο και να απαλλάξουμε τη χώρα από τη νέα 3ετή επιτήρηση, οικονομική και πολιτική.

Μια προοδευτική Κυβέρνηση που θέλει αλλαγές, χρειάζεται προϋποθέσεις και όχι αποτυχίες προκειμένου να οργανώσει επιμέρους και διαδοχικές ρήξεις απέναντι στη συντήρηση και να οδηγήσει τη χώρα στην παραγωγή, στην ανάπτυξη και στην εργασία. Και οι διατυπώσεις περί οριστικών λύσεων δεν ανταποκρίνονται στις παρούσες συνθήκες. Θα χρειαστούν μεταβατικές πολιτικές και μεταβατικές περίοδοι.

Οι θιασώτες των μετωπικών συγκρούσεων και ρήξεων καθώς και των οριστικών λύσεων ιστορικά έχουν ηττηθεί και στη χώρα μας και διεθνώς.

Αυτές είναι ορισμένες βασικές προϋποθέσεις για να μπορούμε να μιλάμε για προοδευτική πολιτική και για την έξοδο της χώρας από την κρίση. Για να οδηγήσουμε σε πολιτική ήττα τον νεοφιλελευθερισμό στη χώρα και στην Ε.Ε.

Για να ανοίξουμε τον προοδευτικό δρόμο της δημιουργίας, της συνοχής και των δικαιωμάτων θα χρειαστούν πολλές προσπάθειες, χρόνος και ενότητα όλων των προοδευτικών και δημοκρατικών δυνάμεων για την αντιμετώπιση των πραγματικών προβλημάτων της χώρας πέρα από άγνοια και σκοπιμότητες.

Στο ηθικό και ιδεολογικό πεδίο οι συντηρητικές δυνάμεις επιδιώκουν να εμπεδωθεί η κουλτούρα του μιθριδατισμού στη βάση της θεωρίας της συλλογικής ευθύνης και όλοι το ίδιο είναι, της αναδίπλωσης και του αναχωρητισμού ενώ τώρα προκύπτει ακόμη περισσότερο η απαίτηση της κοινωνίας για ανασύνταξη όλων των προοδευτικών δυνάμεων της που επιδιώκουμε την προοδευτική έξοδο της χώρας από την κρίση.

Οι δυνάμεις της δημιουργίας, της εργασίας και της παραγωγής θα αποτελέσουν την πρωτοπορία και όχι της ρητορικής και των διενέξεων της τηλε-δημοκρατίας.  

Πέρα από τα άμεσα προβλήματα της χώρας που συνδέονται με την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας, ρευστότητα στις τράπεζες χρηματοδότηση δημοσίου και βιώσιμο χρέος, το κυρίαρχο είναι ότι η χώρα χρειάζεται πόρους και κεφάλαια για επενδύσεις και για αυτό η χώρα πρέπει να απαιτήσει αποκατάσταση της ζημιάς που υπέστη λόγω της άσκησης της νεοφιλελεύθερης πολιτικής των μνημονίων την τελευταία 5ετία.

Για μια Ελλάδα προοδευτική και δημοκρατική, για μια Ευρώπη της ειρήνης, των δικαιωμάτων και των ελευθεριών.




Τρίτη 23 Ιουνίου 2015

Ανακοίνωση Γραφείου Τύπου Σοσιαλιστικού Κόμματος ενόψει της νέας Συμφωνίας





22 Ιουνίου 2015


Καμία πλευρά δεν έχει την παρούσα περίοδο επιδίωξη για ρήξη. Ούτε το Διευθυντήριο της Ευρωζώνης που ασκεί πολιτική κυριαρχίας και επιβολής όρων, ούτε και η Κυβέρνηση που επιδιώκει έναν συμβιβασμό. Κάθε άλλη συζήτηση επ’ αυτού, εξυπηρετεί συμφέροντα ή αφορά επιτήδειους.

