Η σύγχρονη Ελλάδα είναι η πατρίδα της υπερβολής. Η νηφαλιότητα, όχι ως έννοια αλλά ως εργαλείο άσκησης πολιτικής ή έκφρασης λόγου, δεν μας αφορούσε ποτέ –πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Από το υπερβολικά λαϊκίστικο «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη», εσχάτως περάσαμε στο υπερβολικά ελιτίστικο «δίκιο είναι ο νόμος των αγορών». Από τους Κολλάδες και τα ξεβρακώματα των «αντιφρονούντων», για την προστασία, υποτίθεται, της δημόσιας περιουσίας, αλλά κατ’ ουσίαν για τα κεκτημένα των συνδικαλισταράδων, περάσαμε στο «μην διαμαρτύρεστε, μπορεί να εξαγριωθούν οι επενδυτές, και τότε ποιος θα μας ελεήσει;».
Η υπερβολή, σε περιόδους κρίσης, λειτουργεί ως καύσιμο. Κι ως γνωστόν τα καύσιμα δεν προορίζονται για ένα είδος οχήματος. Δηλαδή, μπορεί η υπερβολή να γίνει καύσιμο στο όχημα του λαϊκισμού, αλλά μπορεί εξίσου εύκολα να γίνει καύσιμο και για το όχημα του ελιτισμού. Αν ανήκεις σε αυτούς που, λόγω της κρίσης, έχουν χάσει τη δουλειά τους ή κινδυνεύουν να τη χάσουν, το πιο εύκολο είναι να τα ρίχνεις όλα στον επάρατο καπιταλισμό –ξεχνώντας πως ο «επάρατος» βοήθησε την κοινωνία μας να προοδεύσει αλλά και ότι σου παρείχε τα προς το ζην επί σειρά ετών, και το κυριότερο, ξεχνώντας ότι όλα αυτά συνέβησαν σε ένα περιβάλλον απόλυτης ελευθερίας, πρωτοφανούς στην ιστορία του ανθρώπινου είδους. Επίσης, εκτός από τον άδικο καπιταλισμό σου φταίνε και τα παπαγαλάκια του, οι βολεμένοι που, είτε λόγω ιδεολογικής αγκύλωσης είτε διότι προσπαθούν να σώσουν τα κεκτημένα τους, αδιαφορούν για όλους όσοι βγήκαν στο περιθώριο της αγοράς εργασίας και κατ’ επέκταση της ίδιας της ζωής.
Αν, τώρα, ανήκεις σε αυτούς που είτε δεν έχουν πληγεί από την κρίση είτε καταφέρνουν να επιβιώνουν χωρίς μεγάλες απώλειες, τότε δεν σου φταίει ο καπιταλισμός, σου φταίει ο λανθασμένος τρόπος που τον εφαρμόσαμε, αλλά, ταυτόχρονα, σου φταίνε και όλοι όσοι είχαν την ατυχία να τους «ξεράσει» το σύστημα, και οι οποίοι, αντί να δεχτούν μοιρολατρικά την ήττα τους και να περιμένουν υπομονετικά μέχρι το σύστημα να τους επανεντάξει, διαμαρτύρονται και απειλούν να γκρεμίσουν το σύμπαν, να σε παρασύρουν μαζί τους στον ζοφερό κόσμο της ανεργίας και της ανέχειας. Όσοι ανήκουν σε αυτή την κατηγορία, με σημαία των ορθολογισμό και την ευταξία ωρύονται ότι, για τα δεινά μας, φταίνε το τεράστιο κράτος, οι συντεχνίες, οι κομματικοί στρατοί, η αναξιοκρατία, ή η «παλαβή αριστερά», όπως συνηθίζει να λέει ο Μανδραβέλης.
Εξετάζοντας το ζήτημα αντικειμενικά και έξω από ιδεολογικές αγκυλώσεις, δεν μπορείς παρά να διαπιστώσεις ότι, και οι δυο πλευρές, έχουν, εν μέρει, δίκιο. Ο καπιταλισμός δεν είναι το δικαιότερο των συστημάτων, είναι όμως, κι αυτό, νομίζω, δεν επιδέχεται αμφισβήτησης, το σύστημα το οποίο βοήθησε ένα μεγάλο κομμάτι της ανθρωπότητας να προοδεύσει. Και λέω ένα μεγάλο κομμάτι της ανθρωπότητας και όχι ολόκληρης, διότι, ένα μεγάλο μέρος της ευημερίας του –λεγόμενου– δυτικού κόσμου, οφείλεται στο ότι απομυζήσαμε με αισχρό και αναίσχυντο τρόπο τις χώρες του τρίτου κόσμου. Όπερ σημαίνει ότι, πολλές από τις μπουκιές τις οποίες καταβροχθίζουμε οι «δυτικοί», είναι κλεμμένες από το στόμα κάποιου υποσιτισμένου παιδιού της Αφρικής ή της Ασίας. Όμως, ακόμη κι αν βάλουμε πολλούς αστερίσκους στους λόγους για τους οποίους ευημερήσαμε επί καπιταλισμού, το αποτέλεσμα δεν αλλάζει: Ευημερήσαμε. Όχι όλοι, όχι με τον ίδιο τρόπο, πάντως η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων (για να περιοριστώ στα δικά μας) έζησε καλύτερα τις τελευταίες δεκαετίες. Κι αυτό, νομίζω, ότι κανείς εχέφρων δεν μπορεί να το αμφισβητήσει.
