Κυριακή 27 Μαρτίου 2011

«Inside Job», αποκαλυπτικό κινηματογραφικό μανιφέστο

Αποκαλυπτικό κινηματογραφικό μανιφέστο, το «Inside Job» ρίχνει φως κάτω απ' το τραπέζι, ξεμπροστιάζοντας χωρίς έλεος την απληστία της Γουόλ Στριτ και των golden boys της Goldman sachs. Απο τα καλύτερα ντοκουμέντα της ληστείας από τη διαπλοκή νεοφιλελεύθερων ηγεσιών και της τραπεζικής και χρηματιστηριακής διεθνούς ολιγαρχίας.
Eπιχειρεί να εκθέσει τη σοκαριστική αλήθεια πίσω από την οικονομική κρίση που εξαπλώθηκε παγκοσμίως σαν επιδημία το 2008.

Tο οικονομικό ολοκαύτωμα με ζημιές πάνω από 20 τρισεκατομμύρια δολάρια οδήγησε εκατομμύρια ανθρώπους να χάσουν την περιουσία, τα σπίτια και τις ζωές τους. Μέσα από εκτεταμένη έρευνα και συνεντεύξεις με ισχυρά οικονομικά στελέχη, πολιτικούς και δημοσιογράφους το ντοκιμαντέρ εξιστορεί την παρακμή του καπιταλιστικού μοντέλου και την ταυτόχρονη άνθηση ενός ολόκληρου μηχανισμού εξαπάτησης και αισχροκέρδειας, αποκαλύπτοντας συγχρόνως τις διαβρωτικές σχέσεις που διέφθειραν την πολιτική εξουσία.

INSIDE JOB [Greek subs] from ΕΛΛΗΝ ΑΝΔΡΟΜΕΔΙΟS on Vimeo.

Το παγκόσμιο δημόσιο χρέος, του Γιώργου Σταθάκη

Η παγκόσμια οικονομική κρίση οδήγησε στην έκρηξη του παγκόσμιου δημόσιου χρέους. Τα μεγέθη είναι απολύτως αποκαλυπτικά. Πριν από την κρίση, κατά τη δεκαετία 1997-2007, η παγκόσμια οικονομία επεκτάθηκε μέσω της έκρηξης του ιδιωτικού δανεισμού. Το δημόσιο χρέος έμεινε τότε σταθερό, γύρω στο 60% του παγκόσμιου ΑΕΠ, δηλαδή το 2007 ήταν 28 τρισ. Ο ιδιωτικός δανεισμός, ο δανεισμός δηλαδή των καταναλωτών, των επιχειρήσεων και του χρηματοπιστωτικού τομέα επεκτάθηκε πέρα από κάθε μέτρο. Από 70 τρισ., έφθασε στα 120 τρισ. Τη χρονιά της κρίσης ο συνολικός δανεισμός παγκοσμίως ήταν 300% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Μια δεκαετία πριν, το 1995, ήταν στο 200%.

Αυτά τα δεδομένα δημιούργησαν αρχικά την εντύπωση ότι το πρόβλημα της κρίσης είναι το παγκόσμιο ιδιωτικό χρέος και ότι η αποκλιμάκωσή του, για την ακρίβεια η κατάρρευσή του, θα συμπαρέσυρε το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα και θα προκαλούσε μια νέα μεγάλη ύφεση, αντίστοιχη του 1929, μια εντύπωση κατά βάση σωστή.

Η καπιταλιστική αντίδραση στην παγκόσμια κρίση οδήγησε σε ευρείας κλίμακας κρατικές παρεμβάσεις. Οι κυβερνήσεις έκαναν τρία, κυρίως, πράγματα. Πρώτον, διέσωσαν τις τράπεζες απορροφώντας το μεγαλύτερο μέρος των “τοξικών” δανείων. Δεύτερον, προσέφεραν δανεισμό και ειδικές ρυθμίσεις σε κλονιζόμενες μεγάλες βιομηχανίες. Τρίτον, έριξαν χρήμα στην οικονομία μέσω δημοσίων επενδύσεων και στήριξης της απασχόλησης. Αυτά έγιναν σε μεγάλη κλίμακα στις ΗΠΑ (και στην Κίνα και την Ιαπωνία) και έγιναν σε εθνικό επίπεδο από τις ευρωπαϊκές οικονομίες (Γερμανία, Γαλλία, κ.λπ.).

Αυτό οδήγησε στην έκρηξη του παγκόσμιου δημόσιου χρέους, που από 28 τρισ., σε δύο χρόνια έφτασε τα 41 τρισ., και σύντομα αναμένεται να φθάσει τα 45. Με μια λέξη, το δημόσιο χρέος απορρόφησε τις “φούσκες” των καταναλωτικών, επενδυτικών και τραπεζικών δανείων. Αυτές αρχικά είχαν αποτιμηθεί περίπου σε 5 τρισ., εντούτοις η δημόσια παρέμβαση ήταν πολλαπλάσια.

Με τη δημόσια παρέμβαση η παγκόσμια ύφεση υπήρξε τελικά ηπιότερη, το παγκόσμιο ΑΕΠ μειώθηκε για δύο χρόνια περίπου κατά μόλις 5% και η παγκόσμια οικονομία ανέκαμψε το 2010 και αναμένεται να έχει θετικό πρόσημο το 2011. Το ιδιωτικό χρέος αποκλιμακώθηκε μέσα στην κρίση και θα συνεχίσει να αποκλιμακώνεται και τα επόμενα χρόνια καθώς επιχειρήσεις, τράπεζες και καταναλωτές μειώνουν τα δάνειά τους με αργούς αλλά σταθερούς ρυθμούς. Ένα μεγάλο μέρος των περίπλοκων χρηματοπιστωτικών αγορών κατέρρευσε, ενώ η αξία των τίτλων (μετοχών, δανείων κάθε μορφής) ισορρόπησε σε ένα σημείο απωλειών κατά περίπου ένα τρίτο. Το πρόβλημα του παγκόσμιου ιδιωτικού χρέους δεν εξέλιπε, αλλά μεταφέρθηκε πλέον στο δημόσιο χρέος.

Η έκρηξη του δημόσιου χρέους έθεσε επιτακτικά ένα μείζον θέμα: Πώς να χρηματοδοτηθεί η εκρηκτική άνοδος της ζήτησης δανεισμού από τα κράτη. Οι τρόποι είναι δύο. Έκδοση νέου χρήματος και δανεισμός από τις ιδιωτικές διεθνείς αγορές. Το πρώτο, το έκαναν κατά κόρον μόνο οι ΗΠΑ. Το δεύτερο, το έκαναν όλοι. Μόνο που οι διεθνείς χρηματαγορές είχαν είδη συρρικνωθεί κατά 30-35%, έτσι η δυνατότητα προσφοράς χρήματος αναπροσαρμόστηκε στα νέα δεδομένα.

Θεωρητικά, η έκρηξη της ζήτησης δανείων από ένα σύστημα με μειωμένες δυνατότητες προσφοράς θα έπρεπε να οδηγήσει σε μεγάλη απότομη άνοδο των επιτοκίων. Καθώς αυτό θα ήταν καταστροφικό και μη αποδεκτό από τον “υπέρτατο ρυθμιστή της κρίσης”, την κυβέρνηση των ΗΠΑ, οι περίφημες αγορές καλούνται να χρηματοδοτούν το δημόσιο χρέος χωρίς άνοδο των επιτοκίων. Οι βασικές οικονομίες, οι ΗΠΑ, η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία κ.λπ., συνέχισαν να έχουν προνομιακή πρόσβαση στο νέο σύστημα “διοικητικών” ρυθμίσεων του δημόσιου δανεισμού. Οι υπόλοιπες άρχισαν να δοκιμάζονται. Ειδικά οι πιο “αδύναμες”. Εφόσον η κρίση έχει μεταφερθεί σε μια νέα παγκόσμια “φούσκα”, δηλαδή το παγκόσμιο δημόσιο χρέος, κάθε διατάραξή της είναι ανεπιθύμητη, μαζί και η χρεωκοπία αδύναμων χωρών.

Ας ανακεφαλαιώσουμε. Η καπιταλιστική διαχείριση της κρίσης επικεντρώθηκε στην επιστροφή του κράτους και στην υπεροχή της πολιτικής έναντι της οικονομίας. Τελικά, γύρω από το δημόσιο χρέος, θα κλιμακωθούν όλες οι συγκρούσεις, πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές στα επόμενα χρόνια.

* Ο Γ. Σταθάκης διδάσκει Πολιτική Οικονομία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης

Τι πρέπει να κάνουμε; Απαντά ο καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας, Κ. Βεργόπουλος

Οι αιτίες που μας έφεραν ως εδώ και κυρίως «τι πρέπει να κάνουμε;» είναι το αντικείμενο έρευνας της Κρυσταλίας Πατούλη - ερωτήματα στα οποία δίνουν τη δική τους απάντηση γνωστές προσωπικότητες της τέχνης και των γραμμάτων. Σήμερα, δημοσιεύουμε τις απαντήσεις του καθηγητή Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστημίου του Παρισιού Κώστα Βεργόπουλου.

Δεν πιστεύω ότι στην Ελλάδα συμβαίνει κάτι το πολύ ιδιαίτερο με το δημόσιο χρέος, δεδομένου ότι το ίδιο πρόβλημα που έχει η Ελλάδα το έχουν οι περισσότερες χώρες στην ευρωζώνη. Για να μην πω ότι το έχει και η ευρωζώνη ολόκληρη ή σχεδόν ολόκληρη. Γιατί ακόμη και στη Γερμανία υπάρχει. Η υπερχρέωση αποτελεί γενικότερο φαινόμενο. Μ’ αυτό τον τρόπο θέλω να αποκλείσω δύο σημεία στα οποία έχει ατυχώς επικεντρωθεί η κοινή γνώμη στη χωρά μας. Αλλά και λόγο χειραγώγησης, η οποία γίνεται για αντιπερισπασμό εκ των άνω, ώστε να μη βλέπουμε το πραγματικό πρόβλημα.

Πρώτα από όλα προβάλλεται ότι στη χώρα μας έχουμε διεφθαρμένο και σπάταλο κράτος. Διεφθαρμένο κράτος αλλά και διεφθαρμένη κοινωνία. Αυτά και τα δύο εκπέμπονται εκ των άνω. Απ’ την κυβέρνηση. Αλλά γίνονται επίσης αποδεκτά και από μέγα μέρος της κοινωνίας. Το θεωρούν ως δεδομένο ότι έτσι είναι. Και οι άνθρωποι αυτοενοχοποιούνται. Συμφωνούν ότι πράγματι είμαστε διεφθαρμένοι, ότι το ελληνικό κράτος είναι το πιο διεφθαρμένο στον κόσμο και πολύ εκτεταμένο, ότι έχουμε καταντήσει μια χώρα δημοσίων υπαλλήλων. Το πρότυπο του διεφθαρμένου είναι ο δημόσιος υπάλληλος ο οποίος αξιώνει φακελάκια για να κάνει τη δουλειά του. Όλα αυτά είναι εκτός θέματος. Όχι διότι δεν συμβαίνουν, αλλά διότι συμβαίνουν παντού, σε όλες τις χώρες του κόσμου.

Πρώτον οι δαπάνες του ελληνικού κράτους είναι 48 με 50 τοις εκατό του εθνικού εισοδήματος, όπως είναι σε όλες τις χώρες, δεύτερον δεν έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, για την ακρίβεια έχουν μάλλον μειωθεί. Η κρίση δεν προήλθε από το γεγονός ότι αυξήθηκαν οι δημόσιες δαπάνες, αλλά από το ότι μειώθηκαν οι εισπράξεις του δημοσίου. Εδώ έχουμε μία μοναδικότητα γιατί τα δημόσια έσοδα κατέρρευσαν όντως πάρα πολύ, από το 2008 και έτσι δημιουργήθηκε ακόμη μεγαλύτερο έλλειμμα. Ο λόγος για τον οποίο έπεσαν τα δημόσια έσοδα ταυτόχρονα σε όλες τις χώρες είναι η διεθνής οικονομική κρίση.

Εγώ ο ίδιος είχα βγάλει ένα βιβλίο το 2005 στο οποίο υποστήριζα: «προσοχή στον δανεισμό, ο οποίος αναπτύσσεται με τριπλάσιο και τετραπλάσιο ρυθμό απ ότι το εθνικό εισόδημα της Ελλάδας και συνεπώς η χώρα πηγαίνει κατευθείαν σε αδιέξοδο».

Έδώ και χρόνια ζούσαμε με χρήματα που εισέρεαν από το εξωτερικό, με επιδοτήσεις και δάνεια. Αλλά δεν είναι αυτή η αιτία που έχει δημιουργήσει τη σημερινή κρίση. Είναι ένα πρόσθετο στοιχείο το οποίο δεν είχε προβλέψει κανείς: η παγκόσμια κρίση από το 2008. Με αυτήν κατέρρευσαν τα δημόσια έσοδα και το αρχικό πρόβλημα απέβη πολύ μεγαλύτερο. Εκτός αυτού, όπως διαπιστώνει το ΔΝΤ, το 90% των δημοσίων ελλειμμάτων προέρχονται από την επιβράδυνση της οικονομίας, λογω της διεθνούς κρίσης. Το υπόλοιπο 10% προέρχεται από το ότι το κράτος έσπευσε να δώσει δεκάδες δισεκατομμύρια στις τράπεζες για να σωθούν αυτές από την κρίση, γεγονός που μεγάλωσε ακόμη περισσότερο το δημόσιο έλλειμμά και χρέος. Το ζήτημα είναι ότι οι τράπεζες πήραν τα χρήματα που τους έδωσε το κράτος, αλλά από αυτά που δεν είχε! Συνεπώς τα πήραν τελικά από τον φορολογούμενο, ο λαός δηλαδή έσωσε τις ιδιωτικές τράπεζες από τη χρεοκοπία, προσφέροντας τους δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ, πράγμα που προκάλεσε μεγαλύτερο έλλειμμα στο κράτος. Τώρα οι τράπεζες γυρίζουν και λένε στο κράτος «στοπ. Είσαστε υπερχρεωμένοι γι αυτό πρέπει να μειώσετε το έλλειμμά σας, να επιβραδύνετε την οικονομία σας, γιατί λειτουργεί στο κενό. Πρέπει να περάσετε σε ύφεση, να αυξήσετε την ανεργία, να κλείσουν επιχειρήσεις. Δηλαδή αφού πήραν τα δισεκατομμύρια τα οποία επέτειναν το πρόβλημα που υπήρχε, τώρα επιβάλλουν αυτό που από πριν ήθελαν: την λιτότητα, εις βάρος του κόσμου της εργασίας. Επιβάλλεται σήμερα από την χρηματοπιστωτική λογική η πολιτική της λιτότητας, με την αιτιολογία ότι πρέπει να γίνουμε ανταγωνιστικοί. Αυτή την επιλογή επιβάλλουν όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και ολόκληρη στην Ευρώπη. Ακόμη και στη Γερμανία. Οι τράπεζες κυβερνούν παντού. Η Μέρκελ προωθεί το καινούργιο «Σύμφωνο ανταγωνιστικότητος», με το οποίο επιβάλλεται σε ολόκληρη την Ευρώπη μακροχρόνια λιτότητα, περιορισμός του τρόπου ζωής, των δημόσιων και ιδιωτικών δαπανών, δηλαδή λιτότητα όχι μόνον στο κράτος, αλλά και στην κοινωνία. Όμως, η Γερμανία δεν λέει αυτό που λέει αυτό που λέμε εδώ στην Ελλάδα, ότι το κράτος είναι διεφθαρμένο και πρέπει να εξυγιανθεί, δεν λέει ότι η κοινωνία μας είναι διεφθαρμένη και πρέπει να εξυγιανθεί. Λέει κάτι άλλο: Δεν έχετε υψηλή ανταγωνιστικότητα. Και πως θα την κατακτήσετε; Περικόπτοντας τους μισθούς. Και εδώ εμείς οι έλληνες τα βάζουμε ο ένας με τον άλλον, χωρίς να βλέπουμε το μεγάλο πρόβλημα που αφορά το σύνολο της κοινωνίας. Η πολιτική λιτότητας εφαρμόζεται παντού είτε επί διεφθαρμένων είτε επί αδιάφθορων χωρών. Πιστεύουμε ότι διαθέτουμε παγκόσμιες επιδόσεις στη διαφθορά. Δυστυχώς δεν διαθέτουμε ούτε αυτές. Αφού η νόσος μας είναι η νόσος όλων.

Το θέμα λοιπόν είναι συζητούμε όχι στη βάση ότι συμβαίνει κάτι μόνο σε μας, αλλά εάν αληθεύει ότι «έχουμε πράγματι έλλειμμα ανταγωνιστικότητας, και εάν η συνταγή της λιτότητας είναι η λύση;» Είμαστε λοιπόν μη βιώσιμοι; Και θα πρέπει να πεθάνουμε όλοι; Ή αλλιώς να προσαρμοστούμε; Και η λιτότητα οδηγεί πράγματι στην προσαρμογή; Αυτό θα πρέπει να αποδεχθεί! Και όχι να το δεχτούμε επειδή το εμφανίζουν έτσι. Στα τελευταία 10 χρόνια η Ελλάδα είχε επενδύσεις πάγιου κεφαλαιουχικού εξοπλισμού διπλάσιες από ότι είχε η Γερμανία. Είχε διπλάσια εξέλιξη της παραγωγικότητας της εργασίας. Δεν παρουσίασε έλλειμμα ανταγωνιστικότητος όπως ισχυρίζεται η Γερμανία. Ούτε η Ιρλανδία επίσης παρουσίασε κάτι τέτοιο έλλειμμα. Αλλά αυτό είναι ο τρόπος με τον οποίον οι τράπεζες θέτουν το πρόβλημα και επιβάλουν αυτό που θέλουν: τη λιτότητα.