Οι μειοψηφικές πολιτικές πόλωσης και οι τακτικές εντυπώσεων κρίνονται από την ουσία και όχι από τις απειλές χωρίς αντίκρισμα και τις πρακτικές συσπείρωσης-αντισυσπείρωσης. Η χώρα χρειάζεται μια κουλτούρα προοδευτικής πολιτικής διακυβέρνησης στη βάση της πλειοψηφίας. Και  πλευρές αυτής της αντίληψης είναι η απομόνωση των κύκλων και των αντιλήψεων που προκαλούν την αβεβαιότητα και την αστάθεια, στοιχεία που πάντα αποτελούσαν το έδαφος εκμετάλλευσης τους από  συντηρητικές δυνάμεις.

 Η Κυβέρνηση θα πρέπει να μεταβάλλει τη στρατηγική της και να στραφεί από τη δημοσιονομική καθήλωση στην αντιμετώπιση της διάλυσης της παραγωγικής βάσης της χώρας και στην αντιμετώπιση της ανεργίας. Ήδη με την παράταση των διαπραγματεύσεων έχει επέλθει περαιτέρω βλάβη στην πραγματική οικονομία και στην κοινωνία.


Η Ευρωζώνη είναι σε κρίση εξαιτίας των στρατηγικών του νεοφιλελευθερισμού και της λιτότητας. Είναι σε ύφεση, σε ανεργία και σε φτώχεια. Η Ε.Ε. έχει επίσης, σοβαρά θέματα στρατηγικού χαρακτήρα με τους συμμάχους της και έναντι των ανταγωνιστών της. Λόγω της αποτυχίας του δημοσιονομικού προγράμματος και της νεοφιλελεύθερης πολιτικής των μνημονίων επιδιώκουν να επιβάλλουν στην Ελλάδα μια δήθεν διορθωτική πολιτική που όμως θα εκφράζει ιδεολογικά, πολιτικά και οικονομικά την κυριαρχία της δημοσιονομικής στρατηγικής επί της Οικονομίας, γνώριμη πολιτική του νεοφιλελευθερισμού που διέπει την πλειοψηφία των ηγεσιών της Ε.Ε.

Αυτή η τεχνητή διόγκωση και η παρουσίαση της δημοσιονομικής κατάστασης της Ελλάδας ως το δήθεν μείζον ζήτημα στην Ε.Ε. είναι μια καιροσκοπική επιλογή ηγεσιών πολύ κατώτερων των περιστάσεων που θέλουν να εξυπηρετήσουν συγκεκριμένα συμφέροντα χρηματοπιστωτικά, τραπεζικά, επιχειρηματικά και με την πρωτοκαθεδρία του γερμανικού ηγεμονισμού.

Τα αδιέξοδα και οι αντιφάσεις της νεοφιλελεύθερης ηγεσίας της Ε.Ε. θα έχουν διάρκεια. Από τη μία εμφανίζονται τόσο οι ίδιοι όσο και πιο προκλητικά και τα δίκτυα τους στο χρηματοπιστωτικό και χρηματιστηριακό σύστημα και στα αντίστοιχα ανυπόληπτα διεθνή ΜΜΕ, ότι δήθεν η Ελλάδα απειλείται με έξοδο από το ευρώ και από την άλλη, είναι χαρακτηριστικές οι διατυπώσεις τους για την ισχύ και το μέλλον του ευρώ και της Ευρωζώνης από την πρώτη κιόλας παράγραφο του σχεδίου  απόφασης για τη Σύνοδο Κορυφής την προσεχή Πέμπτη, 25 Ιούνιου, όπου αναφέρουν: «Το ευρώ είναι ένα επιτυχές και σταθερό νόμισμα», αναγνωρίζοντας την αύξηση της ανεργίας, την ύφεση και την ανάγκη για ένα «πολιτικό και οικονομικό σχέδιο που θα έχει μια μακροχρόνια, δίκαιη και δημοκρατικά νόμιμη βάση».

Και ενώ στην πράξη οξύνουν τις ανισότητες στην Ευρωζώνη και στην Ε.Ε. συνολικά, στη λογική της Ένωσης των δύο ταχυτήτων, μεταξύ των προτάσεων τους επιδιώκουν την οργάνωση δράσεων «για να εξισορροπήσουν το εισόδημα φτωχότερων κρατών με τα πλουσιότερα».