Έκανα αυτή τη μικρή εισαγωγή –πριν καταθέσω την άποψή μου– προσπαθώντας να προσεγγίσω τις απόψεις των δυο αντιμαχόμενων πλευρών. Όπως προείπα και στις δυο πλευρές, μπορεί κάποιος να εντοπίσει σωστές και λανθασμένες ερμηνείες των γεγονότων. Όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, αυτό που βιώνουμε σήμερα στην Ελλάδα, είναι τα απόνερα της παγκόσμια κρίσης του καπιταλισμού και όχι μια κρίση για την οποία ευθύνεται αποκλειστικά η «εγχώρια στενοκεφαλιά». Δηλαδή, ακόμη κι αν είχαμε εφαρμόσει τον καπιταλισμό από κάποιο εγχειρίδιο, το πιο πιθανό –για να μην πω το απολύτως βέβαιο– είναι πως και πάλι θα είχαμε πρόβλημα. Αν κάποιος έχει αντίθετη άποψη, ας δει τι έγινε στην Ιρλανδία, –τον πάλε ποτέ Κέλτικο και, νυν, ξεδοντιασμένο τίγρη– η οποία μετατράπηκε στη σύγχρονη Μέκκα του καπιταλισμού και, παρ’ όλα αυτά, βρέθηκε στην ίδια μοίρα με εμάς. (Κι αν κάποιος αντιτείνει ότι η Ιρλανδία βούλιαξε για διαφορετικούς λόγους από ό,τι η Ελλάδα, δεν έχει παρά να ρωτήσει κάποιον άνεργο ή χρεοκοπημένο Ιρλανδό, αν αυτό τον κάνει να αισθάνεται καλύτερα).
Λόγω ιδεολογίας αλλά και λόγω ιδιοσυγκρασίας, δεν μπορώ να καταδικάσω ανέξοδα όλους όσοι διαμαρτύρονται. Ακόμη κι αν το κάνουν με τρόπο ακραίο, ακόμη κι αν χρησιμοποιούν λαϊκίστικα επιχειρήματα, προτάσσω την κατανόηση και την ανθρωπιά και δευτερευόντως τον ορθολογισμό μου (προσοχή: Αναφέρομαι σε αυτούς που βλέπουν τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια τους, και όχι στους επαγγελματίες μπαχαλάκηδες και αρνητές του συστήματος. Αυτοί είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο). Ακόμη, λοιπόν, κι αν δικαίως κόβονται κάποια επιδόματα των δημοσίων υπαλλήλων, δεν μπορώ παρά να συμπάσχω με τον δημόσιο υπάλληλο ο οποίος είχε προγραμματίσει τη ζωή του με Χ χρήματα και ξαφνικά κάποιος του λέει ότι πρέπει να ζήσει με Ψ. Άλλωστε, το ότι αμειβόταν με παραπάνω χρήματα απ’ όσα δικαιούταν, δεν το αποφάσισε ο ίδιος αλλά οι εκάστοτε κυβερνώντες. Κι αν μου πει κάποιος «ναι, αλλά και οι ίδιοι εκβίαζαν μέσω των συνδικαλιστών τους», θα του αντιτείνω ότι και πάλι την ευθύνη την είχαν οι πολιτικοί: Ας είχαν το θάρρος να αντισταθούν στους εκβιασμούς. Κι αυτό το αναφέρω διότι η αθλιότητα και ο λαϊκισμός ορισμένων πολιτικάντηδων δεν έχει προηγούμενο. Αν το «μαζί τα φάγαμε» ο Πάγκαλος το έλεγε πριν από 15 ή 20 χρόνια, θα είχε μια αξία. Ίσως, έτσι, να είχαμε καταφέρει να γλιτώσουμε κάτι από τα «φαγωμένα». Σήμερα όμως δεν είναι παρά ένα χυδαίο, άκρως λαϊκίστικο επιχείρημα το οποίο, σε μια σοβαρή χώρα, ένας άνθρωπος ο οποίος υπήρξε υπουργός για τρεις, περίπου, δεκαετίες, θα ντρεπόταν ακόμη και να το σκεφτεί, πόσω μάλλον να το εκστομίσει δημόσια. Ένας και μοναδικός τρόπος υπήρχε για να πείσει ο Πάγκαλος περί των καλών του προθέσεων: Να δηλώσει ότι μαζί τα φάγαμε και αμέσως μετά να υποβάλλει την παραίτησή του, ως άμεσα συνυπεύθυνος για το φαγοπότι εις βάρος της δημόσιας περιουσίας. Αλλά, βλέπετε, στην Ελλάδα παράγουμε πολιτικούς οι οποίοι ειδικεύονται στις δηλώσεις και στις καρέκλες. Οι παραιτήσεις και τα χαρακίρια είναι... για τους Γιαπωνέζους.