Το ερώτημα είναι ότι αφού το θέμα του ελλείμματος ανταγωνιστικότητας είναι ατεκμηρίωτο, ποιο είναι το πραγματικό πρόβλημα το οποίο προφανώς συγκαλύπτεται; Το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι με την γενίκευση της λιτότητος, δημιουργείται ύφεση της οικονομίας, πτώση τιμών, γιατί δεν θα υπάρχει αγορά, και όταν πέσουν οι τιμές και απαξιωθούν τα πραγματικά αγαθά, θα έρθουν αυτοί που έχουν το χρήμα και θα τα εξαγοράσουν όλα, σε τιμή ευκαιρίας, όπως αγόραζαν τα σπίτια στην κατοχή όσοι είχαν χρήματα. Οι άνθρωποι τότε επειδή πέθαιναν από την πείνα, πωλούσαν ότι είχαν και δεν είχαν για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Για ένα μπουκάλι λάδι μπορεί να έδιναν ένα σπίτι στους μαυραγορίτες. Εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τα σπίτια τους για να μπορέσουν να ζήσουν. Όταν τελείωσε η κατοχή, ψηφίστηκε νόμος που ακύρωνε τις κατοχικές αγοραπωλησίες, ως αθέμιτες, διότι έγιναν υπό συνθήκες εκτάκτου ανάγκης. Αυτό μεθοδεύεται και τώρα. Σαν να βρισκόμαστε σε κάποια νέα κατοχή! Αυτός είναι ο κρυφός και ανομολόγητος στόχος! Η απώτερη γερμανική επιδίωξη: Αυτοί που έχουν το χρήμα (οι τραπεζίτες, χρηματιστές, πιστωτές) να εξαγοράσουν περιουσιακά στοιχεία. Αυτό ισοδυναμεί με συνθήκες νέας ειλωτείας. Το χαρακτηριστικό του είλωτα είναι ότι εργάζεται όλη του τη ζωή για λογαριασμό κάποιου άλλου! Φυσικά είμαστε ήδη είλωτες, αλλά τώρα επιδιώκεται και συνταγματική κατοχύρωση αυτού.

Εμείς τι μπορούμε να κάνουμε; Δεν είμαστε μόνοι σε αυτή την κατάσταση, εφόσον αυτό συμβαίνει σε όλη την Ευρώπη, πρέπει να έρθουμε σε επαφή με όλους τους άλλους λαούς της Ευρώπης, οι οποίοι είναι ομοιοπαθείς. Όλες οι χώρες τις Ευρώπης δυσανασχετούν εναντίον του γερμανικού Συμφώνου Σταθερότητος. Η Αυστρία, το Βέλγιο η Ιρλανδία, η Πορτογαλία. Η Ελλάδα δεν έχει αντιδράσει και δείχνει ότι το αποδέχεται. Και μάλιστα θριαμβολογεί. Όλες οι χώρες οργανώνονται στο να αντιδράσουν από κοινού. Δεν θα έπρεπε και η Ελλάδα να είναι μέσα σε αυτές; Αντί να δηλώνει πρόθυμα πλήρη υποταγή στη γερμανική πρόταση; Να κάτι που μπορούμε να κάνουμε! Πιστεύω ότι δεν έχουν εξαντληθεί τα περιθώρια να αντιδράσουμε μέσα στην Ευρώπη. Δεν ήρθε η στιγμή να πούμε ότι το κεφάλαιο Ευρώπη έκλεισε, και η μόνη λύση είναι να αποσυρθούμε από αυτήν. Θεωρώ ότι ένα παρόμοιο συμπέρασμα θα ήταν βιαστικό και επιπόλαιο. Πιστεύω ότι μέσα στην Ευρώπη υπάρχουν ακόμη δυνάμεις και δυνατότητες μεγάλες και μπορούμε να επηρεάσουμε την ευρωπαϊκή πορεία. Οι λαοί, τα συνδικάτα, μπορούν να αντιδράσουν πανευρωπαϊκά για να πιέσουν αυτές τις κυβερνήσεις. Οι κυβερνήσεις οι ίδιες δεν πρόκειται να αντιδράσουν, ή θα αντιδράσουν για να δώσουν απλά την εντύπωση ότι αντιδρούν. Γι αυτό το πραγματικό ζήτημα είναι υπόθεση των εργαζομένων, των λαών. Οι άνεργοι πρέπει επίσης να οργανωθούν. Να πολιτικοποιηθούν όλοι με την έννοια του πολίτη, είτε με την αρχαία έννοια είτε με τη σύγχρονη, αν θέλετε.

Στη χώρα μας, εμφανίζεται το μεγαλύτερο πρόβλημα που σε τέτοια έκταση δεν έχει ξαναυπάρξει: ο κοινωνικός αποκλεισμός! Η κοινωνία μας αλλά και οι άλλες κοινωνίες απειλούνται θανάσιμα από την νόσο του κοινωνικού αποκλεισμού. Εκατομμύρια άνθρωποι περιθωριοποιούνται, αποξενώνονται από την ζωή. Πρώτον οι άνεργοι, δεύτερον οι εργαζόμενοι σε συνθήκες επισφαλούς εργασίας, των όποιων ο αριθμός επεκτείνεται ταχύτατα. Το 60% των επισφαλώς εργαζομένων είναι γυναίκες και το 40% νεανικές ηλικίες. Αυτού του είδους η εργασία, ενώ απαγορεύεται, αυτή τη στιγμή επιδοτείται από το κράτος. Με το σκεπτικό ότι έτσι καταπολεμάται η ανεργία. Τόσο υποτιμημένη εργασία αποτελεί χρυσάφι για τους εργοδότες. Οι εργαζόμενοι στη χώρα μας σε παρόμοιες επισφαλείς συνθήκες είναι σήμερα το 25% των εργαζομένων και ο αριθμός τους επεκτείνεται αλματωδώς. Με αυτό τον τρόπο, ο καπιταλισμός παρακάμπτει το ελάχιστο όριο αμοιβής, τον ελάχιστο μισθό. Η υποβάθμιση και απαξίωση της εργασίας αποτελεί το μεγαλύτερο πρόβλημα της εποχής μας και αυτό συνιστά το πραγματικό επίμαχο ζήτημα για τις πολιτικές λιτότητας που σήμερα γενικεύονται τόσο στην χώρα μας όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη, ακόμη και στην ίδια την Γερμανία.

ΛΑΪΚΙΣΜΟΣ VS ΕΛΙΤΙΣΜΟΣ του Νίκου Αραπάκη

Η σύγχρονη Ελλάδα είναι η πατρίδα της υπερβολής. Η νηφαλιότητα, όχι ως έννοια αλλά ως εργαλείο άσκησης πολιτικής ή έκφρασης λόγου, δεν μας αφορούσε ποτέ –πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Από το υπερβολικά λαϊκίστικο «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη», εσχάτως περάσαμε στο υπερβολικά ελιτίστικο «δίκιο είναι ο νόμος των αγορών». Από τους Κολλάδες και τα ξεβρακώματα των «αντιφρονούντων», για την προστασία, υποτίθεται, της δημόσιας περιουσίας, αλλά κατ’ ουσίαν για τα κεκτημένα των συνδικαλισταράδων, περάσαμε στο «μην διαμαρτύρεστε, μπορεί να εξαγριωθούν οι επενδυτές, και τότε ποιος θα μας ελεήσει;».
Η υπερβολή, σε περιόδους κρίσης, λειτουργεί ως καύσιμο. Κι ως γνωστόν τα καύσιμα δεν προορίζονται για ένα είδος οχήματος. Δηλαδή, μπορεί η υπερβολή να γίνει καύσιμο στο όχημα του λαϊκισμού, αλλά μπορεί εξίσου εύκολα να γίνει καύσιμο και για το όχημα του ελιτισμού. Αν ανήκεις σε αυτούς που, λόγω της κρίσης, έχουν χάσει τη δουλειά τους ή κινδυνεύουν να τη χάσουν, το πιο εύκολο είναι να τα ρίχνεις όλα στον επάρατο καπιταλισμό –ξεχνώντας πως ο «επάρατος» βοήθησε την κοινωνία μας να προοδεύσει αλλά και ότι σου παρείχε τα προς το ζην επί σειρά ετών, και το κυριότερο, ξεχνώντας ότι όλα αυτά συνέβησαν σε ένα περιβάλλον απόλυτης ελευθερίας, πρωτοφανούς στην ιστορία του ανθρώπινου είδους. Επίσης, εκτός από τον άδικο καπιταλισμό σου φταίνε και τα παπαγαλάκια του, οι βολεμένοι που, είτε λόγω ιδεολογικής αγκύλωσης είτε διότι προσπαθούν να σώσουν τα κεκτημένα τους, αδιαφορούν για όλους όσοι βγήκαν στο περιθώριο της αγοράς εργασίας και κατ’ επέκταση της ίδιας της ζωής.
Αν, τώρα, ανήκεις σε αυτούς που είτε δεν έχουν πληγεί από την κρίση είτε καταφέρνουν να επιβιώνουν χωρίς μεγάλες απώλειες, τότε δεν σου φταίει ο καπιταλισμός, σου φταίει ο λανθασμένος τρόπος που τον εφαρμόσαμε, αλλά, ταυτόχρονα, σου φταίνε και όλοι όσοι είχαν την ατυχία να τους «ξεράσει» το σύστημα, και οι οποίοι, αντί να δεχτούν μοιρολατρικά την ήττα τους και να περιμένουν υπομονετικά μέχρι το σύστημα να τους επανεντάξει, διαμαρτύρονται και απειλούν να γκρεμίσουν το σύμπαν, να σε παρασύρουν μαζί τους στον ζοφερό κόσμο της ανεργίας και της ανέχειας. Όσοι ανήκουν σε αυτή την κατηγορία, με σημαία των ορθολογισμό και την ευταξία ωρύονται ότι, για τα δεινά μας, φταίνε το τεράστιο κράτος, οι συντεχνίες, οι κομματικοί στρατοί, η αναξιοκρατία, ή η «παλαβή αριστερά», όπως συνηθίζει να λέει ο Μανδραβέλης.
Εξετάζοντας το ζήτημα αντικειμενικά και έξω από ιδεολογικές αγκυλώσεις, δεν μπορείς παρά να διαπιστώσεις ότι, και οι δυο πλευρές, έχουν, εν μέρει, δίκιο. Ο καπιταλισμός δεν είναι το δικαιότερο των συστημάτων, είναι όμως, κι αυτό, νομίζω, δεν επιδέχεται αμφισβήτησης, το σύστημα το οποίο βοήθησε ένα μεγάλο κομμάτι της ανθρωπότητας να προοδεύσει. Και λέω ένα μεγάλο κομμάτι της ανθρωπότητας και όχι ολόκληρης, διότι, ένα μεγάλο μέρος της ευημερίας του –λεγόμενου– δυτικού κόσμου, οφείλεται στο ότι απομυζήσαμε με αισχρό και αναίσχυντο τρόπο τις χώρες του τρίτου κόσμου. Όπερ σημαίνει ότι, πολλές από τις μπουκιές τις οποίες καταβροχθίζουμε οι «δυτικοί», είναι κλεμμένες από το στόμα κάποιου υποσιτισμένου παιδιού της Αφρικής ή της Ασίας. Όμως, ακόμη κι αν βάλουμε πολλούς αστερίσκους στους λόγους για τους οποίους ευημερήσαμε επί καπιταλισμού, το αποτέλεσμα δεν αλλάζει: Ευημερήσαμε. Όχι όλοι, όχι με τον ίδιο τρόπο, πάντως η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων (για να περιοριστώ στα δικά μας) έζησε καλύτερα τις τελευταίες δεκαετίες. Κι αυτό, νομίζω, ότι κανείς εχέφρων δεν μπορεί να το αμφισβητήσει.
Έκανα αυτή τη μικρή εισαγωγή –πριν καταθέσω την άποψή μου– προσπαθώντας να προσεγγίσω τις απόψεις των δυο αντιμαχόμενων πλευρών. Όπως προείπα και στις δυο πλευρές, μπορεί κάποιος να εντοπίσει σωστές και λανθασμένες ερμηνείες των γεγονότων. Όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, αυτό που βιώνουμε σήμερα στην Ελλάδα, είναι τα απόνερα της παγκόσμια κρίσης του καπιταλισμού και όχι μια κρίση για την οποία ευθύνεται αποκλειστικά η «εγχώρια στενοκεφαλιά». Δηλαδή, ακόμη κι αν είχαμε εφαρμόσει τον καπιταλισμό από κάποιο εγχειρίδιο, το πιο πιθανό –για να μην πω το απολύτως βέβαιο– είναι πως και πάλι θα είχαμε πρόβλημα. Αν κάποιος έχει αντίθετη άποψη, ας δει τι έγινε στην Ιρλανδία, –τον πάλε ποτέ Κέλτικο και, νυν, ξεδοντιασμένο τίγρη– η οποία μετατράπηκε στη σύγχρονη Μέκκα του καπιταλισμού και, παρ’ όλα αυτά, βρέθηκε στην ίδια μοίρα με εμάς. (Κι αν κάποιος αντιτείνει ότι η Ιρλανδία βούλιαξε για διαφορετικούς λόγους από ό,τι η Ελλάδα, δεν έχει παρά να ρωτήσει κάποιον άνεργο ή χρεοκοπημένο Ιρλανδό, αν αυτό τον κάνει να αισθάνεται καλύτερα).
Λόγω ιδεολογίας αλλά και λόγω ιδιοσυγκρασίας, δεν μπορώ να καταδικάσω ανέξοδα όλους όσοι διαμαρτύρονται. Ακόμη κι αν το κάνουν με τρόπο ακραίο, ακόμη κι αν χρησιμοποιούν λαϊκίστικα επιχειρήματα, προτάσσω την κατανόηση και την ανθρωπιά και δευτερευόντως τον ορθολογισμό μου (προσοχή: Αναφέρομαι σε αυτούς που βλέπουν τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια τους, και όχι στους επαγγελματίες μπαχαλάκηδες και αρνητές του συστήματος. Αυτοί είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο). Ακόμη, λοιπόν, κι αν δικαίως κόβονται κάποια επιδόματα των δημοσίων υπαλλήλων, δεν μπορώ παρά να συμπάσχω με τον δημόσιο υπάλληλο ο οποίος είχε προγραμματίσει τη ζωή του με Χ χρήματα και ξαφνικά κάποιος του λέει ότι πρέπει να ζήσει με Ψ. Άλλωστε, το ότι αμειβόταν με παραπάνω χρήματα απ’ όσα δικαιούταν, δεν το αποφάσισε ο ίδιος αλλά οι εκάστοτε κυβερνώντες. Κι αν μου πει κάποιος «ναι, αλλά και οι ίδιοι εκβίαζαν μέσω των συνδικαλιστών τους», θα του αντιτείνω ότι και πάλι την ευθύνη την είχαν οι πολιτικοί: Ας είχαν το θάρρος να αντισταθούν στους εκβιασμούς. Κι αυτό το αναφέρω διότι η αθλιότητα και ο λαϊκισμός ορισμένων πολιτικάντηδων δεν έχει προηγούμενο. Αν το «μαζί τα φάγαμε» ο Πάγκαλος το έλεγε πριν από 15 ή 20 χρόνια, θα είχε μια αξία. Ίσως, έτσι, να είχαμε καταφέρει να γλιτώσουμε κάτι από τα «φαγωμένα». Σήμερα όμως δεν είναι παρά ένα χυδαίο, άκρως λαϊκίστικο επιχείρημα το οποίο, σε μια σοβαρή χώρα, ένας άνθρωπος ο οποίος υπήρξε υπουργός για τρεις, περίπου, δεκαετίες, θα ντρεπόταν ακόμη και να το σκεφτεί, πόσω μάλλον να το εκστομίσει δημόσια. Ένας και μοναδικός τρόπος υπήρχε για να πείσει ο Πάγκαλος περί των καλών του προθέσεων: Να δηλώσει ότι μαζί τα φάγαμε και αμέσως μετά να υποβάλλει την παραίτησή του, ως άμεσα συνυπεύθυνος για το φαγοπότι εις βάρος της δημόσιας περιουσίας. Αλλά, βλέπετε, στην Ελλάδα παράγουμε πολιτικούς οι οποίοι ειδικεύονται στις δηλώσεις και στις καρέκλες. Οι παραιτήσεις και τα χαρακίρια είναι... για τους Γιαπωνέζους.
Το περιβόητο πλέον «μαζί τα φάγαμε», αποτέλεσε ένα από τα μεγαλύτερα επιχειρήματα της μιας πλευράς, αυτής των υποστηρικτών του μνημονίου ή, αλλιώς, των ελιτιστών. Δεν υπήρξε αρθρογράφος που να μην ασχολήθηκε με το θέμα. Όσοι θεωρούν ότι το μνημόνιο αποτελεί μια καλή ευκαιρία για να διορθωθούν τα κακώς κείμενα της χώρας μας, πιάστηκαν από αυτή τη φράση για να καταδείξουν τις ευθύνες των πολλών, άρπαξαν, σαν μάννα εξ ουρανού, την Παγκάλεια ρήση, για να μας πείσουν ότι δεν πρέπει να αγανακτούμε, ότι πρέπει να σκύψουμε το κεφάλι και, σαν την εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή, να το βουλώσουμε αναλογιζόμενοι τα ατοπήματά μας και να το ρίξουμε στην προσευχή, μπας κι ο θεός του καπιταλισμού (βλέπε αγορές) φιλοτιμηθούν και μας ελεήσουν. Προσπερνάω το ψεύτικο του επιχειρήματος (όλοι, πλέον, γνωρίζουν ότι δεν τα φάγαμε μαζί. Μαζί τα έφαγαν κάποιοι λίγοι οι οποίοι είτε ήταν κομματόσκυλα, είτε ανήκαν στην επιχειρηματική ελίτ του τόπου. Για να λαϊκίσω και λίγο, θα πρότεινα στον αμετροεπή κύριο Πάγκαλο να ρωτήσει, για το θέμα, τον καλό του φίλο κύριο Κόκκαλη. Αυτός, ίσως να γνωρίζει κάτι περισσότερο...) και επικεντρώνομαι στους υποστηρικτές του.
Η συντριπτική πλειοψηφία των υποστηρικτών του «μαζί τα φάγαμε» έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: Το βόλεμα. Κανείς τους –ή σχεδόν κανείς τους– δεν βρίσκεται στην από δω πλευρά του φεγγαριού, αυτή της ανεργίας και της ανασφάλειας. Αυτή η συνομοταξία χωρίζεται σε δυο επιμέρους κατηγορίες. Η πρώτη περιλαμβάνει τους ακραιφνείς νεοφιλελεύθερους ( Μανδραβέλης, Μάνος κλπ), οι οποίοι, λειτουργώντας με άξονα έναν ιδιότυπο ιδεολογικό μανιχαϊσμό, πιστεύουν ότι αυτό που προέχει είναι να φτιάξουμε ένα σοβαρό και παραγωγικό κράτος. Τώρα, αν, για να γίνει αυτό, χρειαστεί να ψοφήσουν και μερικές δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι, είναι κάτι που δεν τους ενοχλεί ιδιαίτερα. Όχι λόγω αναλγησίας, αλλά, λόγω ιδεολογικής καθαρότητας. Γι’ αυτούς αξία δεν έχει ο ένας αλλά η ευημερία –στο βάθος του χρόνου– του κοινωνικού συνόλου. (Η μεγάλη πλάκα με αυτή την άποψη είναι ότι ακριβώς αυτό πιστεύει και ο μεγαλύτερος εχθρός τους, το ΚΚΕ το οποίο, προκειμένου να μας οδηγήσει στον σοσιαλιστικό παράδεισο, είναι έτοιμο να μας θυσιάσει μέχρι ενός). Γι’ αυτό άλλωστε, όλοι όσοι παρακολουθείτε τα άρθρα του Μανδραβέλη θα βρείτε πάμπολλες αναφορές στα στραβά του κράτους, στις ευθύνες της αριστεράς, στην κομματοκρατία, αλλά ελάχιστες –για να μην πω καμία– στους ανέργους και σε όσους αντιμετωπίζουν πρόβλημα από την κρίση –εξαιρουμένων των επιχειρήσεων και των επιχειρηματιών.
Η δεύτερη κατηγορία της συνομοταξίας των βολεμένων είναι πιο σύνθετη. Περιλαμβάνει τη συντριπτική πλειοψηφία των εύπορων, καθώς και αρκετούς από όσους τη "βολεύουν", με τον άλφα ή βήτα τρόπο, και φοβούνται ότι, κάποια στιγμή, μπορεί να διαβούν τον Ρουβίκωνα και να προστεθούν στις στρατιές των ανέργων. Από τους εύπορους μεγαλύτερη αξία έχουν, για να ασχοληθούμε μαζί τους, τα τέκνα τους τα οποία είναι, σχεδόν όλα τους, σπουδαγμένα (πολλά εξ αυτών και εις την αλλοδαπή), έχουν μάθει να πορεύονται με το παχύ πορτοφόλι του μπαμπά και θεωρούν ότι για τα δεινά του τόπου ευθύνεται η «πλέμπα». Τα πλούσια τέκνα, πολλά εκ των οποίων έχουν αρμέξει –ή φιλοδοξούν να το κάνουν στο μέλλον– τον κρατικό κορβανά, δεν είναι κατ’ ανάγκην νεοφιλελεύθερα. Πολλοί εξ αυτών δηλώνουν σοσιαλιστές! και είναι θαυμαστές –ως επί το πλείστον– του εκσυγχρονιστή Σημίτη. Κι αν συντάσσονται με τους ιδεολογικά απέναντι, το κάνουν στο όνομα του κοινωνικού φιλελευθερισμού αλλά και προς χάριν της ευταξίας και της ευνομίας. Τους ενοχλούν οι συνεχείς πορείες, οι καταστροφές, και είναι αλλεργικοί στη βία. Έχουν όμως και ευαισθησίες. Όταν τους δοθεί η ευκαιρία, εκφράζουν τη συμπάθειά τους στους αναξιοπαθούντες, συμμετέχουν στα κοινά, φυτεύοντας δεντράκια και μαζεύοντας σκουπιδάκια, και συμπάσχουν με τους μετανάστες –αρκεί να μην μαζεύονται στα πλούσια προάστια στα οποία κατοικούν. Γνωρίζω –κυρίως από το f/b– αρκετούς τέτοιους. Δεν θα ξεχάσω μια υστερική, εύπορη κυρία η οποία, όταν δάρθηκε ο Χατζηδάκης, διαρρήγνυε τα ιμάτιά της, ολόλυζε ωσάν να είχε δαρθεί η ίδια και έβριζε όποιον δεν έδειχνε το ίδιο συντετριμμένος με αυτήν. Τέτοια απόγνωση... Με την αρωγή, μάλιστα, του Μανδραβέλη ο οποίος εκείνη την ημέρα έγραψε το ανεκδιήγητο «νεογκοτζαμάνηδες», παρομοιάζοντας αυτούς που χτύπησαν (κάκιστα. Αυτό, θέλω να πιστεύω, είναι, για τους νοήμονες, κοινός τόπος) τον Χατζηδάκη με τον δολοφόνο του Λαμπράκη (κακόμοιρε Λαμπράκη, που να ’ξερες ότι κάποιοι θα έχουν το θράσος να σε παραλληλίσουν με ένα ασήμαντο ανθρωπάκι το οποίο, μάλιστα, συμμετείχε ως υπουργός στην κυβέρνηση που φαλίρισε τον τόπο) τον Γκοτζαμάνη, στήθηκε ένα μοιρολόι άλλο πράμα. Μούσκεψαν οι οθόνες (υπολογιστών και τηλεοράσεων) από τα δάκρυα... Τώρα, θα μου πείτε, κακό είναι να οργίζονται κάποιοι με τον άνανδρο ξυλοδαρμό ενός πρώην υπουργού από τον όχλο; Όχι, δεν είναι. Όμως, το κακό με όλους αυτούς τους υπερευαίσθητους είναι ότι οργίζονται επιλεκτικά. Παραδείγματος χάριν, δεν θυμάμαι, ύστερα από κάποιο εργατικό ατύχημα το οποίο στοίχισε τη ζωή μερικών εργαζομένων, (τα τελευταία χρόνια είχαμε κάμποσα τέτοια στη χώρα μας) να ξεσηκώθηκε καμία θύελλα αντιδράσεων από όλους όσοι έκλαψαν γοερά για τον ξυλοδαρμό του πρώην υπουργού.
Θα μπορούσα να γίνω σκληρός και να πω πολλά περισσότερα για τους συγκεκριμένους υπερευαίσθητους. Δεν θα το κάνω γιατί δεν μου αρέσουν οι γενικεύσεις και, αν τους βάλω όλους στο ίδιο τσουβάλι, σίγουρα θα αδικήσω κάποιους. Όμως, θα καταθέσω ένα συμπέρασμα: Το χειρότερο είδος Ταρτούφου είναι ο βολεμένος Ταρτούφος.