Ανησυχία διέπουν και τις ΗΠΑ για τη συνεχιζόμενη κρίση στην Ευρωζώνη. Οι συνεχείς παρεμβάσεις της ηγεσίας των ΗΠΑ αποβλέπουν στο να αναδείξουν: 1. τις διαφορετικές οικονομικές επιλογές από την έναρξη της κρίσης το 2008  που συνέβαλαν με σχετική επιτυχία στην αντιμετώπιση της κρίσης σε αντίθεση με την αποτυχημένη πολιτική του σκληρού Ευρώ και του φαύλου οικονομικού κύκλου που επί μία επταετία αναπαράγεται στην Ευρωζώνη. 2. τον περιορισμό της γερμανικής κυριαρχίας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι και 3. τη διασφάλιση των ενεργειακών τους συμφερόντων μέσω και ευρωπαϊκών δικτύων.

Από άποψη ουσίας, σοβαρά ζητήματα στρατηγικής για τη Δύση, για τις εν λόγω δυνάμεις αποτελούν:

Πρώτον, η Διατλαντική Ένωση ελεύθερου εμπορίου ΤΤΙΡ, που αποτελεί και το μεγάλο στοίχημα των αγορών, των πολυεθνικών κολοσσών και των δικτύων τους τόσο στο δυτικό όσο και στο υπόλοιπο κόσμο. Η Διατλαντική αυτή Ένωση ως ένωση των ΗΠΑ, του Καναδά και της Ε.Ε., επιχειρείται από τις δυνάμεις του νεοφιλελευθερισμού να εξελιχθεί σε μια περαιτέρω πολιτική, πολιτιστική, οικονομική και στρατιωτική υπερδύναμη στα πλαίσια και του ΝΑΤΟ.

Οι ΗΠΑ και η Ε.Ε. έχουν ήδη επιβάλλει τη γραμμή της απομόνωσης της Ρωσίας λόγω της εμπλοκής της στο Κίεβο της Ουκρανίας από το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Είναι προφανής η επιδίωξη και η διαμόρφωση όρων για ένα νέο διπολισμό απέναντι στη Ρωσία, την Κίνα και τις χώρες των Brics. Οι δυνάμεις της ειρήνης και οι δυνάμεις της συνεργασίας είναι απαραίτητο όσο ποτέ να παρέμβουν αποτρεπτικά και να δημιουργήσουν όρους ασφάλειας, αμοιβαιότητας και συνεργασίας στην ευρωπαϊκή ήπειρο.

Δεύτερον, προωθείται μια νέα κούρσα εξοπλισμών του στρατιωτικό-βιομηχανικού συμπλέγματος προς εξυπηρέτηση ενός διττού στόχου: Αφενός, της οικονομικής εξάντλησης της Ρωσίας, λόγω της ανάγκης εφαρμογής εξοπλιστικών προγραμμάτων και από μέρους της και αφετέρου, της αναθέρμανσης των βιομηχανικών πολεμικών εξοπλισμών για το ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης σε μια σειρά από χώρες της Δύσης που παράγουν πολεμικό υλικό, αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων. Στα πλαίσια αυτά εντάσσεται και η πρόσφατη εντατικοποίηση των εξοπλισμών από μέρους των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Και είναι κρίσιμο θέμα για την Ευρώπη ότι δεν υπάρχει συζήτηση για την ευρωπαϊκή ασφάλεια, ενόψει αυτών των αρνητικών εξελίξεων για την ασφάλεια και την ειρήνη.

Τρίτον, προωθείται μια νέα αρχιτεκτονική στην Ε.Ε. και στην Ευρωζώνη των δύο ταχυτήτων με την οποία αποσκοπούν στο να επιβάλλουν την εμβάθυνση της Ένωσης ιδιαίτερα στην Ευρωζώνη με όρους νεοφιλελευθερισμού και κυριαρχίας ορισμένων δυνάμεων και για το σκοπό αυτό σχεδιάζουν τη δημιουργία και νέων θεσμών.

Στην Ε.Ε. και στην Ευρωζώνη επιδιώκουν να εντάσσονται χώρες που θα ανήκουν στην σκληρή «πρώτη ταχύτητα» και οι υπόλοιπες χώρες στη δεύτερη, γεγονός βέβαια που αποτελεί ήδη μια πραγματικότητα για την ίδια, ως αποτέλεσμα των πολιτικών που εφαρμόζουν όπου οι αρχές της Ε.Ε. για ισοτιμία και αλληλεγγύη έχουν κατεδαφιστεί και υποβαθμιστεί με την προετοιμασία δημιουργίας «ενός ταμείου (treasury) της Ευρωζώνης» ως «ταμείο απόρων χωρών», που θα οδηγούνται σε αποεπένδυση και σε διάλυση σημαντικές παραγωγικές, οικονομικές δραστηριότητες.

Ως εκ τούτου, πολύ «μελάνι» και αφόρητη προπαγάνδα ότι δήθεν το στρατηγικό διακύβευμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης αποτελεί το δημοσιονομικό ζήτημα της Ελλάδας, που αποτελεί ένα επιμέρους ζήτημα στην κρίση της Ευρωζώνης και στη ευρύτερη στρατηγική της Δύσης. Μια χώρα που η Οικονομία της αντιπροσωπεύει μόλις το 2% του Ευρωπαϊκού ΑΕΠ.

 Και το πολιτικό θέατρο έχει όρια. Πολιτικές ηγεσίες με το δημόσιο λόγο τους απαξιώνουν κάθε έννοια της Πολιτικής, καταφεύγοντας σε λογικές τόσο δημόσιων εκβιασμών όσο και ανεπίσημων σε συνεργασία με διαπλεκόμενα ΜΜΕ και συστήματα διαπλοκής στο τραπεζικό σύστημα  για την λαφυραγώγηση καταθέσεων με τη μέθοδο αποσταθεροποιητικών πρακτικών και δημιουργίας αβεβαιότητας όσον αφορά τις εξελίξεις μιας διαπραγμάτευσης. Οι πρακτικές αυτές παραπέμπουν σε κοινωνίες ζούγκλας και κατάπτωσης πολιτικών ηγεσιών με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το πρόσφατο μαγνητοσκοπημένο μήνυμα του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντ. Τουσκ που υπήρξε και Πρωθυπουργός χώρας.

Η κρίση θα ταλανίζει χώρες και λαούς εφόσον οι ηγεσίες τους συνεχίζουν να επιμένουν στο συντηρητικό δρόμο των δημοσιονομικών προοπτικών, του ελλείμματος και του χρέους. Αποτελεί βέβαια, προνομιακό πεδίο των απανταχού νεοφιλελεύθερων. Για τις χώρες όμως και τους λαούς, έξοδος από την κρίση σημαίνει επενδύσεις δημόσιες και ιδιωτικές, επιχειρήσεις, θέσεις εργασίας, προϊόντα, εξαγωγές, υπηρεσίες, καινοτομία, τεχνολογικοί εξοπλισμοί. Είναι δύο κόσμοι αντίθετοι.

Στα πλαίσια αυτά, το Διευθυντήριο της Ευρωζώνης συνεχίζει να ασκεί πολιτική ισχύος και επιβολής της δημοσιονομικής στρατηγικής απέναντι στην Οικονομία και τις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Αυτό έχει αποδειχθεί ότι συνιστά μια εξαιρετικά αρνητική εξέλιξη σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο. Δεν υπάρχει Ευρωζώνη που να διέπεται από αρχές και Συνθήκες. Δεν πρόκειται πλέον για Ένωση αλλά για Κυβερνήσεις που κυριαρχούν και ασκούν πολιτικές που απέχουν από τις αρχές της Ε.Ε., που μετέρχονται όλα τα μέσα επιστρατεύοντας και το οπλοστάσιο της φαιάς προπαγάνδας και του εκφοβισμού ως εάν να απευθύνονταν σε υπηκόους και όχι σε πολίτες. Προβαίνουν δε ακόμη και στη δημιουργία πολιτικών κρίσεων, αποσταθεροποίησης Κυβερνήσεων, οικονομιών και εμπιστοσύνης καταθετών και επενδυτών.

Υπό αυτό το καθεστώς οι Κυβερνήσεις του μονόδρομου και των μνημονίων της τελευταίας 5ετίας στην Ελλάδα οδήγησαν σε διάλυση τη χώρα και ορισμένες δυνάμεις εξ αυτών με πρωτοφανή θρασύτητα εμφανίζονται ως κήνσορες προσπαθώντας να αποσιωπήσουν τις ευθύνες τους, παριστάνοντας ότι ζούμε σε χώρα «λωτοφάγων». Οι δυνάμεις που οδήγησαν τη χώρα στη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα είναι σε ανοιχτή σύμπραξη και επικοινωνία με τους ομοϊδεάτες τους στην Ε.Ε. Είναι εμφανή τα δίκτυα και οι δυνάμεις που συνδέονται με ορισμένες όψεις της Οικονομίας, χρηματοπιστωτικός τομέας, τράπεζες αλλά και επιχειρηματικοί όμιλοι που επιδιώκουν τη διατήρηση της υποτίμησης των δυνάμεων της εργασίας.

Η Κυβέρνηση του Α. Τσίπρα επιδιώκει μέσα από τη μέχρι τώρα διαπραγμάτευση μια συμφωνία όπου η χώρα θα εξασφαλίσει ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα και χρηματοδότηση των αναγκών του Δημοσίου, ιδιαίτερα όσον αφορά την εκπλήρωση δανειακών υποχρεώσεων. Η επιμονή της Κυβέρνησης θα έπρεπε να αφορά στα εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ που απώλεσε η χώρα και οι πολίτες από την νεοφιλελεύθερη επιδρομή της 5ετίας και ένα σχέδιο αποζημίωσης επ’ αυτών.  

Από τις εξελίξεις είναι προφανές ότι δεν υπάρχει πλαίσιο αρχών Ευρωζώνης αλλά απαιτήσεις Κυβερνήσεων, οι οποίες επιδιώκουν να επικρατήσουν πάνω σε μια αποτυχημένη πολιτική στη λογική του μονόδρομου και της κυριαρχίας.

Η στρατηγική διαπραγμάτευσης της Κυβέρνησης εδώ και ένα 5μηνο εντάσσεται  στη συντηρητική στρατηγική της δημοσιονομικής σταθερότητας των αντίπαλων Κυβερνήσεων στην Ευρωζώνη. Μια προοδευτική στρατηγική πρώτα από όλα προτάσσει την πραγματική Οικονομία, τις επενδύσεις, την ανάπτυξη, την παραγωγική βάση. Αυτή τη στρατηγική που αντιμετωπίζουν με εχθρότητα Κυβερνήσεις της Ευρωζώνης. Με την στρατηγική της λιτότητας δεν υπάρχει λύση. Η κρίση θα συνεχίζεται. Η λύση θα προέλθει μόνο με την ήττα αυτή της πολιτικής. Με την ήττα της λιτότητας, με την ήττα του νεοφιλελευθερισμού. Μέχρι την επιτυχή έκβαση αυτής της προσπάθειας, θα υπάρξουν μεταβατικές συμφωνίες. Και πρέπει να λέμε τα πράγματα με το όνομα τους.

Από άποψη ουσίας και τακτικής δεν μπορεί να διογκώνεται ένα θέμα που αφορά τη συντηρητική πολιτική. Αποπροσανατολίζει τις προοδευτικές δυνάμεις. Δεν μπορεί να παρουσιάζεται ως «μητέρα όλων των μαχών», το δημοσιονομικό ζήτημα.

Οι μειοψηφικές πολιτικές πόλωσης και οι τακτικές εντυπώσεων κρίνονται από την ουσία και όχι από τις απειλές χωρίς αντίκρισμα και τις πρακτικές συσπείρωσης-αντισυσπείρωσης. Η χώρα χρειάζεται μια κουλτούρα προοδευτικής πολιτικής διακυβέρνησης στη βάση της πλειοψηφίας. Και  πλευρές αυτής της αντίληψης είναι η απομόνωση των κύκλων και των αντιλήψεων που προκαλούν την αβεβαιότητα και την αστάθεια, στοιχεία που πάντα αποτελούσαν το έδαφος εκμετάλλευσης τους από  συντηρητικές δυνάμεις

Είναι άλλωστε, κοινός τόπος ότι το σύστημα διαπλοκής και επιχειρηματικοί κύκλοι τόσο με την ανοχή όσο και με τη σύμπραξη Κυβερνήσεων σχεδόν για τρεις δεκαετίες επέβαλαν να μην ανοίγει καμιά δημόσια συζήτηση στη χώρα για την πραγματική Οικονομία.

Προφανείς οι λόγοι και κυρίως να μην γίνεται αναφορά στο ετήσιο παραγόμενο πλούτο, στη διανομή του, στη φοροδιαφυγή και στη μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών. Αντίστοιχα, εξέτρεπαν τη συζήτηση στα δημοσιονομικά με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί διαχρονικά η πεποίθηση ότι τα δημοσιονομικά είναι το πρόβλημα της ελληνικής Οικονομίας. Οι εν λόγω κύκλοι του «δημοσιονομικού στρατοπέδου» είχαν και έχουν συμμάχους και στα Πανεπιστήμια και στα οικονομικά επιτελεία των περισσότερων κομμάτων, ως θιασώτες του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημόσιου χρέους και όχι της πραγματικής Οικονομίας και της ανάπτυξης της χώρας. 

Η Κυβέρνηση θα πρέπει να μεταβάλλει τη στρατηγική της και να στραφεί από τη δημοσιονομική καθήλωση στην αντιμετώπιση της διάλυσης της παραγωγικής βάσης της χώρας και στην αντιμετώπιση της ανεργίας. Ήδη με την παράταση των διαπραγματεύσεων έχει επέλθει περαιτέρω βλάβη στην πραγματική οικονομία και στην κοινωνία.

Η στροφή αυτή θα αποτελέσει θετική εξέλιξη για τη χώρα. Με κυρίαρχες τις νεοφιλελεύθερες δυνάμεις στην Ε.Ε., από το περιεχόμενο της συμφωνίας θα κριθεί αν θα είναι αμοιβαία επωφελής ή θα αποτελεί μια ετεροβαρή συμφωνία με πολιτικές λιτότητας.

Οι πρόσφατες προτάσεις περί της εκχώρησης της συλλογής των εσόδων του κράτους σε μια Ανεξάρτητη Αρχή Φόρων και Τελών καθώς και ο διαρκής έλεγχος του προϋπολογισμού από ένα ανεξάρτητο από την Κυβέρνηση, Δημοσιονομικό Συμβούλιο που θα έχει τη δυνατότητα να προβαίνει σε οριζόντιες περικοπές, είναι αντίθετες με τις αρχές της λαϊκής κυριαρχίας και της δυνατότητας πολιτικής διακυβέρνησης της χώρας. Όταν μια Κυβέρνηση της Ευρωζώνης παίρνει μέρος σε διαπραγματεύσεις είναι απαράδεκτο Υπουργοί της να καλούν την Καγκελάριο της Γερμανίας να αποφασίσει, καταλύοντας περαιτέρω αυτό για την ανάκτηση του οποίου αγωνιζόμαστε, της πολιτικής ισοτιμίας δηλαδή της χώρας.

Η παράταση των διαπραγματεύσεων στο συντηρητικό, δημοσιονομικό πεδίο ασφαλώς και αποτελεί μέθοδο κύκλων στην Ευρωζώνη αλλά ευθύνεται και η ελληνική Κυβέρνηση που έπρεπε να είχε καθαρίσει ήδη το τοπίο με μια μεταβατική συμφωνία καθότι η κρίση θα συνεχιστεί.

Η ανεργία και η οικονομική δυσπραγία εκτεταμένων στρωμάτων στην ελληνική κοινωνία που εντείνεται και από την παράταση των διαπραγματεύσεων, δεν αποτελεί θετική εξέλιξη.

Τη δε αβεβαιότητα που διαπερνά την ελληνική κοινωνία επιδιώκουν να αξιοποιήσουν οι δυνάμεις της συντήρησης για τη δημιουργία μετωπικών σχημάτων προκαλώντας και το γέλωτα με όχημα τη δήθεν διακινδύνευση της προοπτικής και του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας. Είναι προφανές ότι θα είναι διαρκής ο αγώνας για την απομόνωση των δυνάμεων του μονόδρομου στις οποίες κυριαρχούν δίκτυα με επιδιώξεις αναχρονιστικές και ιδιοτελείς.

Το ευρωπαϊκό περιτύλιγμα αποτελεί το πρόσχημα προκειμένου να ανακάμψουν και να αποσιωπήσουν τις ευθύνες τους για τη διάλυση της χώρας. Μία από τις επιδιώξεις του ήταν και είναι η επιδίωξη της πόλωσης με συσπείρωση και αντί- συσπείρωση για να συσκοτίσουν την ουσία των καταστροφικών  πολιτικών του μνημονιακού μετώπου.

Μέλη της Κυβέρνησης δεν μπορεί να προβαίνουν σε απειλές και διλήμματα περί εκλογών και δημοψηφίσματος, η χώρα χρειάζεται μεταβατικές συμφωνίες στη βάση του συσχετισμού δυνάμεων όσον αφορά τη σχέση της χώρας με την Ε.Ε. αλλά και η χώρα χρειάζεται ένα μεταβατικό πρόγραμμα ανασύνταξης, τουλάχιστον διετίας.

Καμία πλευρά δεν έχει την παρούσα περίοδο επιδίωξη για ρήξη. Ούτε το Διευθυντήριο της Ευρωζώνης που ασκεί πολιτική κυριαρχίας και επιβολής όρων, ούτε και η Κυβέρνηση που επιδιώκει έναν συμβιβασμό. Κάθε άλλη συζήτηση επ’ αυτού, εξυπηρετεί συμφέροντα ή αφορά επιτήδειους.

Μια προοδευτική Κυβέρνηση που θέλει αλλαγές, χρειάζεται προϋποθέσεις και όχι αποτυχίες προκειμένου να οργανώσει επιμέρους και διαδοχικές ρήξεις απέναντι στη συντήρηση και να οδηγήσει τη χώρα στην παραγωγή, στην ανάπτυξη και στην εργασία. Και οι διατυπώσεις περί οριστικών λύσεων δεν ανταποκρίνονται στις παρούσες συνθήκες. Θα χρειαστούν μεταβατικές πολιτικές και μεταβατικές περίοδοι.

Οι θιασώτες των μετωπικών συγκρούσεων και ρήξεων καθώς και των οριστικών λύσεων ιστορικά έχουν ηττηθεί και στη χώρα μας και διεθνώς.

Η χώρα χρειάζεται μια σταθερά προοδευτική πολιτική που θα προωθεί αλλαγές και θα απομονώνει τη συντήρηση και τις καταστροφικές δυνάμεις του μονόδρομου, ένα σχέδιο επιμέρους και διαδοχικών ρήξεων, ένα σχέδιο για ανάπτυξη, εργασία και ανάκτηση δημοκρατικών, εισοδηματικών, εργασιακών δικαιωμάτων και κατακτήσεων.

Σε επίπεδο χώρας, η αποκατάσταση του βιοτικού επιπέδου της πλειοψηφίας των πολιτών, η ανάκτηση των απολεσθέντων δημοκρατικών, εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων και εισοδηματικών απωλειών της συντριπτικής πλειοψηφίας των πολιτών, απαιτεί μακροπρόθεσμη συλλογική προσπάθεια.

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο επίσης, ανάκτηση της αυτονομίας της πολιτικής που θα απαλλάξει την ΕΕ από το ΔΝΤ και την νεοφιλελεύθερη επικυριαρχία και θα συμβάλλει στη θεσμοθέτηση ενός Ευρωπαϊκού νομισματικού μηχανισμού, αμοιβαιοποίησης του χρέους, εισαγωγής του θεσμού των ευρωομολόγων, μιας κοινής τραπεζικής αρχής και εγγύησης των καταθέσεων και μιας κοινά αποδεκτής δημοσιονομικής  πολιτικής με βάση τις πραγματικές δυνατότητες των χωρών-μελών της Ε.Ε. και με αντίστοιχες μεταβιβάσεις από τις πλεονασματικές χώρες στις ελλειμματικές, απαιτεί μακροπρόθεσμη συλλογική προσπάθεια των προοδευτικών δυνάμεων πανευρωπαϊκά.

Η διένεξη θα είναι διαρκής και μακροπρόθεσμη. Για να χτίσουμε μια προοδευτική Ε.Ε. χρειάζονται καταρχήν, προοδευτικές Κυβερνήσεις

Η χώρα και η πλειοψηφία του ελληνικού λαού βρίσκονται σε ένα κρίσιμο σημείο που χρειάζονται πρωτίστως, δημοκρατικές και προοδευτικές λύσεις και για μια ελπιδοφόρα πορεία.