Το περιβόητο πλέον «μαζί τα φάγαμε», αποτέλεσε ένα από τα μεγαλύτερα επιχειρήματα της μιας πλευράς, αυτής των υποστηρικτών του μνημονίου ή, αλλιώς, των ελιτιστών. Δεν υπήρξε αρθρογράφος που να μην ασχολήθηκε με το θέμα. Όσοι θεωρούν ότι το μνημόνιο αποτελεί μια καλή ευκαιρία για να διορθωθούν τα κακώς κείμενα της χώρας μας, πιάστηκαν από αυτή τη φράση για να καταδείξουν τις ευθύνες των πολλών, άρπαξαν, σαν μάννα εξ ουρανού, την Παγκάλεια ρήση, για να μας πείσουν ότι δεν πρέπει να αγανακτούμε, ότι πρέπει να σκύψουμε το κεφάλι και, σαν την εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή, να το βουλώσουμε αναλογιζόμενοι τα ατοπήματά μας και να το ρίξουμε στην προσευχή, μπας κι ο θεός του καπιταλισμού (βλέπε αγορές) φιλοτιμηθούν και μας ελεήσουν. Προσπερνάω το ψεύτικο του επιχειρήματος (όλοι, πλέον, γνωρίζουν ότι δεν τα φάγαμε μαζί. Μαζί τα έφαγαν κάποιοι λίγοι οι οποίοι είτε ήταν κομματόσκυλα, είτε ανήκαν στην επιχειρηματική ελίτ του τόπου. Για να λαϊκίσω και λίγο, θα πρότεινα στον αμετροεπή κύριο Πάγκαλο να ρωτήσει, για το θέμα, τον καλό του φίλο κύριο Κόκκαλη. Αυτός, ίσως να γνωρίζει κάτι περισσότερο...) και επικεντρώνομαι στους υποστηρικτές του.
Η συντριπτική πλειοψηφία των υποστηρικτών του «μαζί τα φάγαμε» έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: Το βόλεμα. Κανείς τους –ή σχεδόν κανείς τους– δεν βρίσκεται στην από δω πλευρά του φεγγαριού, αυτή της ανεργίας και της ανασφάλειας. Αυτή η συνομοταξία χωρίζεται σε δυο επιμέρους κατηγορίες. Η πρώτη περιλαμβάνει τους ακραιφνείς νεοφιλελεύθερους ( Μανδραβέλης, Μάνος κλπ), οι οποίοι, λειτουργώντας με άξονα έναν ιδιότυπο ιδεολογικό μανιχαϊσμό, πιστεύουν ότι αυτό που προέχει είναι να φτιάξουμε ένα σοβαρό και παραγωγικό κράτος. Τώρα, αν, για να γίνει αυτό, χρειαστεί να ψοφήσουν και μερικές δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι, είναι κάτι που δεν τους ενοχλεί ιδιαίτερα. Όχι λόγω αναλγησίας, αλλά, λόγω ιδεολογικής καθαρότητας. Γι’ αυτούς αξία δεν έχει ο ένας αλλά η ευημερία –στο βάθος του χρόνου– του κοινωνικού συνόλου. (Η μεγάλη πλάκα με αυτή την άποψη είναι ότι ακριβώς αυτό πιστεύει και ο μεγαλύτερος εχθρός τους, το ΚΚΕ το οποίο, προκειμένου να μας οδηγήσει στον σοσιαλιστικό παράδεισο, είναι έτοιμο να μας θυσιάσει μέχρι ενός). Γι’ αυτό άλλωστε, όλοι όσοι παρακολουθείτε τα άρθρα του Μανδραβέλη θα βρείτε πάμπολλες αναφορές στα στραβά του κράτους, στις ευθύνες της αριστεράς, στην κομματοκρατία, αλλά ελάχιστες –για να μην πω καμία– στους ανέργους και σε όσους αντιμετωπίζουν πρόβλημα από την κρίση –εξαιρουμένων των επιχειρήσεων και των επιχειρηματιών.