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2011

Με τη σκέψη στην ΙΑΠΩΝΙΑ, του Καθηγητή Γιάννη Βαρουφάκη (Protagon.gr)

του Γιάνη Βαρουφάκη 19/03/2011

Σεισμός Ιαπωνία

Την ώρα που μετρούν τους νεκρούς τους, που στωικά διαβάζουν τον έναν κατάλογο επιζώντων μετά τον άλλον (ελπίζοντας να πέσουν πάνω στο όνομα του ανθρώπου τους), που ανώνυμα μπαίνουν στα έγκατα των πυρηνικών αντιδραστήρων ως νέοι Σαμουράι για να τιθασεύσουν το τέρας της ραδιενέργειας, η οικονομική ανάλυση της καταστροφής είναι τουλάχιστον άκομψη. Η μόνη μου δικαιολογία είναι ότι μέσα από μια τέτοια απλή ανάλυση μπορεί να διαφανεί η ελπίδα. Κι όχι μόνο η ελπίδα: Η πεποίθηση ότι η Ιαπωνία θα υπερνικήσει την καταστροφή και ότι οι δυσοίωνες προβλέψεις για την αξιοθαύμαστη αυτή χώρα θα διαψευστούν.

Είναι αλήθεια ότι είμαι προκατειλημμένος υπέρ της χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου. Θαυμάζω εδώ και χρόνια πολλά την αισθητική και την φιλοσοφημένη προσέγγιση των ανθρώπων της στο μοντέρνο και στο παραδοσιακό. Η Ιαπωνία δεν είναι μόνο η χώρα της Sony, της Toyota και της Yamaha. Είναι και η χώρα του Ντοντέσκαντεν του Κουροσάβα, της Θάλασσας της Γονιμότητας του Μισίμα, του σοφού συνδυασμού κρατικού κεντρικού προγραμματισμού (π.χ. στο πλαίσιο του υπουργείου ΜΙΤΙ), συμπλεγμάτων ιδιωτικών ολιγοπωλίων και τραπεζών (τα λεγόμενα κεϊρέτσου) που καθιστούν τις τράπεζες δούλους μιας βιομηχανίας, στο πλαίσιο της συλλογικής επένδυσης στην πραγματική παραγωγή πραγματικών αγαθών.

Η Ιαπωνία, δεν πρέπει να ξεχνάμε, στα τέλη του 19ου αιώνα μόνη της, χωρίς καμία βοήθεια, αποφάσισε και κατάφερε μέσα σε λίγα χρόνια, να γίνει η πρώτη μη δυτική κοινωνία που βιομηχανοποιήθηκε - που σχεδίασε την βιομηχανική της επανάσταση - που την έκανε να φυτρώσει στο έδαφος της χωρίς όμως να θυσιάσει στην πείνα, στην δυστυχία και στην απολυταρχία γενεές πολιτών της (αντίθετα με τις άλλες δύο βιομηχανικές επαναστάσεις, στην Δύση και στην Σοβιετική Ένωση, οι οποίες χτίστηκαν πάνω στα πτώματα και στην δυστυχία πολλών εκατομμυρίων).

Βέβαια, ούτε οι Ιάπωνες μπόρεσαν να αποφύγουν τον μισανθρωπισμό που, δυστυχώς, καλλιεργεί η μετάβαση στην εκβιομηχάνιση. Η ανάγκη της νέας ιαπωνικής βιομηχανίας να βρει αγορές οδήγησε στην κατάκτηση αρχικά της Μαντσουρίας και της Κορέας και, κατόπιν, της Κίνας και της Ινδοκίνας ολόκληρης. Ο επεκτατισμός αυτός συνοδεύτηκε με έναν ρατσισμό που την έφερε κοντά στους Ναζί με τους οποίους η Ιαπωνική ελίτ δημιούργησε την Διεθνή της Μισαλλοδοξίας (τον Άξονα Βερολίνου-Βουδαπέστης-Βουκουρεστίου-Ρώμης-Μαδρίτης-Τόκυο) και η οποία, για λόγους που ανατρέχουν στη μετά το 1929 παγκόσμια Κρίση, έσυρε την οικουμένη μέσα στον ματωμένο βάλτο του 2ο Παγκόσμιου Πολέμου.

Αυτή την συμμαχία η Ιαπωνία την πλήρωσε οικτρά. Εκατομμύρια νεκροί, πρώτα στις μάχες του Ειρηνικού αρχιπελάγους (θυμηθείτε το διπλό αριστούργημα του Clint Eastwood, Flags of Our Fathers & Iwo Jima) και κατόπιν στην Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι. Μετά τον πόλεμο, για μία εικοσαετία, οι ΗΠΑ πήραν την Ιαπωνία υπό την σκέπη τους. Της εξασφάλισαν αγορές στην Ευρώπη και στις ίδιες τις ΗΠΑ, κεφάλαια, διεθνή προστασία και αποκατάσταση. Παράλληλα τους επέβαλλαν, όπως ήταν λογικό, τα δικά τους συμφέροντα, από το Σύνταγμα της χώρας (που γράφτηκε στην Washington), μέχρι και την στρατιωτική κατοχή που συνεχίζεται ακόμα και σήμερα στην Οκινάουα. Το γεγονός ότι οι πυρηνικοί αντιδραστήρες που εξερράγησαν μετά το τσουνάμι έχουν ετικέτα General Electric δεν ήταν τυχαίο. Ήταν το αντάλλαγμα για το άνοιγμα της αμερικανικής αγοράς στα Ιαπωνικά προϊόντα, κάτι που συνέβη στα τέλη της δεκαετίας του 50.

Οι Ιάπωνες ανέχθηκαν αυτή την επιβολή Αμερικανικών όρων για δύο λόγους: Πρώτον, επειδή ήταν, συνολικά, όροι που τους συνέφεραν, καθώς κατέστησαν εφικτό το Ιαπωνικό θαύμα. Δεύτερον, επειδή, ως λαός, αποδέχθηκαν το Συλλογικό Αμάρτημα που εκφράστηκε για αρκετές δεκαετίες ως εγκλήματα πολέμου και κατάκτησης των γειτονικών χωρών.

Τίποτα από όλα αυτά δεν έγιναν χωρίς πολλή δουλειά και μεγάλες εσωτερικές εντάσεις. Το ιαπωνικό κεφάλαιο, σε συνεργασία με τους Ιάπωνες εργαζόμενους, δημιούργησαν βαριά βιομηχανία που ο υπόλοιπος κόσμος προσπαθεί καιρό τώρα να αντιγράψει. Η χώρα όμως δημιούργησε και κάτι άλλο πέραν αυτής της κορπορατιστικής, συντηρητικής επιτυχίας: την πιο μεστή αριστερή σκέψη της μεταπολεμικής περιόδου, τουλάχιστον στην οικονομική θεωρία (αναφέρω ενδεικτικά τους Μακότο Ιτο και τον Μίσιο Μορισίμα - ο οποίος, παρεμπιπτόντως, συνεργάστηκε με τον δικό μας Γιώργο Κατηφόρη, καθηγητή στο LSE και τέως ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ). Το πιο επιτυχημένο υπόδειγμα συντηρητικής καπιταλιστικής ανάπτυξης από την μία και η πιο προοδευμένη, πραγματικά μοντέρνα, μορφή αριστερής οικονομικής σκέψης από την άλλη. Μια αυθεντικά πλούσια χώρα...

Κι ερχόμαστε τώρα στην Μετά την Καταστροφή εποχή. Ακόμα δεν γνωρίζουμε το μέγεθος του οικονομικού μεγέθους της Μεγάλης Πλημμύρας που έφερε το μεταμοντέρνο τσουνάμι - το χαρακτηρίζω μεταμοντέρνο επειδή το είδαμε ζωντανά να εξελίσσεται. Ένα κύμα που το παρακολουθούσαμε σαν να ήμασταν ιπτάμενοι παρατηρητές οι οποίοι πειραματίζονταν με τα στοιχειά της Φύσης. Μια εικόνα που ήταν σχεδόν αποκομμένη από την πραγματικότητα των ανθρώπων που την βίωναν όχι ως εικόνα αλλά ως ένα τείχος λάσπης που γκρέμιζε τις ζωές τους.

Αυτή η μεταμοντέρνα απόσταση μεταξύ πραγματικότητας και εικονικής πραγματικότητας αντανακλάται έντονα στα οικονομικά αποτελέσματα της καταστροφής. Πουθενά δεν αποκαλύπτεται καλύτερα το χάσμα μεταξύ ανθρώπινων αξιών και της εικονικής τους αντανάκλασης παρά στις διεθνείς αγορές όπου, την ώρα που οι αξίες καταστρέφονται, οι άνθρωποι πνίγονται, οι πυρηνικοί αντιδραστήρες εκρήγνυνται, οι αγοραίες τιμές μπορεί και να ευημερούν.

• Είδαμε ότι, με το που γενικεύθηκε η πυρηνική καταστροφή στο εργοστάσιο Φουκουσίμα, το γιεν πετάχτηκε στα ύψη. Τόσο που οι G7 αναγκάζονται να συντονίσουν τις κεντρικές τους τράπεζες να πουλήσουν γιεν ώστε να συγκρατηθεί η άνοδός του!

• Πολλοί από εμάς ισχυριζόμαστε ότι η καταστροφή μπορεί να αποδειχθεί, μεσοπρόθεσμα, Θείον Δώρον για την Ιαπωνία. Γιατί;

Η άνοδος του γιεν οφείλεται σε κάτι πολύ απλό: Στο ότι οι Ιάπωνες είναι πλούσιοι. Έχουν δουλέψει πολύ, έχουν αποταμιεύσει πολλά και, λόγω χαμηλών επιτοκίων στον τόπο τους (σχεδόν μηδενικών για δύο δεκαετίες τώρα), τα είχαν τοποθετήσει στο εξωτερικό. Τώρα, που έχουν τεράστιες ανάγκες ανοικοδόμησης, επιβίωσης αλλά και που το εισόδημά τους μειώθηκε λόγω μείωσης της παραγωγής και της απασχόλησης, επανα-εισάγουν τις επενδύσεις τους από το εξωτερικό. Κάθε τέτοιος επαναπατρισμός αυξάνει την ζήτηση του γιεν κι έτσι η τιμή του, η ισοτιμία του, αυξάνεται. Να πως εξηγείται το πρώτο παράδοξο.

Το δεύτερο παράδοξο, δηλαδή η πρόβλεψη ότι η Καταστροφή μπορεί να βγει σε καλό της ιαπωνικής οικονομίας, οφείλεται σε μια άλλη, πολύ απλή, και πάλι, σκέψη: Η Ιαπωνία, από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, έχει ένα μεγάλο πρόβλημα. Ένα δυσθεώρητο έλλειμμα: Έλλειψη ζήτησης για τα αγαθά της. Δεν είναι κακά τα προϊόντα της. Το αντίθετο. Άρτια είναι. Μόνο που η χώρα, η βιομηχανία της, παράγει (και μπορεί να παράγει) πολύ περισσότερα από όσα μπορεί να καταναλώσει η ίδια ή οι ξένοι καταναλωτές. Από τότε μάλιστα που οι ΗΠΑ εγκατέλειψαν την πολιτική της άμεσης στήριξης της Ιαπωνικής βιομηχανίας, στα τέλη της δεκαετίας του 70 (και ιδίως το 1985 όταν επέβαλαν στην Ιαπωνική κυβέρνηση την θεαματική ανατίμηση του γιεν), η Ιαπωνία παλεύει να αποτινάξει από πάνω της την Κρίση της Υποκατανάλωσης-Υπερπαραγωγής. Εν συντομία, τα εργοστάσια της έχουν παραγωγικές δυνατότητες που δεν αξιοποιούνται λόγω χαμηλής ζήτησης (το αντίθετο, με άλλα λόγια, πρόβλημα από εκείνο που είχαμε στην Ελλάδα προ της δικής μας Κρίσης).

Η κυβέρνηση προσπαθεί χρόνια τώρα να αυξήσει την ζήτηση με τονωτικές ενέσεις που όμως δεν αποδίδουν, παρά το γεγονός ότι έφτασαν το δημόσιο χρέος στο 200% του ΑΕΠ. Ό,τι και να κάνουν, η κατανάλωση (ντόπια και από εξαγωγές) δεν μπορεί να απορροφήσει την εν δυνάμει παραγωγή της χώρας. Αυτό είναι το βασικό αίτιο της Ιαπωνικής οικονομικής κρίσης εδώ και είκοσι χρόνια. Πως βοηθάει το τσουνάμι; Με δύο τρόπους. Πρώτον, βοηθά καθώς κατέστρεψε ένα μέρος της υπερβάλλουσας παραγωγικής ικανότητας. Εκείνης που πλεόναζε και που η κατανάλωση δεν αρκούσε για να κινητοποιήσει. Δεύτερον, βοηθά επειδή η ανοικοδόμηση θα απαιτήσει νέες επενδύσεις σε νέες υποδομές που όμως αυτή την φορά θα χρησιμοποιηθούν, καθώς αφορούν ανάγκες της καθημερινότητας των πολιτών: τραίνα, δρόμους, παραγωγή και διανομή ενέργειας. Για αυτούς τους δύο λόγους είμαι αισιόδοξος ότι το τσουνάμι θα αποδείξει άλλη μια φορά την σοφία του 'ουδέν κακόν αμιγές καλού'.

Πολλοί αναλυτές προβλέπουν το αντίθετο επισημαίνοντας ότι η Ιαπωνία ήδη τελεί υπό το άγχος του υπέρμετρου δημόσιου χρέους (όπως έγραψα παραπάνω ανέρχεται σε διο φορές το ΑΕΠ της χώρας). Άδικα ανησυχούν, κατά την ταπεινή μου γνώμη. Πέφτουν θύματα αυτού που ονομάζω Φετιχισμό του Χρέους. [Προσέξτε ότι πρόκειται για τους ίδιους αναλυτές που θεωρούν ότι η Κρίση του ευρώ είναι Κρίση Χρέους, αντίθετα με την άποψη ότι πρόκειται για σύνθετη κρίση που ξεκίνησε από τον τραπεζικό τομέα.] Δύο είναι οι λόγοι που το δημόσιο χρέος, αν και τεράστιο, δεν αποτελεί πρόβλημα για την Ιαπωνία: Πρώτον, πρόκειται για χρέη του Ιαπωνικού κράτους στους Ιάπωνες πολίτες (που δεν τους πειράζει να δανείζουν το κράτος τους στο οποίο συνειδητά εμπιστεύονται μέρος των, μεγάλων, αποταμιεύσεών τους). Δεύτερον, η Ιαπωνία έχει, όπως είπα, τεράστιο παραγωγικό δυναμικό που ως τώρα καθόταν και μάζευε σκόνη. Άρα, μια σειρά δημόσιων επενδύσεων στην ανακατασκευή των καταστραμμένων δικτύων απλά θα βάλει μπροστά τις πλουτοπαραγωγικές μηχανές που έως τώρα ήταν ανενεργές.

Πώς και είμαι σίγουρος για αυτό; Κοιτάξτε πώς αντιμετωπίζουν οι διεθνείς χρηματαγορές το ιαπωνικό κράτος. Ως υπερχρεωμένο; Αν ήταν έτσι, τα spreads της Ιαπωνίας θα ήταν κάπου εκεί με τα δικά μας - στο 10% πάνω από τα γερμανικά επιτόκια. Ξέρετε πόσο είναι το ιαπωνικό spread αυτή την στιγμή; μείον ενάμιση τοις εκατό (-1,5%)! Εκεί που το γερμανικό κράτος δανείζεται με 3.1%, το Ιαπωνικό εξασφαλίζει όσα δάνεια θέλει με μόλις 1.6%.

Μία μόνο είναι η αγωνία μου: Η ραδιενέργεια. Αν το ραδιενεργό νέφος εισβάλει στα εργοστάσια του γιγάντιου διαδρόμου Τόκιο-Γιοκοχάμα, και θέσει εκτός λειτουργίας τον παραγωγικό ιστό της χώρας για χρόνια πολλά, τότε η πρόβλεψη μου για γρήγορη ανάκαμψη θα διαψευστεί. Ακόμα όμως και σε αυτή την περίπτωση ο λαός της Ιαπωνίας, με χαμόγελο στο πρόσωπο και θρήνο στην ψυχή, θα ορθοποδήσει. Μόνο που ο κατάλογος των θυμάτων θα μακρύνει και η ανάκαμψη θα είναι βασανιστικά, και άδικα, αργή.

Γερμανική Αριστερά:Η Μέρκελ βαθαίνει τη κρίση του Ευρώ

Μικαελ Σλεχτ: «Η πολιτική της Μέρκελ βαθαίνει την κρίση του ευρώ»

Συζήτηση με τον βουλευτή, υπεύθυνο οικονομικής πολιτικής της Κ.Ο. του Die Linke (Η Αριστερά), όπως αυτή μεταδόθηκε από τον ραδιοφωνικό σταθμό «Στο κόκκινο». Τι περιμένετε από τη σύνοδο κορυφής της ΕΕ;

Το χαρακτηριστικό στη σύνοδο κορυφής είναι ότι όλη η συζήτηση κυριαρχείται από τη Μέρκελ. Και το ζήτημα είναι πως σε όλη την Ευρώπη ιδίως στις χώρες που αντιμετωπίζουν την κρίση του χρέους θα συνεχιστεί με τον ίδιο τρόπο η λιτότητα. Και πως η πολιτική αυτή της λιτότητας, που εφαρμόζεται στη Γερμανία τα τελευταία δέκα χρόνια, θα επιβληθεί και σε όλες τις άλλες χώρες με συνεπακόλουθο το μισθολογικό ντάμπινγκ και την κατεδάφιση του κοινωνικού κράτους.

Ανεξάρτητα από τις λεπτομέρειες, το βέβαιο είναι ότι θα υπάρξει πίεση, ώστε στις διάφορες χώρες, και κυρίως στην Ελλάδα που αντιμετωπίζει το μεγαλύτερο πρόβλημα, όχι μόνο θα συνεχιστεί η πολιτική της λιτότητας, αλλά θα υπάρξει και ένα κύμα ιδιωτικοποιήσεων. Και το ερώτημα είναι όταν ιδιωτικοποιηθούν αυτά που θα ιδιωτικοποιηθούν ποιος θα τα αγοράσει; Οι αγοραστές είναι έτοιμοι. Το γερμανικό κεφάλαιο, κυρίως, και το ελληνικό, γιατί αυτό δεν γίνεται μόνο για έναν, αλλά χάριν όλων των καπιταλιστών και των Ελλήνων.

Αυτό, όμως, λύνει το πρόβλημα του χρέους;

Όχι δεν πρόκειται να δοθεί λυσιτελής απάντηση. Άλλωστε, όταν άρχισε η συζήτηση για την κρίση στην Ελλάδα, και οι περισσότερες από τις άλλες κυβερνήσεις μιλούσαν για γρήγορη ενίσχυση της Ελλάδας, ώστε να εξουδετερωθούν οι πιέσεις από τις αγορές. Η γερμανική κυβέρνηση και η κ. Μέρκελ είπε όχι και στο τέλος την ρώτησαν γιατί κράτησε αυτή την αρνητική στάση, είπε ότι ήθελε να οδηγηθεί η Ελλάδα στο χείλος του γκρεμού, ώστε να της απομείνει μόνο η πτώση κι έτσι να δεχτεί τους όρους που απαιτούσε το Βερολίνο. Αυτό που δίνουν στην Ελλάδα είναι ένα σωσίβιο από μολύβι. Το αναγκαίο θα ήταν ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα βοήθειας, με το οποίο θα δίνονταν χρήματα στην Ελλάδα. Ενώ τώρα της αφαιρούν χρήματα. Αυτό θα έπρεπε να γίνει σήμερα, ώστε να προωθηθούν οι επενδύσεις και να αναπτυχθεί η οικονομία.

Γιατί αυτό το σωσίβιο λέτε πως είναι από μολύβι;

Διότι η γερμανική πολιτική έχει την εξής αρχή: η ανάπτυξη της Γερμανίας μπορεί να γίνει με επιθετική πολιτική έναντι των άλλων χωρών, με αύξηση των γερμανικών εξαγωγών. Αυτό γίνεται τα τελευταία δέκα χρόνια. Τώρα επιχειρούν αυτό το μοντέλο να το μεταφέρουν σε όλη την Ευρώπη. Το ερώτημα που προκύπτει, αν το καταφέρουν, είναι που θα γίνονται οι εξαγωγές; Δεν καταλαβαίνουν ότι αυτή ακριβώς η πολιτική συνιστά το πρόβλημα. Τα τελευταία χρόνια η Γερμανία έχει εξαγωγικά πλεονάσματα 1,4 τρισ. ευρώ.

Αυτό αντίθετα με τον ισχύοντα νόμο, που λέει ότι η οικονομική πολιτική πρέπει να στοχεύει σε εξισορρόπηση του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών. Αυτή η πολιτική μπορεί να ευδοκιμήσει μόνο αν από την άλλη μεριά υπάρχουν χώρες με εξωτερικά ελλείμματα. Αυτή είναι μία από τις ρίζες της τεράστιας κρίσης χρέους. Το γερμανικό κεφάλαιο εμφανίζεται στις αγορές με υψηλή παραγωγικότητα με υψηλό οικονομικό και κοινωνικό ντάμπινγκ. Αυτός που υφίσταται αυτή την πολιτική είναι ο γερμανικός λαός. Αυτό που δεν είναι πολύ γνωστό, είναι ότι στη Γερμανία όλη αυτή η πολιτική έχει οδηγήσει σε μείωση των πραγματικών μισθών, που σήμερα είναι χαμηλότεροι κατά 5% από το 2000. Δεν υπάρχει άλλη χώρα με τέτοια εξέλιξη στους μισθούς.

Όταν μια χώρα έχει την παραγωγικότητα, τη βιομηχανική δομή της Γερμανίας και δίνει στο γερμανικό κεφάλαιο επιπλέον και μείωση μισθών, τότε είναι σαν να κηρύσσουν πόλεμο με πραγματικά πυρά εναντίον όλων των άλλων. Το κρίσιμο ζήτημα όσον αφορά το αν θα μπορέσει να επιβιώσει η διαδικασία αυτή, είναι το κατά πόσο αυτή η πολιτική μπορεί να ανατραπεί το επόμενο διάστημα.

Υπάρχουν τέτοιες προοπτικές;

Αυτό είναι ανοιχτό. Η ελπίδα βρίσκεται στην αντίσταση των συνδικάτων. Βέβαια εκεί υπάρχουν πολλά ερωτηματικά. Και η ελπίδα είναι ότι μπορεί να θεσμοθετηθεί κατώτατος μισθός. Ο λόγος που δεν πέτυχαν τους στόχους τους τα συνδικάτα έως τώρα είναι γιατί έχει απορρυθμιστεί η αγορά της εργασίας και είναι πιο δύσκολο να γίνουν αποτελεσματικές κινητοποιήσεις, πχ με τέτοια ποσοστά ενοικιαζόμενων εργαζομένων.

Αναδημοσίευση από την Εποχή της 13/03/2011

Μπερνάρ Κασέν: Τις τράπεζές μας θέλουμε να σώσουμε, όχι την Ελλάδα!

Τετ 16/03/2011, tvxsteam

Ηγετική μορφή του κινήματος για την εναλλακτική παγκοσμιοποίηση, ιδρυτής και επίτιμος Πρόεδρος σήμερα του κινήματος ΑΤΤΑC, οργανωτής του πρώτου Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ στο Πόρτο Αλέγκρε, φίλος του Φιντέλ Κάστρο και του Ούγκο Τσάβες, σύμβουλος στα ζητήματα λατινοαμερικανικής ολοκλήρωσης (ALBA), διευθυντής επί πολλά χρόνια της επιθεώρησης Le Monde Diplomatique, Καθηγητής Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Παρίσι VIIΙ, o Μπερνάρ Κασσέν είναι μια σπάνια περίπτωση ανθρώπου κάπως ταυτόχρονα της «ελίτ» και της «αμφισβήτησης». Κριτικός για την Ευρώπη του Μάαστριχτ και τις νεοφιλελεύθερες δοξασίες, δεν παύει να είναι και ο σημαντικότερος Γάλλος ειδικός στα ευρωπαϊκά θέματα.

Συνέντευξη στον Δημήτρη Κωνσταντακόπουλο

‘Oταν, στις αρχές του 2005, ο Σύμβουλος Επικρατείας και Πρόεδρος του «Ιδρύματος Κοπέρνικος» Ιβ Σαλές, διάβασε το σχέδιο ευρωπαϊκής συνταγματικής συνθήκης που επρόκειτο να υποβληθεί στο δημοψήφισμα του Μαίου 2005, τηλεφώνησε σε δέκα διανοούμενους, ανάμεσά τους και στον Μπερνάρ Κασσέν. Μια φούχτα άνθρωποι, πολύ μεγάλης όμως σοβαρότητας και ριζοσπάστες στη σκέψη τους ξεκίνησαν μια πρωτοβουλία εναντίον της συνθήκης. Μερικούς μήνες αργότερα, η συνάντηση της αυστηρής καρτεσιανής σκέψης και του λαϊκού ενστίκτου έκανε το «θαύμα» της. ‘Εδωσε στο 55% των Γάλλων τα επιχειρήματα και την αυτοπεποίθηση που χρειάζονταν για να απορρίψουν μια συνθήκη, υπέρ της οποίας έκαναν καμπάνια η Δεξιά, η πλειοψηφία των Σοσιαλιστών, όλα σχεδόν τα ΜΜΕ της Γαλλίας, όλο το ευρωπαϊκό πολιτικό κατεστημένο και η ΕΕ.

Συναντήσαμε πριν από μερικές μέρες τον Μπερνάρ Κασέν στο γραφείο που διατηρεί στη Monde Diplomatique για λογαριασμό της κίνησης Memoire des Luttes, την οποία διευθύνει μαζί με τον Ιγκνάσιο Ραμονέ και συζητήσαμε μαζί του για την ευρωπαϊκή και ελληνική κρίση. ‘Όπως θα περίμενε κανείς οι προτάσεις και απόψεις του είναι ριζοσπαστικές και, ασφαλώς, δεν αφήνουν κανένα αδιάφορο, είτε συμφωνήσει, είτε διαφωνήσει με αυτές. Δεδομένου όμως ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει μια διεθνώς πρωτότυπη κρίση, στα συγκεκριμένα στοιχεία που τη συνθέτουν, μόνο όφελος μπορεί να έχει από το να σκεφτεί βαθιά και σοβαρά, αν μπορεί βέβαια, τα προβλήματά της και τις πιθανές εναλλακτικές.

Eρ. Που οφείλεται η ευρωπαϊκή κρίση; Στην παγκόσμια κρίση, στο μοντέλο ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, στα ιδιαίτερα προβλήματα και τις αδύναμες δομές της περιφέρειας;

Απ. Η ευρωπαϊκή είναι συνιστώσα της παγκόσμιας κρίσης, που ξεκίνησε στις ΗΠΑ και προκλήθηκε από τα νεοφιλελεύθερα δόγματα, την ελευθερία κυκλοφορίας κεφαλαίων και τις ελεύθερες ανταλλαγές. Η μαζική χρέωση των αμερικανικών νοικοκυριών, κυρίως μέσω ενυπόθηκων δανείων, είναι συνέπεια του μισθολογικού αποπληθωρισμού, με τη σειρά του αποτέλεσμα, τουλάχιστον εν μέρει, του ανταγωνισμού χωρών πολύ μικρών μισθών, όπου εγκαταστάθηκαν οι πολυεθνικές για να επανεξάγoυν στις αναπτυγμένες χώρες. Οι πολιτικές της ΕΕ επιδείνωσαν αυτή την κατάσταση, επιβάλλοντας δρακόντειους όρους επαναχρηματοδότησης στην Ελλάδα και την Ιρλανδία (αναμένοντας την Πορτογαλλία), με πρόσχημα τη “σωτηρία” τους – ενώ επρόκειτο μόνο για τη σωτηρία των εκτεθειμένων σε αυτές τις χώρες τραπεζών - κυρίως γερμανικών και γαλλικών.

Ερ. Γίνεται τώρα μια συζήτηση στην ΕΕ προτάσεων για το Ταμείο Σταθεροποίησης και το Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας. Ποια είναι η γνώμη σας;

Απ. Η χειρότερη. Ο μελλοντικός ευρωπαϊκός μηχανισμός σταθερότητας, που θα μπει στη συνθήκη της Λισσαβώνας σε μια προσεχή αναθεώρηση και το Σύμφωνο Σταθερότητας έχουν ως κύρια επιδίωξη να πληρωθεί ο λογαριασμός της χρηματιστικής (financiere) κρίσης αποκλειστικά από τους μισθωτούς, αφήνοντας άθικτα τα αθέμιτα κέρδη του τραπεζικού τομέα και καταργώντας τα κοινωνικά κεκτημένα δεκαετιών. Η κρίση χρησίμευσε ως πρόσχημα μιας κοινωνικής αντεπανάστασης, που δεν θα μπορούσε να γίνει σε κανονικούς καιρούς.

Αυτοί οι δύο μηχανισμοί επιβεβαιώνουν την πλήρη απουσία αλληλεγγύης στην ΕΕ. Η γερμανική κυβέρνηση, ακολουθούμενη από τον Νικολά Σαρκοζί, θέλει να επιβάλλει στους εταίρους της το δικό της “μοντέλο” ανάπτυξης δια των εξαγωγών και του μισθολογικού αποπληθωρισμού. ‘Eνα σχέδιο λιτότητας, μείωσης της κατανάλωσης σε μια χώρα, μπορεί να έχει νόημα, αν οι άλλες χώρες εφαρμόζουν πολιτικές επέκτασης. Αλλά γίνεται παράλογο αν όλες οι χώρες εφαρμόζουν τις ίδιες πολιτικές συρρίκνωσης. Ακόμα κι ένας νεοφιλελεύθερος οικονομολόγος μπορεί να το καταλάβει αυτό…

Ερ. Πρωταγωνιστήσατε στην απόρριψη από τον γαλλικό λαό του ευρωσυντάγματος το 2005. Μετά όμως είδαμε ότι αυτή η πολιτική αντίθεση στο μοντέλο του Μάαστριχτ δεν βρήκε πολιτική διέξοδο. Η αμφισβήτηση του νεοφιλελευθερισμού παραμένει πλειοψηφική στη χώρα σας, ηττάται όμως στο επίπεδο της πολιτικής και των κοινωνικών αγώνων. Γιατί;

Απ. Η καταπληκτική νίκη του “‘Όχι” στο δημοψήφισμα του 2005 δεν οδήγησε στη δημιουργία μιας πολιτικής δύναμης ή συμμαχίας της “αριστεράς της αριστεράς”, η οποία δεν στάθηκε ικανή να παρουσιάσει έναν κοινό υποψήφιο στις προεδρικές εκλογές του 2007. Κάθε οργάνωση προτίμησε να διατηρήσει το μικρό “κομμάτι της πίτας” που διέθετε, αντί να συμμαχήσει γύρω από μια υποψηφιότητα που θα μπορούσε να συγκεντρώσει 15%. Μην ξεχνάτε ότι το γαλλικό προεδρικό σύστημα είναι εξαιρετικά διεστραμμένο: ένα κόμμα δεν υπάρχει πραγματικά χωρίς υποψήφιο για την προεδρία. Κι αυτό ενθαρρύνει τη διασπορά των ψήφων τόσο στην αριστερά, όσο και στη δεξιά. Οι περσινές κινητοποιήσεις εναντίον της “μεταρρύθμισης” των συντάξεων ήταν σημαντικές, αλλά δεν κατέληξαν στην απόσυρση των κυβερνητικών σχεδίων. Δεν ήταν πάντως πλήρης ήττα γιατί η πλειοψηφία των πολιτών συνειδητοποίησε την αδικία (iniquité) του συστήματος και, με κάποιο τρόπο, συσσώρευσε μια αποδοκιμασία της κυβέρνησης και, περαιτέρω, των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, που πιθανώς θα παράγει ένα αποτέλεσμα στις κάλπες το 2012 (αν και όχι υποχρεωτικά προς όφελος μιας διασπασμένης αριστεράς) ή με άλλο τρόπο. Το κύριο κόμμα που δηλώνει αριστερό, το Σοσιαλιστικό Κόμμα φέρει επίσης μια βαρειά ευθύνη. Είναι ανίκανο να ενσαρκώσει μια πραγματική αριστερή εναλλακτική και δεν κερδίζει από την απόρριψη του Σαρκοζί και της δεξιάς από την κοινή γνώμη.

Ερ. Ποια μπορεί και πρέπει να είναι η ευρωπαϊκή απάντηση στην κρίση του χρέους; Μπορεί, και υπό ποίες συνθήκες, να πληρωθεί αυτό το βουνό χρεών; Πρέπει να το πληρώσουμε; Αντίστροφα μια θαρραλέα αναδιάρθρωση του χρέους θα μπορούσε να απειλήσει το τραπεζικό σύστημα;

Απ. Το χρέος αρκετών χωρών, μεταξύ των οποίων η Ελλάδα και η Ιρλανδία, δεν μπορεί να αποπληρωθεί λόγω των επιτοκίων που απαιτούν οι χρηματιστικές αγορές στηριζόμενες στους οίκους αξιολόγησης. ‘Αρα, μια “αναδιάρθρωση”, για να χρησιμοποιήσω την “καθωσπρέπει” φρασεολογία, είναι αναπόφευκτη. ‘Όχι μόνο μια επιμήκυνση της αποπληρωμής, αλλά η κανονική διαγραφή μέρους του χρέους. Ομοίως, οι τράπεζες πρέπει να υποχρεωθούν να διακρατήσουν ένα ορισμένο επίπεδο stock δημόσιου χρέους των χωρών στις οποίες δρουν. Σε περίπτωση κινδύνου αποσταθεροποίησης, δεν πρέπει να αποκλεισθεί η υπόθεση μιας εθνικοποίησης των τραπεζικών συστημάτων. ‘Εγινε μερικά σε ορισμένες χώρες, μόνο όμως ως προσωρινό μέτρο. Θα χρειαστεί να το γενικεύσουμε.

Ερ. Ακούγονται προτάσεις για ριζική μεταρρύθμιση των ευρωπαϊκών συνθηκών, άλλοι προτείνουν έξοδο από το ευρώ. Είναι ρεαλιστικές τέτοιες προτάσεις; Τι σκέφτεστε για την ευθυγράμμιση των γαλλικών ελίτ στις γερμανικές;

Απ. Ανήκω σε αυτούς που πιστεύουν ότι καμία πολιτική ρήξης με τον νεοφιλελευθερισμό δεν είναι δυνατή στο πλαίσιο των σημερινών ευρωπαϊκών συνθηκών. Οι συνθήκες φτιάχτηκαν ακριβώς για να αποτρέπουν μια τέτοια ρήξη. Σκέφτομαι λοιπόν ότι χρειάζεται η δημιουργία ενός νέου ευρωπαϊκού πλαισίου. Αυτό δεν θα γίνει εν ψυχρώ. Θα χρειαστεί μια εναρκτήρια κρίση σε μια χώρα, είτε πολιτική, όπως η άνοδος στην εξουσία μιας πραγματικά αριστερής κυβέρνησης, είτε κοινωνική. Στη συνέχεια μπορούμε να φανταστούμε, όπως στο μοντέλο των αραβικών επαναστάσεων, την αμφισβήτηση να επεκτείνεται στην πλειοψηφία των χωρών-μελών της ΕΕ.

Ερώτ. Η Ελλάδα εφαρμόζει μια δρακόντεια πολιτική που επέβαλαν ΕΕ και ΔΝΤ, με τρομερό κοινωνικό κόστος και χωρίς βελτίωση της κατάστασης. Τι θα κάνατε εσείς, αν υποθέσουμε ότι βρισκόσαστε στη θέση του ‘Ελληνα Πρωθυπουργού;

Απάντ. Αν ήμουν πρωθυπουργός της Ελλάδας θα άρχιζα λέγοντας ότι σταματάω να πληρώνω τους τόκους του χρέους και θα απηύθυνα μια έκκληση σε όλα τα ευρωπαϊκά κοινωνικά και πολιτικά κινήματα για να με στηρίξουν.

Ερώτ. Μπορεί μια μικρή χώρα όπως η Ελλάδα, με αδύναμη παραγωγική βάση, να απειλήσει ή και να προχωρήσει σε μονομερή στάση πληρωμών; Θα δεχθεί σίγουρα τιμωρητικό χτύπημα στις αγορές.

Απάντ. Ναι, κατά τη γνώμη μου μπορεί να το κάνει, εφόσον είναι έτοιμη να πάει σε μια αναμέτρηση με το χρήμα (la finance) και να γίνει η σπίθα μιας ευρωπαϊκής πολιτικής σύγκρουσης μεγάλης εμβέλειας, που θα κόλλαγε στον τοίχο τη σοσιαλδημοκρατία. ‘Ετσι κι αλλοιώς, η Ελλάδα δεν έχει τίποτα να χάσει, γιατί ο ευρωπαϊκός μηχανισμός σταθεροποίησης και το σύμφωνο ανταγωνιστικότητας την καταδικάζουν σε διαρκή, χωρίς τέλος κοινωνική οπισθοδρόμηση.

Αναδημοσίευση από το Konstantakopoulos.blogspot.com

Τρίτη 15 Μαρτίου 2011

ΓΙΑ ΤΗ ΚΡΙΣΗ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΗΛΙΟΣ, καθηγητής, ΕΜΠ

Η ελληνική κρίση ως εκδοχή της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και της κρίσης της ΟΝΕ, Ομιλία του Γιάννη Μηλιού

Μάρτιος 2011

Η κρίση που ζούμε σήμερα στην Ελλάδα είναι συνέπεια της παγκόσμιας κρίσης του 2008, του τρόπου που λειτουργεί η Ευρώπη (κρίση της ONE) και των πολιτικών που άσκησε το σύστημα εξουσίας που κυβέρνησε την Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες.

1) Σε παγκόσμιο επίπεδο η κρίση έχει χαρακτήρα συστημικό, καθόσον συνιστά χρεοκοπία του νεοφιλελεύθερου τρόπου λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος. Με άλλα λόγια, η κρίση γεννήθηκε από τα στοιχεία και τις σχέσεις που συνθέτουν τον πυρήνα του νεοφιλελευθέρου υποδείγματος. Έπληξε σημαντικούς κόμβους του συστήματος και μέσω αυτών τους όρους διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Βασικό στοιχείο του νεοφιλελευθερισμού αποτελεί ο κεντρικός ρόλος που παίζει η χρηματοπιστωτική (ΧΠ) σφαίρα της οικονομίας, ως μηχανισμός αξιολόγησης-χρηματοδότησης-ρύθμισης κάθε οικονομικής δραστηριότητας.

Η παγκόσμια κρίση στην παρούσα φάση εμφανίζεται και ως κρίση δημόσιου χρέους, που για πρώτη φορά μετά τον Πόλεμο πλήττει σε τέτοια έκταση τους αναπτυγμένους καπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς.#

2) Η κρίση της Οικονομικής-Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ).

Βασικό στοιχείο της ΟΝΕ υπήρξε η άμεση έκθεση των ατομικών κεφαλαίων ολόκληρης της Ζώνης του ευρώ (ΖτΕ) στο διεθνή ανταγωνισμό, με τέτοιο τρόπο ώστε όλες οι πιέσεις για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας να μεταφέρονται στην εργασία. Στρατηγικός στόχος της ΟΝΕ, τον οποίο όλα τα κράτη της ΕΕ είχαν υιοθετήσει ήδη πριν την εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος, ήταν να αποτελέσει η εργασία και ο μισθός τη μοναδική μεταβλητή, που με την απαξίωσή της θα εξομαλύνονται οι μακροοικονομικές και δημοσιονομικές ανισορροπίες. Πρόκειται για μια ταξική πολιτική στρατηγική, που άλλοτε ντύνεται με τα χρώματα μιας αμφίβολης «οικονομικής ορθοδοξίας» και άλλοτε ανεμίζει τη σημαία των «εθνικών συμφερόντων».

Η έκθεση στο διεθνή ανταγωνισμό που υπηρετήθηκε με την εισαγωγή στο ενιαίο νόμισμα επέβαλε σημαντικές αναδιαρθρώσεις προς όφελος του κεφαλαίου και οδήγησε τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες, που σχηματικά θα ονομάσουμε χώρες της ευρωπαϊκής «περιφέρειας», σε πολύ ψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης συγκριτικά με τις χώρες του ευρωπαϊκού «κέντρου». Ταυτόχρονα μείωσε σημαντικά το κόστος του εγχώριου δανεισμού και αύξησε τις εισροές ξένων «αποταμιεύσεων» (διαφόρων μορφών). Τα μεγέθη που παρουσιάζονται στον Πίνακα 1 είναι ενδεικτικά. Σε γενικές γραμμές, η Ελλάδα και οι άλλες χώρες της ευρωπαϊκής «περιφέρειας» περιόρισαν σημαντικά σε πραγματικούς όρους την «ψαλίδα» του κατά κεφαλήν ΑΕΠ που τις χώριζε από τις πιο προηγμένες χώρες του ευρωπαϊκού «κέντρου» (το μέγεθος αυτό σε καμία περίπτωση δεν μεταφράζεται σε κοινωνική ευημερία), ενώ σημείωσαν υψηλότερα μέσα ποσοστά κέρδους τα οποία και συνοδεύτηκαν από αντίστοιχα υψηλότερους ρυθμούς κεφαλαιακής συσσώρευσης.

Την ίδια στιγμή, είναι φανερό ότι οι ενισχυμένοι ρυθμοί μεγέθυνσης στην «περιφέρεια» επέφεραν υψηλότερα επίπεδα εγχώριας ζήτησης και πληθωρισμού.

Μεταβολή του ΑΕΠ και της εγχώριας ζήτησης σε πραγματικούς όρους

για διάφορες χώρες κατά την περίοδο 1995-2008


Ελλάδα
Γερμανία
Ιταλία
Ισπανία
Ολλανδία
Ιρλανδία

ΑΕΠ
61,0%
19,5%
17,8%
56,0%
42,0%
124,1%
ιδιωτική κατανάλωση

55,7%
12,3%
19,6%
55,3%
33,1%
104,5%

συνολική επένδυση
102,8%
18,8%
31,6%
95,2%
56,3%
130,5%

δημόσια κατανάλωση
51,1%
14,7%
21,5%
74,8%
41,4%
97,3%

όγκοι εξαγωγών
131,4%
159,0%
34,0%
115,1%
114,1%
232,3%

όγκοι εισαγωγών
123,1%
115,5%
56,7%
174,1%
117,8%
222,4%

δείκτες τιμών καταναλωτή
66,4%
22,2%
37,3%
47,5%
33,1%
47,2%

ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (2008) % ΑΕΠ
-14,6%
+6,7%
-3,4%
-9,6%
+4,8%
-5,2%
Πηγή: ΟΟΣΑ (2009) [υπολογισμοί δικοί μας]

3) Η νεοφιλελεύθερη αρχιτεκτονική της ΟΝΕ και η κρίση χρέους.

Στο διάστημα 1995-2008 η Ελλάδα σημείωσε υψηλή πραγματική αύξηση του ΑΕΠ κατά 61,0%, η Ισπανία κατά 56,0% και η Ιρλανδία κατά 124,1% σε αντίθεση με τις περισσότερο αναπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες. Το αντίστοιχο ποσοστό για την Γερμανία ήταν 19,5%, για την Ιταλία 17,8% και για την Γαλλία 30,8%. Οι χώρες που σημείωσαν υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης κατά βάση κατέληξαν με σημαντικά ελλείμματα στις τρέχουσες συναλλαγές. Την ίδια στιγμή παρουσίασαν υψηλότερα επίπεδα πληθωρισμού, γεγονός που σε συνδυασμό με τη σημαντική κερδοφορία του κεφαλαίου φαίνεται να είχε συνέπειες στην ανταγωνιστικότητα τιμών.

Η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, σε αντίθεση με αρκετές από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές οικονομίες, βασίστηκε περισσότερο στη σημαντική πραγματική αύξηση του παγίου κεφαλαίου (102,8%) και στη βελτίωση της παραγωγικότητας της εργασίας και λιγότερο στην κρατική κατανάλωση.

Δύο ήταν οι βασικές παράμετροι που επέδρασαν ενισχυτικά στην αναπτυξιακή δυναμική του ελληνικού καπιταλισμού και των άλλων χωρών της «περιφέρειας».

Από τη μία, τα υψηλότερα ποσοστά κέρδους που συμπαρέσυραν προς τα επάνω και το σύνολο των χρηματοπιστωτικών αποδόσεων, με αποτέλεσμα οι διεθνείς επενδυτές να είναι ολοένα και πιο «πρόθυμοι» να χρηματοδοτήσουν τους υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης, ιδιαίτερα που τώρα στο περιβάλλον του ευρώ απουσίαζαν ορισμένοι σημαντικοί κίνδυνοι, όπως π.χ. αυτός της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Συνεπώς, η Ελλάδα και άλλες χώρες της «περιφέρειας» κατέγραψαν ισχυρά πλεονάσματα στο ισοζύγιο των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών. Στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας, η εξέλιξη στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αντικατοπτρίζει τις συνθήκες ισχυρής εσωτερικής ζήτησης που ενισχύθηκαν τόσο από τη συνεχή εισροή επενδύσεων χαρτοφυλακίου όσο και από τις δυνατότητες άντλησης ρευστότητας ενός δυναμικού τραπεζικού συστήματος.

Από την άλλη, οι χώρες-μέλη της Ευρωζώνης, καίτοι σημείωναν διαφορετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης και διαφορετικά ποσοστά κέρδους, εντάχθηκαν ανεξαιρέτως στο ίδιο καθεστώς νομισματικής πολιτικής, δηλαδή στο καθεστώς των ίδιων ονομαστικών επιτοκίων από την πλευρά της ΕΚΤ (εκτός των άλλων). Το ύψος των επιτοκίων αυτών ήταν αρκετά χαμηλότερο για τις χώρες της «περιφέρειας» από ό,τι ίσχυε πριν την εισαγωγή τους στο ενιαίο νόμισμα.

Τα επιτόκια της ΖτΕ συνέκλιναν στο χαμηλό επίπεδο των γερμανικών. Έτσι, τα βραχυχρόνια πραγματικά επιτόκια στη δεκαετία του 1990 κινήθηκαν για την Ελλάδα κατά μέσο όρο στο 5,4% ενώ μετά το 2000 ήρθαν κοντά στο 0%, καταγράφοντας για μεγάλα διαστήματα ακόμα και αρνητικές τιμές. Πρόκειται για συνθήκες που δημιούργησαν τις προϋποθέσεις εκτόξευσης του (ιδιωτικού και δημόσιου) εγχώριου δανεισμού ενισχύοντας ακόμη περισσότερο την επέκταση της εσωτερικής ζήτησης.

Στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας θα πρέπει να επισημάνουμε ότι για μία σχετικά μικρή αλλά «ανοικτή» στον εξωτερικό ανταγωνισμό οικονομία (ο τομέας των διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ ενώ δεν υπάρχουν περιορισμοί στην κίνηση των κεφαλαίων) η αύξηση της εγχώριας ζήτησης επιδρά ενισχυτικά κυρίως στους «προστατευμένους» παραγωγικούς τομείς (μη-εκτεθειμένους στο διεθνή ανταγωνισμό) και στις εισαγωγές. Έτσι, η αύξηση των κεφαλαιακών εισροών έχει ως άλλη όψη της την επιδείνωση στις τρέχουσες συναλλαγές των χωρών της «περιφέρειας» και αντανακλά την αναπτυξιακή δυναμική με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που αυτή αποκτά στο εσωτερικό της ζώνης του ευρώ.

Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ότι το έλλειμμα στις τρέχουσες συναλλαγές για την Ελλάδα (αλλά και τις άλλες χώρες της «περιφέρειας») δεν είναι απλά το άμεσο αποτέλεσμα ενός ανάλογου «ελλείμματος» στην ανταγωνιστικότητα. Αντίθετα, και τα δύο εν λόγω «ελλείμματα» είναι η άλλη όψη των υψηλών κεφαλαιακών πλεονασμάτων και συνιστούν αποτελέσματα μιας άλλης βαθύτερης αιτίας. Συγκεκριμένα: των σημαντικών διαφορών στα επίπεδα καπιταλιστικής μεγέθυνσης και του συγκεκριμένου τρόπου «συμβίωσης» στο εσωτερικό του ευρώ.

Ταυτόχρονα, μέσω του δανεισμού συντηρείται βραχυπρόθεσμα η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών παρά τη σχετική επιδείνωση των όρων διαβίωσης και εργασίας. Από μία διαφορετική οπτική, η οικοδόμηση της συναίνεσης στο νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα στηρίζεται και στη δυνατότητα πρόσβασης στο φτηνό δανεισμό για τη χρηματοδότηση καταναλωτικών, στεγαστικών ή άλλων δαπανών έτσι ώστε να υπάρχει επαρκές εισόδημα που υποκαθιστά την απόσυρση του κράτους από τη χρηματοδότηση καθολικών συστημάτων ασφάλισης, υγείας, σπουδών και διαφόρων κοινωνικών παροχών. Η παρατήρηση αυτή είναι γενική, αλλά ίσχυσε και στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας.

Η παγκόσμια οικονομική κρίση, με αιχμή την κρίση των τραπεζών, μετέτρεψε γρήγορα ένα μέρος του ιδιωτικού χρέους σε δημόσιο. Το διογκούμενο δημόσιο χρέος οδήγησε σε κρίση χρηματοπιστωτικής αξιοπιστίας (insolvency), λόγω της εκτίναξης των επιτοκίων δανεισμού, καθώς αφενός δεν είναι δυνατή η απευθείας χρηματοδότηση του κρατικού προϋπολογισμού από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (αντίθετα με ό,τι συμβαίνει σε άλλες περιοχές του αναπτυγμένου καπιταλισμού), ενώ η ΧΠ σφαίρα εισήλθε σε μια διαδικασία επαναξιολόγησης των πιστωτικών κινδύνων. Στη νέα αυτή συγκυρία, η μεταφορά «αποταμιεύσεων» από το ευρωπαϊκό «κέντρο» στην ευρωπαϊκή «περιφέρεια» ανακόπηκε απότομα.

Καταλήγουμε, επομένως, σε εκείνο που θα μπορούσε να ονομαστεί και ως στρατηγικό δίλημμα του ευρώ, που αποτελεί συστατικό στοιχείο και της ελληνικής κρίσης:

Οι επίμονες ανισορροπίες (στα ισοζύγια των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών) στο εσωτερικό της ΖτΕ και η διόγκωση του δημόσιου χρέους αποτελούν μία ενεργή αντίφαση της συνολικότερης αρχιτεκτονικής. Από τη μία πλευρά, συνέβαλαν στην οργάνωση της κοινωνικής συναίνεσης γύρω από τη συγκεκριμένη αναπτυξιακή στρατηγική του κεφαλαίου.

Από την άλλη όμως, αποδείχτηκαν ένα καθεστώς συμβίωσης ιδιαίτερα ευάλωτο σε απρόβλεπτα οικονομικά συμβάντα, αποτελώντας ταυτόχρονα επιμέρους εμπόδιο στην ίδια την αναδίπλωση της νεοφιλελεύθερης αρχιτεκτονικής του ευρώ.

4) Η κρίση της ΟΝΕ ως «ευκαιρία» για το κεφάλαιο

Η κρίση αποτέλεσε μία πρώτης τάξεως «ευκαιρία» για την αναγκαία «διόρθωση» (μέσα από τη βίαιη αναδιανομή εισοδήματος και εξουσίας υπέρ των δυνάμεων του κεφαλαίου), των αντιφάσεων της πρώτης φάσης του εγχειρήματος της ΖτΕ. Από την πλευρά της καπιταλιστικής εξουσίας τέθηκε έτσι σε κίνηση μία σκληρή και άνευ προηγουμένου επίθεση στην εργασία, η οποία εκδηλώνεται στο όνομα της δημοσιονομικής εξυγίανσης και της ανταγωνιστικότητας. Η κρίση της Ελλάδας, οι διεθνείς χρηματαγορές, η ΕΕ, ο ευρωπαϊκός μηχανισμός στήριξης και το ΔΝΤ υπηρετούν απαρέγκλιτα τις σκληρές επιλογές του κεφαλαίου αποτελώντας κατά βάση «τμήματα» ενός ενιαίου μηχανισμού. Εκείνο, βέβαια, που δεν είναι ποτέ προβλέψιμο είναι τα αστάθμητα συμβάντα της ταξικής πάλης και η συναίνεση των κοινωνιών σε τέτοιες απροκάλυπτα ταξικές πολιτικές.

Γίνεται λοιπόν φανερό ότι το κύριο χαρακτηριστικό της κρίσης είναι η συνολική επαναδιαπραγμάτευση του συσχετισμού δύναμης ανάμεσα στον κόσμο της εργασίας και τις δυνάμεις του κεφαλαίου.

Υπό αυτό το πρίσμα δεν μπορεί να υπάρξει μία καθολικά αποδεχτή μεθοδολογία για την έξοδο από την κρίση. Κάθε πρόταση φέρει μαζί της μια συγκεκριμένη ταξική οπτική και μεροληψία. Κάθε πρόταση στηρίζεται και σε διαφορετικές προτεραιότητες. Από τη μία μεριά υπάρχουν τα ζητήματα της ανάκαμψης της κερδοφορίας (αλλά και του χρέους, των ελλειμμάτων) και από την άλλη μεριά υπάρχουν τα ζητήματα της ανεργίας, των μισθών, των εργασιακών δικαιωμάτων και της προστασίας του περιβάλλοντος.

5) Ο ακραίος χαρακτήρας του ελληνικού νεοφιλελευθερισμού

Η κρίση είναι εντονότερη στην Ελλάδα, δηλαδή το ελληνικό δημόσιο χρέος βρίσκεται στο ψηλότερο επίπεδο των χωρών της ΖτΕ λόγω του ακραίου χαρακτήρα που πήραν στη χώρα οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές ήδη από τη δεκαετία του 1990, μέσα από τη διαρκώς διευρυνόμενη νόμιμη φοροαπαλλαγή του κεφαλαίου και των ψηλών εισοδημάτων. Το χρέος διεύρυνε τη σφαίρα των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, δημιουργώντας δυνατότητες για επικερδή τοποθέτηση στους κατόχους χρήματος: Να δανείζουν το κράτος.

Αυτή η μονόπλευρη ταξική πολιτική υπέρ των «εχόντων και κατεχόντων» που απαρέγκλιτα ακολούθησαν ΠΑΣΟΚ και ΝΔ είναι συν-υπεύθυνη για το βάθος της σημερινής δημοσιονομικής κρίσης:

Αν η άμεση φορολογία στην Ελλάδα βρισκόταν απλά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο κατά την περίοδο 2000-2008, το Δημόσιο θα είχε εισπράξει στο διάστημα αυτό φορολογικά έσοδα της τάξεως των 95 δις ευρώ. Συνυπολογίζοντας τα έτη 2009 και 2010, προκύπτει ότι το ελληνικό Δημόσιο παραιτήθηκε υπέρ των ψηλών εισοδημάτων από έσοδα που αντιστοιχούν στο δάνειο που έλαβε η χώρα από την Τρόικα.

Από το 1997 μέχρι το 2007 η Ελλάδα είχε, όπως ήδη είπαμε, από τους μεγαλύτερους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ευρωζώνη με αποτέλεσμα την κατακόρυφη αύξηση του ΑΕΠ κατά 44%. Με σταθερούς τους υπόλοιπους παράγοντες (κρατικά έσοδα, δαπάνες κλπ.) έπρεπε να επέλθει σημαντική μείωση του χρέους ως % του ΑΕΠ (αφού αυτό ορίζεται πάντα ως ποσοστό επί του ΑΕΠ).

Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη λόγω της τεράστιας μείωσης των φορολογικών συντελεστών στα κέρδη του κεφαλαίου και στη μεγάλη περιουσία, με τη φορολογία επί των αδιανέμητων κερδών να μειώνεται από 35% το 2004 (40-45% το 1981) σε 24% το 2009 και 20% σήμερα, και την εισαγωγή μίας πλειάδας φοροαπαλλαγών. Οι Έλληνες εφοπλιστές, οι οποίοι συγκεντρώνουν το 16% της χωρητικότητας του παγκόσμιου εμπορικού στόλου και το 22% της παγκόσμιας χωρητικότητας πετρελαιοφόρων, απολαμβάνουν 58 φοροαπαλλαγές, με τελικό αποτέλεσμα να πληρώνουν στο κράτος ετησίως μόλις 12 εκ. ευρώ, έναντι 50 εκ. που πληρώνουν οι μετανάστες με τα παράβολά τους.#

Οι φόροι που πλήρωσαν οι μισθωτοί και τα άλλα φυσικά πρόσωπα αυξήθηκαν από 5,6 δις ευρώ το 2004 στα 11 δις ευρώ το 2008. Αντίθετα οι ανώνυμες εταιρείες και τα άλλα νομικά πρόσωπα πλήρωσαν το 2004 4,8 δις ευρώ (4.775 εκ. ευρώ) και το 2008 κατά τι λιγότερο και συγκεκριμένα 4,705 εκ. ευρώ.

Πάνω στη νόμιμη φοροαπαλλαγή των «εχόντων και κατεχόντων» προστίθεται η φοροαπαλλαγή και εισφοροδιαφυγή, που όπως και η διαφθορά διευκολύνονται από τη διάλυση των ελεγκτικών μηχανισμών του κράτους. Είναι χαρακτηριστικό ότι για 900.000 περίπου επιχειρήσεις υπάρχουν γύρω στους 1000 ελεγκτές!

6) Η διέξοδος για τις δυνάμεις της εργασίας είναι η ανατροπή του νεοφιλελευθερισμού και η «κοινωνική ατζέντα»: Αναδιανομή εξουσίας και εισοδήματος υπέρ των εργαζομένων και επαναδιαπραγμάτευση του χρέους με διαγραφή μεγάλου μέρους του, με κριτήρια κοινωνικά, αναπτυξιακά, οικολογικά.

Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές που ακολουθούν οι ελληνικές (και ευρωπαϊκές) κυβερνήσεις βασίζονται σε ένα «πατριωτικό» επιχείρημα: Ενισχύοντας τα κέρδη του κεφαλαίου και την «ανταγωνιστικότητα» της εθνικής οικονομίας έναντι των άλλων χωρών, θα βελτιωθεί στο μέλλον και η κατάσταση των εργαζομένων, παρά τη σημερινή λιτότητα, φτώχεια και κατάργηση δικαιωμάτων (που βαφτίζονται κομψά «θυσίες» για να βγει η χώρα από την κρίση). Με την εναλλακτική πρόταση της Αριστεράς, που αποδομεί πλήρως αυτή τη συντηρητική ρητορεία, θα ασχοληθεί αύριο το Συνέδριό μας. Εδώ θα ήθελα να θίξω ένα μόνο ζήτημα:

Από διάφορες δυνάμεις, ακόμη και αριστερές, προβάλλεται ως λύση, μπροστά στην ιστορική αποτυχία του νεοφιλελευθερισμού στην Ευρώπη, η διάλυση του ευρώ ή η έξοδος από αυτό όποιας χώρας έχει προβλήματα.

Η έξοδος από το ευρώ, με τις σημερινές συνθήκες που επικρατούν τόσο διεθνώς όσο και στην Ευρώπη δεν είναι μία επιλογή προς το συμφέρον των εργαζόμενων και επομένως δεν μπορεί να είναι επιλογή των δυνάμεων της Αριστεράς. Την έξοδο από το ευρώ προτείνουν άλλωστε υπερσυντηρητικοί κύκλοι επειδή προσδοκούν είτε ότι θα ευνοηθούν οι χρηματαγορές, είτε ότι μέσω των παλιών εθνικών νομισμάτων και του συναλλαγματικού πολέμου που θα ξεσπάσει, θα εφαρμοστούν ακόμα πιο σκληρές πολιτικές ενάντια στους εργαζόμενους.

Αλλά και η γενικότερη αποτίμηση της παγκόσμιας κατάστασης δείχνει ότι για να ανατραπεί η σημερινή παγκόσμια ηγεμονία του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος και να προωθηθούν στρατηγικοί στόχοι όπως ο έλεγχος των διεθνών αγορών και των τραπεζών, η προστασία του περιβάλλοντος και ο κοινωνικός μετασχηματισμός υπέρ των εργαζομένων απαιτούνται λύσεις που αφορούν κυρίως την αλλαγή των ταξικών συσχετισμών δύναμης σε κάθε (ευρωπαϊκή) χώρα, και όχι λύσεις προώθησης της «εθνικής ανταγωνιστικότητας» έναντι των άλλων χωρών.

Θα ήταν αστείο να προτείνουμε από αυτό εδώ το Συνέδριο , π.χ. στους Πορτογάλους συντρόφους μας, να αγωνιστούν για να υιοθετήσει η χώρα τους το «νέο εσκούδο», ώστε μέσα από αλλεπάλληλες ανταγωνιστικές υποτιμήσεις να αυξηθούν, υποτίθεται, τα κέρδη των Πορτογάλων καπιταλιστών εξαγωγέων, και έτσι να βελτιωθεί, υποτίθεται επίσης, και η θέση των Πορτογάλων εργαζομένων.

Η έξοδος από το ευρώ, στις σημερινές διεθνείς συνθήκες παγκόσμιας κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού, είναι απατηλή λύση αφού οι πιέσεις των χρηματαγορών σε ένα αδύνατο εθνικό νόμισμα για ευθυγράμμιση με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και για να αποδεχθεί ο εργαζόμενος κόσμος μεγαλύτερες θυσίες από αυτές που υφίσταται τώρα, θα είναι μεγαλύτερες.

ΟΡΙΣΜΕΝΟΙ ΟΡΓΙΣΜΕΝΟΙ. "Η ΠΟΛΙΤΙΚΉ ΤΗΣ ΟΡΓΗΣ" του Νίκου Σεβαστάκη.

Σχετικά με την «πολιτική της οργής», του Νικόλα Σεβαστάκη
Πηγή: tvxsteam, 13/03/2011

Έχουμε μιλήσει πολλές φορές για το πολιτικό παιχνίδι με τους κοινωνικούς φόβους που παίζεται στο όνομα μιας «ηθικής της ευθύνης». Αυτό το παιχνίδι έχει τους επαγγελματίες, τους χορηγούς, τους λειτουργούς του στα μέσα επικοινωνίας και στο χώρο της διανόησης.

Δημοσιεύθηκε στα Ενθέματα της Εφημερίδας Αυγή

Σχηματικά λέμε ότι αυτός είναι ο χώρος του Μνημονίου, το πεδίο στο οποίο κινούνται, με διαφορετικές ταχύτητες και εντάσεις, όλες εκείνες οι φωνές που πιστεύουν ότι η οριστική υπέρβαση της Μεταπολίτευσης (το περιβόητο finis) πρέπει να είναι μια φυγή προς τα εμπρός με όρους ανταγωνισμού, απελευθέρωσης της επιχειρηματικότητας, εργασιακής και κοινωνικής πειθάρχησης σε μια ανώτερη καπιταλιστική «ορθολογικότητα».

Έχει ωστόσο ενδιαφέρον ότι, από μια άλλη πλευρά, κάποιες πολύ διαφορετικές δυνάμεις προβάλλουν με τη σειρά τους την ίδια επιθυμία υπέρβασης. Μοιράζονται ένα αντίστοιχης δραματικότητας ανορθωτικό-εξυγιαντικό πάθος. Μόνο που αυτές οι φωνές ομνύουν, όπως ισχυρίζονται, στο αντι-σύστημα και όχι στο σύστημα. Εμφανίζονται όλο και πυκνότερα ως ένα κομμάτι του κόσμου της διαμαρτυρίας και της λαϊκής αγανάκτησης. Σε ένα μπλογκ διεξάγεται αυτές τις μέρες μια «ψηφοφορία» με θέμα: σε ποιων τα σπίτια θέλετε να διαδηλώσετε περισσότερο; Από κάτω έχει μια σειρά ονομάτων ηγετικών στελεχών από τα δυο μεγάλα κόμματα. Το συγκεκριμένο μπλογκ είναι εξάλλου ένας από τους σπόνσορες της πρωτοβουλίας με το μεγαλειώδες όνομα «Κίνημα Λαού» η οποία διαδήλωσε έξω από το σπίτι του Άκη Τσοχατζόπουλου και του Σημίτη.

Δεν είναι μόνο η συγκεκριμένη περίπτωση. Εδώ και πολλούς μήνες διαμορφώνεται μια πολυσυλλεκτική και ρευστή «παράταξη» των όσων λένε ότι δεν θέλουν να ανήκουν σε παρατάξεις, των όσων ισχυρίζονται ότι είναι ελεύθεροι ή ανεξάρτητοι ή ακηδεμόνευτοι Έλληνες. Η «φιλελεύθερη» δημοσιολογία κάνει τα πάντα για να ταυτίσει αυτή την ιδιαίτερη αντι-πολιτική δυναμική με τα διαφορετικής λογικής κινήματα κοινωνικής ανυπακοής και τις μορφές κινηματικής παρέμβασης της Αριστεράς. Αλλά και κάποια τμήματα της Αριστεράς θεωρούν ότι μπορεί και πρέπει να υπάρξει μια ενιαία μετωπική συσπείρωση με τους πάντες στη βάση Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο. Το θέμα έχει κρίσιμη σημασία καθώς ο χώρος της αντιπολιτικής αφύπνισης εμφανίζεται να ενσωματώνει επιλεκτικά αριστεροφανή αντι-ολιγαρχικά συνθήματα σε μια βάση που δεν έχει τίποτα το αριστερό.

Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος. Με ποια ακριβώς έννοια άραγε είναι αριστερή η χύμα αντικλεπτοκρατική ρητορική; Η ίδια συνθηματολογία θα μπορούσε να εκπορεύεται από ένα Tea Party ή από οποιοδήποτε μόρφωμα της νέας «λαϊκής δεξιάς», όπως αυτά που ανθίζουν στη Βόρεια και στην Ανατολική Ευρώπη. Ένα ακόμα παράδειγμα: πως μπορεί να υπάρξει συνεννόηση με φωνές οι οποίες διαβάζουν τη νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση με όρους ξενοκρατίας και εθνικής προδοσίας; Από μια άποψη, τα «αμερικανο-εβραϊκά συμφέροντα», οι «εθνικές προδοσίες», η «διάλυση του κράτους μας», το κυνήγι του κλέφτη και του λαμόγιου, όλα αυτά τα θέματα και οι αντίστοιχες ευαισθησίες δεν ανήκουν παρά σε έναν κοινό τόπο πολύ κοντινό στο ακροδεξιό αυτονόητο. Και επειδή έχουμε κορεστεί από τους διάφορους ιεροκήρυκες του αυτονόητου και από τους κήνσορες της «κοινής λογικής», χρειάζεται να ξανασκεφτούμε σοβαρά το στοιχειώδες: ότι υπάρχουν διαφορετικές λογικές κοινωνικού κινήματος, λαϊκού ακτιβισμού, αντιφιλελεύθερου λόγου. Και μια πολύ πλούσια ιστορική εμπειρία διδάσκει ότι υπάρχουν επίσης ποικίλες — και ασύμβατες μεταξύ τους– εκδοχές αντικαπιταλισμού και ριζοσπαστισμού. Ότι μια άβυσσος χωρίζει την κριτική αμφισβήτηση του συμβατικού κοινοβουλευτικού παιχνιδιού από τις καισαρικές και αυταρχικές επιθυμίες με «αμεσοδημοκρατική» μεταμφίεση.

Εδώ ωστόσο ξανασυναντούμε το πρόβλημα της «ευκολίας» και της απήχησης. Πολλά από τα σχήματα και τις εικόνες που εξαπλώνονται στο έδαφος της κοινωνικής μας κρίσης διαθέτουν μια μαγική δύναμη διείσδυσης στα συναισθήματα ευρύτερων στρωμάτων. Αναφέρομαι σε σχήματα του τύπου οι Γερμανοί τραπεζίτες και ο ελληνικός λαός, η δειλία και η τόλμη, οι δυνάστες και οι δυναστευόμενοι, οι κλέφτες και τα θύματά τους, οι ξεπουλημένοι και οι αδιάφθοροι. Μια συγκεκριμένη «πολιτική» της οργής μπορεί και να χτιστεί με τα υλικά της οικείας παραπλανητικής εθνικής θυματοποίησης που χρησιμοποιεί το κοινωνικό ζήτημα ως συμπλήρωμα μιας αντίληψης περί εθνικής ακεραιότητας και ελληνικής τιμής.

Το παράδοξο είναι άλλωστε ότι αυτός ο λόγος αντιγράφει πιστά την ηθικολογία των δυνάμεων της «αναμόρφωσης διά της λιτότητας». Μοιάζει με «αντισυστημική» αντανάκλαση της ρητορικής περί διαφθοράς και παρακμιακού πολιτικού συστήματος. Αλλάζουν απλώς τα πρόσημα και τα υποκείμενα που εκπροσωπούν την «ηθική σήψη».

Αυτό που συμβαίνει πλέον είναι ότι η κυρίαρχη γραμμή προσαρμογής στα κελεύσματα των αγορών οξύνει τα αισθήματα αδυναμίας και ασφυξίας σε τμήματα της κοινωνίας. Σε αυτό το έδαφος ξεφυτρώνουν γραφικές σωτηριολογίες και λογής εθνικο-ανορθωτικές δημαγωγίες. Ωστόσο τα όρια υπάρχουν και υπογραμμίζονται από τα ίδια τα σκληρά πολιτικά γεγονότα: από τη στιγμή που για κάποιους είναι της ίδιας τάξεως γεγονός η «εισβολή του ΔΝΤ στην πατρίδα» και η «Υπατία», δεν χωρούν κριτικές αφωνίες, πόσο μάλλον κατανόηση. Εκτός και αν στο όνομα του ανοίγματος σε όλες τις αντιστάσεις ο αριστερός πολίτης λησμονήσει ότι άλλο νεοφιλελευθερισμός και άλλο… νεοοθωμανισμός.

Ο Νικόλας Σεβαστάκης διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.

Ευρωπαϊκό ψυχόδραμα, του Κώστα Βεργόπουλου

Πηγή: tvxsteam, 13/03/2011

Νέος κύκλος υποβαθμίσεων ενεργοποιείται από τους διεθνείς αξιολογικούς οίκους: τα σπρεντ εκτινάσσονται και πάλι, το ευρώ ολισθαίνει, η φερεγγυότητα της ευρωζώνης αμφισβητείται.

Με την κοινή γαλλογερμανική δήλωση της 4ης Φεβρουαρίου, τα πράγματα όσον αφορά την ευρωπαϊκή κρίση δημόσιου χρέους έδειχναν να ηρεμούν, με την ιδέα ότι η φερεγγυότητα των κρατικών χρεών εξασφαλιζόταν με ευρωπαϊκό μηχανισμό.

Αρκεσε το προτεινόμενο από τη Μέρκελ Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας, για να ξανανεβούν η ένταση μεταξύ Ευρωπαίων εταίρων και ο κερδοσκοπικός πυρετός. Εάν σήμερα η ευρωπαϊκή σταθερότητα και το ευρώ δοκιμάζονται, αυτό οφείλεται περισσότερο στον αδιευκρίνιστο, ευμετάβλητο και αντιφατικό χαρακτήρα των γερμανικών προτάσεων για τη διάσωση της ευρωζώνης από τα δημόσια χρέη, παρά στη βαρύτητα των χρεών καθαυτά.

Το δημόσιο χρέος της ευρωζώνης είναι σήμερα όσο περίπου και της Αμερικής, 95% του ΑΕΠ. Ομως, ενώ από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού καταβάλλονται σοβαρές προσπάθειες για την αντιμετώπισή του, στην Ευρώπη επικρατούν σύγχυση, πανικός, λήψη μέτρων, που επιδεινώνουν το πρόβλημα, καθιστώντας το ανεπίλυτο. Σύμφωνα με τον Ιταλό καθηγητή του Κολεγίου της Ευρώπης Στέφανο Μικόσι, «η Ευρώπη χρειάζεται όχι οικονομολόγο, αλλά ψυχίατρο».

Ο Βέλγος καθηγητής στην Οξφόρδη Πολ Ντεγκρό τονίζει: «Το προτεινόμενο από τη Γερμανία Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας είναι γελοίο: δεν προωθεί το συντονισμό μεταξύ των κρατών-μελών. Η παράταση των ηλικιακών ορίων για συνταξιοδότηση και η αποσύνδεση μισθών από τον πληθωρισμό ελάχιστη σχέση έχουν με την κρίση δημόσιου δανεισμού. Η συνταγματική απαγόρευση των δημόσιων ελλειμμάτων ανταποκρίνεται μόνο στην πολιτική της Μέρκελ έναντι των ψηφοφόρων της».(1)

Ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας Τζιουλάνο Αμάτο υπογραμμίζει: Οσο υψηλό και αν είναι το χρέος, μοναδικός τρόπος αντιμετώπισής του παραμένει, σε κάθε περίπτωση, η επιτάχυνση της ανάπτυξης του εθνικού εισοδήματος.(2) Το αμερικανικό κράτος δανείζεται σε δολάρια, το βρετανικό σε στερλίνες, το ιαπωνικό σε γεν, τα ευρωπαϊκά σε ευρώ. Ομως, τα τρία πρώτα κράτη δανείζονται όσο χρήμα επιθυμούν από τις αντίστοιχες κεντρικές τράπεζές τους, ενώ τα ευρωπαϊκά στερούνται αυτή τη δυνατότητα, εξαναγκαζόμενα να καταφεύγουν στις αγορές χρήματος ως ιδιώτες. Με τις ευρωπαϊκές συνθήκες, τα κράτη της ευρωζώνης έχουν στερηθεί την εθνική κυριαρχία, αλλά και την ευρωπαϊκή, εφ'όσον δεν μπορούν να δανείζονται ούτε από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Το προτεινόμενο Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας πηγαίνει μακρύτερα και από τις ισχύουσες ευρωπαϊκές συνθήκες. Ενώ ενθαρρύνεται η διάσωση των ιδιωτικών τραπεζών από τα κράτη με δημόσιο χρήμα, δηλαδή με χρήμα των φορολογουμένων, από την άλλη πλευρά απαγορεύεται η διάσωση των ευρωπαϊκών κρατών με μηχανισμούς αλληλεγγύης μεταξύ των Ευρωπαίων εταίρων. Οι φωτιές στα χρηματιστήρια ανάβουν όχι όταν τα ευρωπαϊκά δημόσια χρέη είναι υψηλά, αλλά όταν ο πρόεδρος της ΕΚΤ δηλώσει ότι παύει να αγοράζει ομόλογα δημόσιου χρέους των κρατών-μελών ή ότι θα αυξήσει τα επιτόκια λόγω πληθωριστικών προσδοκιών. Εάν δηλώσει το αντίθετο, τα πράγματα ηρεμούν.

Το άκρον άωτον της ευρωπαϊκής τραγωδίας επιτυγχάνεται όταν η Κίνα προσφέρεται να αγοράσει με κινεζικό δημόσιο χρήμα ομόλογα των ευρωπαϊκών κρατών. Οι Ευρωπαίοι ιθύνοντες απορρίπτουν τις αγορές τίτλων δημόσιου χρέους της ευρωζώνης από τρίτες χώρες, ενώ ταυτόχρονα τις απαγορεύουν, ακόμη και με τους μηχανισμούς της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, παρ' όλο που έτσι αποσταθεροποιούν τόσο το ευρώ όσο και την ευρωπαϊκή οικονομία στο σύνολό της. Ισως ο ευρω-ψυχίατρος δεν αρκεί και χρειάζεται ψυχαναλυτής. Επί του παρόντος οι ευρωπαϊκές επιλογές εμπνέουν τον καγχασμό των τρίτων.

Ο Μπάρι Αϊκενγκριν από το Μπέρκλεϊ επισημαίνει στη Μέρκελ ότι, αντί να παίζει τη σκληρή προκειμένου να γίνει αρεστή στο Γερμανό φορολογούμενο, θα μπορούσε τουλάχιστον να τον πείσει ότι διασώζοντας τις οφειλέτριες χώρες της ευρωζώνης, διασώζει επίσης μέσω αυτών, σε τελική ανάλυση, τις ιδιωτικές γερμανικές τράπεζες, που έχουν τοποθετήσει εκεί τα χρήματά του.(3) Στην ουσία, διευκρινίζει ο ίδιος, η κρίση του ευρώ προέρχεται κατά κύριο λόγο από την αύξουσα επισφάλεια των ευρωπαϊκών τραπεζών.

Τα κρατικά χρέη αποτελούν ταυτόχρονα επισφαλείς πιστώσεις για τις ιδιωτικές τράπεζες, που έχουν δανείσει τα κράτη της ευρωζώνης. Κάθε άρνηση διάσωσης των κρατικών δανειοληπτών επιδεινώνει τη θέση των ιδιωτών δανειοδοτών. Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία: μικρές χώρες, με σχετικά μικρό χρέος στην ευρωζώνη, όμως εάν αφήνονται αβοήθητες στις αγορές, τότε πλήττονται οι γερμανικές τράπεζες, κατά πολύ μεγαλύτερες.

1. Βλ. συνέντευξη του Πολ Ντεγκρό στην πορτογαλική εφημερίδα Jornal de Negocios, 14 Φεβρουαρίου 2011.

2. Βλ. G. ΑΜΑΤΟ et.al. Α New Political Deal for Eurozone Sustainable Growth, VoxEu 2010.
3. Βλ Der Spiegel, 2 Μαρτίου 2011.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία

Ο.ΛΑΦΟΝΤΕΝ: ΟΙ ΑΝΟΗΣΙΕΣ ΤΩΝ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΕΡΚΕΛ.

Ο Ο. Λαφοντέν στον Στ. Κούλογλου για το χρέος

Πηγή: tvxsteam, 14/03/2011

Ο Όσκαρ Λαφοντέν, ένας από τους ηγέτες του De linke, του κόμματος της Αριστεράς στη Γερμανία και πρώην πρόεδρος του γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, βρέθηκε στην Αθήνα για να συμμετάσχει στο διεθνές συνέδριο του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς με θέμα «Δημόσιο Χρέος και Πολιτικές Λιτότητας στην Ευρώπη-Η απάντηση της Ευρωπαϊκής Αριστεράς», που διοργάνωσε ο ΣΥΝ, και μίλησε στο Στέλιο Κούλογλου για την πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής της ευρωζώνης, την ελληνική οικονομική κρίση και το δημόσιο χρέους της, αλλά και τη γερμανική πολιτική απέναντι στην Ελλάδα και στην Ε.Ε.

Στέλιος Κούλογλου: Ποια είναι η γνώμη σας για τις αποφάσεις που ελήφθησαν στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής της ευρωζώνης;

Όσκαρ Λαφοντέν: Έγιναν μικρά σωστά βήματα. Ένα καλό βήμα είναι να βοηθήσουμε την Ελλάδα στα επιτόκια και στη διάρκεια αποπληρωμής. Αλλά αυτό δεν λύνει το πρόβλημα. Ακόμη και αν το σύνολο του χρέους μηδενιστεί, η Ελλάδα θα πρέπει να χρεωθεί εκ νέου εφόσον εξακολουθεί να καταναλώνει περισσότερα αγαθά από ό, τι η ίδια παράγει. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να φτάσουμε σε μια πολιτική που να οδηγεί σε έναν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό για όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Πράγμα που σημαίνει, να παράγουν τόσα, όσα καταναλώνουν. Εάν όχι, τότε κάποιες χώρες θα συσσωρεύουν πλούτο ενώ κάποιους άλλες θα συσσωρεύουν χρέη.

Σ.Κ.: Δεχόμαστε εμμέσως ότι τα μέτρα που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα το περασμένο έτος ήταν πολύ σκληρά. Ούτε καν ρεαλιστικά...

Ο.Λ.: Το ερώτημα είναι ποιος πληρώνει για τα μεγάλα χρέη που έχουν κάνει οι τράπεζες. Και σε όλο τον κόσμο δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτό, η απάντηση των κυβερνήσεων να είναι ότι ο λαός πρέπει να πληρώσει για το χρέος. Το ίδιο ισχύει και για την Ελλάδα. Δεν είναι οι Έλληνες πολίτες, αυτοί που έχουν κάνει το μεγάλο χρέος. Πρέπει να πληρώσουν εκείνοι, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι γι’ αυτό. Και αυτοί είναι οι κερδοσκόποι του συστήματος. Στην Ελλάδα, τα αποτελέσματα είναι σαφή: 2000 οικογένειες, έχουν στα χέρια τους το 80% της περιουσίας. Έχετε, λοιπόν, στην Ελλάδα, όπως και σε όλες τις άλλες αναπτυγμένες χώρες, να ζητήσετε από τους πλούσιους να πληρώσουν.

Σ.Κ.: Μοιάζει πως Ευρωπαϊκή Επιτροπή και Ευρωπαϊκή Τράπεζα ήταν περισσότερο αυστηρές από το ΔΝΤ. Συμμερίζεστε εσείς αυτή την άποψη; Κανονικά, θεωρείται πως το ΔΝΤ είναι ένας οργανισμός πολύ αυστηρός...

Ο.Λ.: Το ΔΝΤ έχει ήδη μια μακρά εμπειρία σε λάθος πολιτικές. Έχει επιβάλει σε πολλά έθνη μια λάθος πολιτική, και έχει δει ότι αυτή δεν είναι λειτουργική. Ίσως να έχει πάρει μερικά μαθήματα. Στην Ευρώπη, η κ. Μέρκελ έχει ακολουθήσει μια λανθασμένη οικονομική πολιτική. Πιστεύει ότι το γερμανικό μοντέλο μπορεί να μεταφερθεί επίσης σε ολόκληρη την Ευρώπη. Αλλά αυτό είναι μια μεγάλη λογική ανοησία. Το γερμανικό μοντέλο βασίζεται στο γεγονός ότι η Γερμανία πουλά περισσότερα προϊόντα από ό, τι παράγει η ίδια. Μια χώρα μπορεί να το κάνει αυτό, εφόσον οι άλλες χώρες παίρνουν τα προϊόντα αυτά. Εάν, όμως, όλες οι χώρες παράγουν περισσότερα αγαθά από όσα καταναλώνουν, τότε θα έχουμε ένα μεγάλο σωρό από σκουπίδια. Αυτό δεν μπορεί να λειτουργήσει. Ως εκ τούτου, η προσέγγιση της κ. Μέρκελ, ότι το γερμανικό μοντέλο, θα μεταφερθεί στο σύνολο των ευρωπαϊκών κρατών, είναι απλά λάθος και ανοησία επίσης.

Σ.Κ.: Υπάρχουν δηλώσεις υπευθύνων στην Ε.Ε., όπως του κ. Γιούνκερ που έχει πει πως είχαμε επίγνωση ότι η Ελλάδα κινούνταν στη λάθος κατεύθυνση. Ξέραμε από πριν ότι η Ελλάδα δεν έχει μέλλον, αλλά όταν η Γερμανία και η Γαλλία πουλούσαν στην Ελλάδα όπλα και άλλα προϊόντα, δεν είπαμε τίποτα. Όταν ήσασταν υπουργός Οικονομικών, γνωρίζατε εξαρχής ότι η Ελλάδα όδευε προς λάθος κατεύθυνση;


Ο.Λ.: Όχι. Αυτό δεν ήταν τότε το θέμα. Την εποχή εκείνη συζητούσαμε σχετικά με την κρίση στην Ανατολική Ασία, σχετικά με τη Ρωσία και τη Βραζιλία. Οι χώρες αυτές ήταν το επίκεντρο της διεθνούς οικονομικής πολιτικής, για την Ελλάδα δεν μιλούσε εκείνη την εποχή κανείς. Αλλά τα λάθη που έγιναν στην Ελλάδα, και αυτό είναι το σφάλμα που κάνουν όλες οι βιομηχανικές χώρες, λιγότερο ή περισσότερο είναι ανακατανομή από κάτω προς τα πάνω. Στην Ελλάδα, η κατάσταση είναι ιδιαίτερα έντονη. Έχουμε 2000 πλούσιες οικογένειες στις οποίες ανήκει το 80% των ακινήτων, της ιδιοκτησίας. Πρέπει, λοιπόν, να φορολογήσετε τους πλούσιους πιο έντονα. Και οι στατιστικές το τονίζουν αυτό. Οι φόροι επί των κερδών και των περιουσιακών στοιχείων στην Ελλάδα είναι στο 17%ενώ ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι 30%. Επομένως, οι ελληνικές κυβερνήσεις, είτε Νέα Δημοκρατία, είτε ΠΑΣΟΚ, ακολούθησαν πάντα μια λάθος φορολογική πολιτική. Αλλά αυτό δεν μπορείτε να το ρίξετε στους πολίτες.

Σ.Κ.: Υπάρχει επίσης ένα παράδοξο, δεδομένου ότι στην Ελλάδα εφαρμόζεται πολιτική λιτότητας σε όλους τους τομείς, ενώ εδώ και ένα χρόνο οι στρατιωτικές δαπάνες μένουν σχεδόν ίδιες. Έχω μιλήσει με τον κ. Cohn Bendit, ο οποίος μου είπε πως επρόκειτο για ένα είδος συμπεριφοράς της Μαφίας, που σημαίνει ότι δεν λέμε τίποτα, αλλά είμαστε υποχρεωμένοι να ακολουθήσουμε τους κανόνες που έχουν επιβληθεί όσον τις στρατιωτικές δαπάνες...

Ο.Λ.: Ειδικά όταν πρόκειται για την αγορά όπλων, υπάρχει πολλή διαφθορά στον κόσμο. Οι βιομηχανίες όπλων προσπαθούν μονίμως να δωροδοκήσουν τους πολιτικούς, ώστε να πουλήσουν τα όπλα τους. Είναι ντροπή ότι στην Ευρώπη, η σύνοδος κορυφής που γίνεται τώρα, δεν έχει ασχοληθεί με το θέμα αυτό. Προτού ζητήσουμε από την Ελλάδα να περικόψει μισθούς και συντάξεις, θα πρέπει να πούμε ότι δεν γίνεται η Ελλάδα να αγοράσει περισσότερα όπλα. Όσο η Ελλάδα είναι μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, μπορεί να υποστηρίξει κανείς, ότι δεν χρειάζεται στρατό. Γιατί το ΝΑΤΟ αλλά και οποιοδήποτε κράτος μέλος της ΕΕ δεν θα επιτρέψει να δεχθεί η Ελλάδα επίθεση από κανέναν. Οπότε γιατί αυτή η διαρκής αγορά όπλων, αυτές οι υπέρμετρες, συγκριτικά, στρατιωτικές δαπάνες; Μπορεί να οφείλεται απλά στο ότι η ελληνική πολιτική δωροδοκείται από τη βιομηχανία όπλων...

Σ.Κ.: Ποια είναι η άποψή σας αναφορικά με το χρέος. Υπάρχει κάποιο μέρος του που δεν θα έπρεπε να αποπληρωθεί; Το απεχθές χρέος, όπως λέμε;

08:17 Χρειαζόμαστε μια συνολική ευρωπαϊκή λύση για το θέμα του χρέους. Και όταν μιλάμε γι αυτό δεν εννοούμε να κάνουμε το λάθος της κας Μέρκελ. Η κ. Μέρκελ έχει πει ότι σε μερικά χρόνια θα συμμετέχουν και οι πιστωτές. Η λογική συνέπεια θα είναι η αύξηση των επιτοκίων. Και αυτό θα οδηγήσει στην αύξηση του χρέους. Έτσι θα πρέπει να βρεθεί μια συντονισμένη πανευρωπαϊκή λύση. Όμως, θα πρέπει να φτάσουμε στην ρίζα του προβλήματος. Και η ρίζα του προβλήματος είναι το εμπορικό έλλειμμα. Η Γερμανία πούλησε περισσότερα προϊόντα στην Ελλάδα, από ό, τι η Ελλάδα στη Γερμανία. Έτσι, είναι σαφές ότι Ελλάδα έχει χρέος. Εφ 'όσον αυτό δεν αλλάζει, αν δεν υποβαθμιστούν οι ανισορροπίες, η Ελλάδα θα χρεωθεί εκ νέου, ακόμη και αν όλα τα χρέη έχουν εξαλειφθεί. Θα πρέπει, λοιπόν, να καταστρέψουμε το μηχανισμό του χρέους.

Σ.Κ.: Έχετε κάποια ιδέα σχετικά με το μηχανισμό που θα έπρεπε να υιοθετήσουμε;

Ο.Λ.: Είναι ένας μηχανισμός που αντικαθιστά τα νομίσματα. Στο παρελθόν, οι διαφορετικές εξελίξεις στα νομίσματα αντιστάθμιζαν τα διαφορετικά κόστη εργασίας. Όταν στη Γερμανία, οι μισθοί είχαν χαμηλή άνοδο ενώ στην Ελλάδα είχαν αυξηθεί πολύ, τότε το μάρκο είχε ανατιμηθεί ενώ η ελληνική δραχμή έχει υποτιμηθεί. Αυτός ήταν ένα μηχανισμός για την εξισορρόπηση των διαφορετικών εξελίξεων. Αυτός ο μηχανισμός δεν είναι πλέον διαθέσιμος. Έτσι, θα πρέπει να βρεθεί ένας νέος. Και ο νέος μηχανισμός είναι απλός. Η μέση εναρμόνιση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Αυτό σημαίνει, η εξέλιξη των μισθών και της παραγωγικότητας στην Ευρώπη πρέπει να είναι εναρμονισμένη και συμφωνημένη. Δεν υπάρχει άλλη λύση.

Σ.Κ.: Επισκέφτηκα στη Γερμανία το Οικονομικό Ινστιτούτο, όπου ο πρόεδρός του κ. Blum πρότεινε η Ελλάδα να πουλήσει ορισμένα νησιά για να βελτιώσει τη θέση της στις αγορές...

Ο.Λ.: Ναι. Υπάρχουν, πολλοί αστείοι μεταξύ των οικονομολόγων. Ίσως, όμως, να το εννοούσε κιόλας. Αυτό είναι επίσης μια έκφραση της στενομυαλιάς του νεοφιλελευθερισμού. Να εξισορροπηθούν όλα τα νοικοκυριά πωλώντας τα «ασημικά» τους. Δεν έχει απαντήσει, όμως, ακόμη στο ερώτημα τι θα κάνουν τα κράτη εάν πωληθούν όλα τα ασημικά. Γι αυτό τον λόγο, ο νεοφιλελευθερισμός είναι μια φιλοσοφία ανόητων. Δυστυχώς, υπάρχει μεγάλη βλακεία στον κόσμο. Κάποιος μπορεί βέβαια να το διατυπώσει και διαφορετικά, ότι είναι επίσης μια φιλοσοφία των πονηρών. Της μειοψηφίας που επωφελήθηκε από αυτήν. Και αυτή η μειοψηφία κυβερνά την πολιτική.

Σ.Κ.: Μα, αυτή την ιδέα ότι οι Έλληνες πρέπει να πουλήσουν νησιά την ακούμε από το ξέσπασμα της κρίσης. Το ξεκίνησε η Bild υπήρχαν κάποιοι βουλευτές του κόμματος των Φιλελευθέρων της Γερμανίας που επιμένουν σε αυτό.

Ο.Λ.: Η Bild δεν απευθύνεται σε μορφωμένους Γερμανούς. Είναι μια σκανδαλοθηρική εφημερίδα. Οι μορφωμένοι Γερμανοί γνωρίζουν τον ορισμό της δημοκρατίας από τον Περικλή. Η δημοκρατία είναι μια κοινωνία στην οποία επικρατεί το συμφέρον της πλειοψηφίας. Στην Ευρώπη, όμως, έχουμε κοινωνίες στις οποίες εξυπηρετούνται τα συμφέροντα της μειοψηφίας. Ο νεοφιλελευθερισμός είναι μια μη-δημοκρατική φιλοσοφία. Έτσι πρέπει να αφήσουμε αυτή την αντιδημοκρατική φιλοσοφία, και να εφαρμόσουμε μια πολιτική έτσι ώστε η πλειοψηφία, τα συμφέροντα της πλειοψηφίας, να επικρατήσουν και πάλι.

Σ.Κ.: Άκουσα πρόσφατα το συνάδελφό σας του κόμματος de Linke που μιλούσε εδώ στο συνέδριο για το χρέος. Είπε μια φράση που με εξέπληξε πραγματικά: πως πριν ήρθαμε στην Ελλάδα με τα άρματα, ενώ τώρα η Γερμανία έρχεται με την οικονομία.

Ο.Λ.: Είναι μια δυνατή εικόνα, που κάνει σαφές ότι το σχέδιο της κ. Μέρκελ δεν λειτουργεί. Ένα νεοφιλελεύθερο σχέδιο για την αποκατάσταση των οικονομιών μέσω μείωσης των μισθών, μείωσης των κοινωνικών παροχών και τεμαχίζοντας τη συνταξιοδότηση, δεν μπορεί ποτέ να λειτουργήσει. Όταν λέμε, ότι η πλειοψηφία των πολιτών θα πρέπει να λαμβάνει όλο και λιγότερα, γιατί; διότι η μειοψηφία θέλει πάντα περισσότερα. Το μόνο ερώτημα είναι για πόσο καιρό οι λαοί της Ευρώπης θα μπορούν να το αποδεχθούν αυτό.

Σ.Κ.: Πιστεύετε ότι στο μυαλό ορισμένων Γερμανών ή των ηγετών της Γερμανίας υπάρχει η ιδέα αυτή μιας γερμανοποίησης της Ευρώπης;

Ο.Λ.: Όχι, νομίζω ότι κάτι τέτοιο είναι υπερβολικό. Νομίζω ότι μπορώ να το κρίνω αυτό. Το πρόβλημα είναι ότι το γερμανικό οικονομικό μοντέλο είναι φαινομενικά επιτυχημένο, διότι η Γερμανία έκανε πολλές εξαγωγές. Έτσι, το συμπέρασμα είναι εύκολο, "πρέπει όλοι να κάνουμε ότι κάνουν και οι Γερμανοί". Το συμπέρασμα αυτό ισχύει μόνο για όσο διάστημα δεν σκεφτόμαστε μακροπρόθεσμα. Αν κάποιος σκεφτεί το μέλλον, θα καταλάβει ότι εάν όλοι εξάγουν περισσότερα από όσα καταναλώνουν, θα έχουμε στη συνέχεια ένα μεγάλο σωρό από σκουπίδια στον κόσμο. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί απλά να λειτουργήσει.

Σ.Κ.: Υπάρχει ένα είδος ενοχής των Ελλήνων πολιτών. Παρουσιάζονται από το διεθνή Τύπο, κυρίως το γερμανικό, όπως η Bild, ως τεμπέληδες. Κατηγορούνται ώστε να αποδέχονται τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές.

Ο.Λ.: Μια ματιά στις στατιστικές εργατικού δυναμικού δείχνει ότι οι Έλληνες εργάζονται περισσότερο από τους Γερμανούς. Έτσι σύμφωνα με αυτή τη λαϊκίστικη εφημερίδα οι Γερμανοί θα έπρεπε να θεωρούνται πιο τεμπέληδες από τους Έλληνες. Αλλά η απάντηση βρίσκεται στην παραγωγικότητα. Ένας εργαζόμενος ο οποίος παράγει 100 αυτοκίνητα την ώρα, βγάζει περισσότερα χρήματα από εκείνον που σε μια ώρα, παράγει μισό αυτοκίνητο. Το ζήτημα είναι ότι η παραγωγικότητα είναι το κλειδί για όλα. Και γι’ αυτό θα πρέπει να ενεργοποιηθούν όλες οι χώρες, ώστε να είναι σε θέση να αυξήσουν την παραγωγικότητα τους και να έχουν μια επιτυχημένη οικονομία. Ο λάθος δρόμος είναι οι πολίτες να βρίσκονται συνεχώς υπό πίεση για να εξοικονομούνται δαπάνες. Ο νεοφιλελευθερισμός είναι επομένως μια ανόητη φιλοσοφία, διότι στηρίζεται στη μείωση του κόστους και η μείωση του κόστους είναι κάτι που μπορεί να κάνει κάθε ανόητος. Το ζήτημα είναι να εφεύρουμε νέα πράγματα, τα οποία θα εξασφαλίσουν νέα ευημερία, και για κάτι τέτοιο απαιτείται πνεύμα. Δεν έχουμε ανάγκη από έναν ανταγωνισμό για τη μείωση των δαπανών, αλλά ανταγωνισμό εφευρετικότητας και νέων προϊόντων που θα επιφέρουν περισσότερη ευημερία.

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2011

Αναστοχασμός για όψεις της ΚΡΙΣΗΣ

Πηγή: Blog Επίκαιρο, post by vlemma.
Συντάχθηκε απο τον/την Επίκαιρο-s

Αντίο παλιέ κόσμε, αντίο πολύ

Κανένα Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης, κανένα σχέδιο διάσωσης από το Βερολίνο ή τις Βρυξέλες δεν μπορεί να μάς σώσει από τους εαυτούς μας. Οι περικοπές και οι ενέσεις χρήματος ίσως αποτρέψουν την πτώχευση, αλλά δεν θα αλλάξουν το παράδειγμα διοίκησης, τον τρόπο διαβίωσης, τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τους εαυτούς μας, συλλογικά και ατομικά...

Ξανά: Το ζητούμενο δεν είναι να συνεχίσουμε να καταναλώνουμε εις το διηνεκές, να σπαταλάμε, να σωρεύουμε, να δανειζόμαστε εν απληστία και εν αφροσύνη. Το ζητούμενο είναι να απαλλαγούμε απ’ όλο αυτό το υπόδειγμα βίου, που στηρίζεται σε παλαιές βεβαιότητες, στις βεβαιότητες της διαρκούς προόδου, της διαρκώς διαστελλόμενης ανάπτυξης, της διαρκούς επέκτασης, της αυτοτροφοδούμενης κερδοφορίας. Αυτές οι βεβαιότητες, καταγόμενες εκ της Βιομηχανικής Επανάστασης και του ντετερμινισμού του 18ου-19ου αιώνα, έχουν κλονιστεί καίρια και από την επιστήμη και από τον ιστορικό- επιστημομολογικό στοχασμό ― προ πολλού. Δεν είναι καν βεβαιότητες, είναι δοξασίες, στις οποίες εναποθέτουν τη μοίρα τους οι μάζες· ενόσω κάποιοι illuminati σωρεύουν πλούτο και εξουσία.

Ο πλούτος δεν παράγεται από τον εαυτό του. Οι πηγές και η ενέργεια δεν είναι ανεξάντλητες. Ο κόσμος δεν είναι άπειρος. Ο πλανήτης μας είναι πεπερασμένος και κλειστός, μια μοναχική μπλε σφαίρα στο απροσπέλαστο (προς το παρόν) διάστημα. Η οικονομική ανάπτυξη δεν αποτρέπει τον πόλεμο ― το αντίθετο, ίσως. Το κυριότερο: ζούμε σε έναν κόσμο όπου αυτές οι γνώσεις μπορούν να γίνουν κτήμα του καθενός· οι τηλεπικοινωνίες και η πληροφορική αναπτύχθηκαν από το στρατιωτικό και το χρηματοπιστωτικό σύστημα, για δικά τους οφέλη, αλλά η διασπορά τους στις κοινωνίες άλλαξε ραγδαία τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον χώρο και τον χρόνο, δημιούργησε φαντασιακές κοινότητες, μετασχημάτισε τα υποκείμενα, ατομικά και συλλογικά, επιτάχυνε την ιστορία, περισσότερο ίσως και από την τυπογραφία ή την ατμομηχανή.

Αυτή η νέα επίγνωση της ανθρώπινης κατάστασης αναδύεται δραματικά με την παγκοσμιοποίηση, παράλληλα με την κατίσχυση της ιδεολογίας της απληστίας, ιδεολογίας της ακατάσχετης συσσώρευσης πλούτου με κάθε τίμημα. Μια νέα γενική διάνοια.

Μια νέα γενική διάνοια κυοφορείται δύσκολα, επώδυνα, στα έγκατα της κοινωνίας, βουβά, με πρόδρομες αναταράξεις, σαν αχνές αναγγελίες σεισμού. Οι νέοι, γεννημένοι με Ιντερνετ και κινητά, καλωδιωμένοι από τα γεννοφάσκια τους, γαλακτισμένοι στο κυβερνοσύμπαν, αφουγκράζονται εναργέστερα αυτό το επερχόμενο κύμα. Είναι οι μόνοι άλλωστε που μπορούν να ζουν στις φαντασιακές κοινότητες του Δικτύου ―Ελληνες, Αργεντίνοι και Νεοζηλανδοί συμβιώνουν στην ίδια guild του Warcraft ή βελτιώνουν τον κώδικα του Firefox― και ταυτοχρόνως να βγαίνουν στον φυσικό χώρο, στην ένυλη πραγματικότητα, με άνεση, φυσικοί και χαλαροί, νεοχίππυς, τοπικοί σαμάνοι και πολίτες του κόσμου μαζί, glocal υποκείμενα.

Ο παλιός κόσμος, αγκυλωμένος ακόμη στο παλαιό παράδειγμα της διαρκούς υλικής συσσώρευσης, της υλικής κυριαρχίας και της υποταγής, πλέει μέσα στην άγνοια, την αδράνεια, την αδιαφορία. Ετσι κινούνται η Ελλάδα, η Ευρώπη: μέσα σε ένα κλειστό αυτοαναφορικό σύμπαν, περίκλειστες και αδρανείς, με βραχεία όραση, αντλώντας από στερεότυπα του παρελθόντος. Ετσι κινούμαστε, και τούτη την ώρα της κρίσης. Διψώντας για περισσότερο δανεικό χρήμα, για περισσότερα αυτοκίνητα, περισσότερα γκάτζετ με μπαταρίες, ενέργεια, νερό, χώρο, δημητριακά, βοδινό, υβρίδια, μεταλλαγμένα, υπηρέτες, λαθρομετανάστες, τοξικά, χωματερές, αστυνομίες, κάμερες επιτήρησης, γκέτο, φαβέλες, μίσος.

Less is more: Τη σοφία τούτη, σοφία των αρχαίων μυστικών, μάς την ξαναπρόσφερε ο μοντερνισμός στον 20ό αιώνα· ο αρχιτέκτων Mies van der Rohe την διατύπωσε σε λόγια, και την εφάρμοσε υπέροχα στη Neue Nationalgalerie του Βερολίνου. Το λιγότερο είναι περισσότερο ― θα μπορούσε να το ‘χει πει ο Ηράκλειτος. Να τι μπορεί να βρίσκεται στον πυρήνα της νέας ευαισθησίας για τις κοινωνίες, τις ζωές μας, το οικοσύστημα, τον μικρό μπλε πλανήτη.

Η Ελλάδα δυο φορές σε έναν χρόνο βρέθηκε στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος υπερμοντέρνα: τον Δεκέμβρη ’08, με το βίαιο ξέσπασμα του φαντασιακού, και τώρα, με την καινοφανή κατάρρευση μιας ευημερούσας χώρας του ευρώ. Και τις δύο φορές η Ευρώπη και όλοι είδαν στην ελληνική περίπτωση τα σημάδια ενός κόσμου που αναδύεται, τρομερός και καινούργιος. Αυτό τον κόσμο οφείλουμε να αναστοχαστούμε· εμάς.