Η δεύτερη κατηγορία της συνομοταξίας των βολεμένων είναι πιο σύνθετη. Περιλαμβάνει τη συντριπτική πλειοψηφία των εύπορων, καθώς και αρκετούς από όσους τη "βολεύουν", με τον άλφα ή βήτα τρόπο, και φοβούνται ότι, κάποια στιγμή, μπορεί να διαβούν τον Ρουβίκωνα και να προστεθούν στις στρατιές των ανέργων. Από τους εύπορους μεγαλύτερη αξία έχουν, για να ασχοληθούμε μαζί τους, τα τέκνα τους τα οποία είναι, σχεδόν όλα τους, σπουδαγμένα (πολλά εξ αυτών και εις την αλλοδαπή), έχουν μάθει να πορεύονται με το παχύ πορτοφόλι του μπαμπά και θεωρούν ότι για τα δεινά του τόπου ευθύνεται η «πλέμπα». Τα πλούσια τέκνα, πολλά εκ των οποίων έχουν αρμέξει –ή φιλοδοξούν να το κάνουν στο μέλλον– τον κρατικό κορβανά, δεν είναι κατ’ ανάγκην νεοφιλελεύθερα. Πολλοί εξ αυτών δηλώνουν σοσιαλιστές! και είναι θαυμαστές –ως επί το πλείστον– του εκσυγχρονιστή Σημίτη. Κι αν συντάσσονται με τους ιδεολογικά απέναντι, το κάνουν στο όνομα του κοινωνικού φιλελευθερισμού αλλά και προς χάριν της ευταξίας και της ευνομίας. Τους ενοχλούν οι συνεχείς πορείες, οι καταστροφές, και είναι αλλεργικοί στη βία. Έχουν όμως και ευαισθησίες. Όταν τους δοθεί η ευκαιρία, εκφράζουν τη συμπάθειά τους στους αναξιοπαθούντες, συμμετέχουν στα κοινά, φυτεύοντας δεντράκια και μαζεύοντας σκουπιδάκια, και συμπάσχουν με τους μετανάστες –αρκεί να μην μαζεύονται στα πλούσια προάστια στα οποία κατοικούν. Γνωρίζω –κυρίως από το f/b– αρκετούς τέτοιους. Δεν θα ξεχάσω μια υστερική, εύπορη κυρία η οποία, όταν δάρθηκε ο Χατζηδάκης, διαρρήγνυε τα ιμάτιά της, ολόλυζε ωσάν να είχε δαρθεί η ίδια και έβριζε όποιον δεν έδειχνε το ίδιο συντετριμμένος με αυτήν. Τέτοια απόγνωση... Με την αρωγή, μάλιστα, του Μανδραβέλη ο οποίος εκείνη την ημέρα έγραψε το ανεκδιήγητο «νεογκοτζαμάνηδες», παρομοιάζοντας αυτούς που χτύπησαν (κάκιστα. Αυτό, θέλω να πιστεύω, είναι, για τους νοήμονες, κοινός τόπος) τον Χατζηδάκη με τον δολοφόνο του Λαμπράκη (κακόμοιρε Λαμπράκη, που να ’ξερες ότι κάποιοι θα έχουν το θράσος να σε παραλληλίσουν με ένα ασήμαντο ανθρωπάκι το οποίο, μάλιστα, συμμετείχε ως υπουργός στην κυβέρνηση που φαλίρισε τον τόπο) τον Γκοτζαμάνη, στήθηκε ένα μοιρολόι άλλο πράμα. Μούσκεψαν οι οθόνες (υπολογιστών και τηλεοράσεων) από τα δάκρυα... Τώρα, θα μου πείτε, κακό είναι να οργίζονται κάποιοι με τον άνανδρο ξυλοδαρμό ενός πρώην υπουργού από τον όχλο; Όχι, δεν είναι. Όμως, το κακό με όλους αυτούς τους υπερευαίσθητους είναι ότι οργίζονται επιλεκτικά. Παραδείγματος χάριν, δεν θυμάμαι, ύστερα από κάποιο εργατικό ατύχημα το οποίο στοίχισε τη ζωή μερικών εργαζομένων, (τα τελευταία χρόνια είχαμε κάμποσα τέτοια στη χώρα μας) να ξεσηκώθηκε καμία θύελλα αντιδράσεων από όλους όσοι έκλαψαν γοερά για τον ξυλοδαρμό του πρώην υπουργού.
Θα μπορούσα να γίνω σκληρός και να πω πολλά περισσότερα για τους συγκεκριμένους υπερευαίσθητους. Δεν θα το κάνω γιατί δεν μου αρέσουν οι γενικεύσεις και, αν τους βάλω όλους στο ίδιο τσουβάλι, σίγουρα θα αδικήσω κάποιους. Όμως, θα καταθέσω ένα συμπέρασμα: Το χειρότερο είδος Ταρτούφου είναι ο βολεμένος Ταρτούφος.
Κυριακή 27 Μαρτίου 2011
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου