Θα ήθελα αρχικά να τονίσω ότι η σημερινή εκδήλωση τιμά τους διοργανωτές της καθώς αποδεικνύει ότι τα πανεπιστήμια δεν μένουν αμέτοχα των εξελίξεων που διαδραματίζονται, αλλά παρεμβαίνουν ενθαρρύνοντας την βαθύτερη διερεύνηση των αλλαγών, την ανταλλαγή ιδεών και την ανάπτυξη της κριτικής.
Οι ραγδαίες μεταβολές που συντελούνται στο χώρο της ενημέρωσης και των ΜΜΕ κατά την τελευταία διετία δεν μπορούν παρά να ειδωθούν κάτω από ένα διπλό πρίσμα: τη λειτουργία τους ως καπιταλιστικές επιχειρήσεις από την μια και από την άλλη το ρόλο τους ως ιδεολογικών μηχανισμών με σημαντικά αναβαθμισμένο ρόλο στην διαμόρφωση, καλύτερα την χειραγώγηση, της κοινωνικής συνείδησης. Πρόκειται φυσικά για δύο πλευρές που αλληλοκαθορίζονται. Ποιος ιδιοκτήτης ΜΜΕ θα αναδείξει ως θέμα την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, όταν και τα δικά του κέρδη προέρχονται κατά μείζονα λόγο από αυτή την πηγή; Η βιασύνη άλλωστε των εκδοτών να εφαρμόσουν πρώτοι τις ατομικές συμβάσεις εργασίας εξηγεί την ανοχή και την υποστήριξη που προσέφεραν στο Μνημόνιο. Ενώ, η απ’ ευθείας πρόσβαση των εκδοτών στην εξουσία δίνει τη δυνατότητα σε έναν εκδότη να εξασφαλίζει έργα για τις κατασκευαστικές του, πιέζοντας με τα μέσα που διαθέτει, και σε άλλον να μπλοκάρει κοινοτική οδηγία που θα σήμαινε τον παροπλισμό του στόλου του (αναφέρομαι σε αυτή για τα διπύθμενα). Την ίδια ώρα, φυσικά, τα Μέσα του διοργανώνουν την μια φιλο-περιβαλλοντική εκστρατεία μετά την άλλη καλλιεργώντας στην κοινωνία την εντύπωση πως πρόκειται για ένα συγκρότημα με αυξημένη κοινωνική ευαισθησία.
Ξεκινώντας από τη δεύτερη λειτουργία τους, ως διαμορφωτές γνώμης και μηχανισμοί διαμεσολάβησης μεταξύ της πραγματικότητας και της κοινωνίας, τα ΜΜΕ προσπαθούν κι αυτά με τον τρόπο τους να απαντήσουν στον σύγχρονο γόρδιο δεσμό όπως τον διατύπωσε πρόσφατα ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, πρόεδρος του συμβουλίου υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης: «Ξέρουμε πώς να το κάνουμε. Αυτό που δεν ξέρουμε είναι πως θα ξαναεκλεγούμε αν το κάνουμε». Το πρόβλημα με άλλα λόγια του σημερινού πολιτικού κόσμου έγκειται στο πως θα προωθήσει τις απαραίτητες αντιδραστικές αλλαγές στην οικονομία (περικοπές κοινωνικών δαπανών, μειώσεις μισθών, ιδιωτικοποιήσεις, κ.α.) και να μπορεί ταυτόχρονα να κυκλοφορεί στην οδό Πανεπιστημίου χωρίς να έχει ανάγκη να μεταμφιεστεί όπως είχε κάνει τον Μάιο του 2010 η υπουργός Παιδείας Άννα Διαμαντοπούλου, φορώντας παλτό και κράνος για να μπει στη Βουλή απαρατήρητη. Τα ΜΜΕ επομένως, ως ο μοναδικός δημόσιος χώρος στον οποίο εμφανίζονται οι πολιτικοί χωρίς να κινδυνεύει η σωματική τους ακεραιότητα, έχουν αναλάβει το καθήκον να εμφανίσουν ως αναγκαία, χρήσιμη και επωφελής στην κοινωνία την πιο αντιλαϊκή, ταξική και κτηνώδη πολιτική, αναστηλώνοντας επίσης το κύρος των φορέων της, των ίδιων των πολιτικών. Καλούνται να βγάλουν την βρόμικη δουλειά. Να βοηθήσουν ώστε να ξαναεκλεγούν οι πολιτικοί αφού πρώτα κάνουν αυτό που πρέπει να κάνουν για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του Γιούνκερ.
Το καθήκον αυτό, της διευκόλυνσης δηλαδή της επιβολής των αντιλαϊκών μέτρων με το ελάχιστο πολιτικό κόστος, έρχονται να επιτελέσουν οι αλλαγές στα ΜΜΕ, που κυρίως περιλαμβάνουν:
- Πρώτο, την συνεχή πίεση σε όλους τους δημοσιογράφους να μην αποκλίνουν από έναν επίσημο λόγο που αναμασά τα «προφανή», πως «όλοι μαζί τα φάγαμε», πως το «ΔΝΤ είναι μονόδρομος», κλπ. Πρόκειται για έναν εκ πρώτης όψεως αόρατο μηχανισμό αυτο-πειθάρχησης και αυτο-λογοκρισίας που αποτελεί την βασιλική οδό από την οποία αναπαράγεται η κυρίαρχη άποψη.
- Δεύτερο, τον σφιχτότερο έλεγχο επί της πληροφορίας που εξασφαλίζεται μέσω της αποσιώπησης, της διαστρέβλωσης ή της κατάφωρης παραποίησης ακόμη και κορυφαίων γεγονότων.
- Τρίτο, το κλείσιμο μικρών αλλά και μεγάλων μέσων (περιοδικών π.χ.) που σε ένα βαθμό ήταν ανεξέλεγκτα. Δεν μπορεί να μείνει ασχολίαστο το γεγονός πως η μόνη φορά που ο πρώην πρωθυπουργός, Γιώργος Παπανδρέου, επέκρινε τις τράπεζες ήταν επειδή χρηματοδοτούσαν τον Άλτερ.
- Τέταρτο, την βίαιη αναδιάρθρωση του διαφημιστικού κυκλώματος ώστε να ελέγχεται μέχρι τελευταίου ευρώ ποιος παίρνει χρηματοδότηση και
- Πέμπτο, την απόλυση ή τον εξαναγκασμό σε παραίτηση αριστερών κι εν γένει ενοχλητικών δημοσιογράφων ακόμη κι από κερδοφόρα μέσα.
Οι επιπτώσεις των παραπάνω δεν αποτυπώνονται μόνο σε εντυπωσιακές στατιστικές και πάντα χρήσιμα στοιχεία για το κλείσιμο μέσων και την ανεργία. Αποτυπώνονται και σε ένα αίσθημα ταπείνωσης που διατρέχει δεκάδες αξιοπρεπείς εργαζόμενους σε μια απέραντη μοναξιά που κατακλύζει κάθε απολυμένο όταν πρέπει να αναμετρηθεί με τα όνειρά του. Πλευρά που πολύ εύστοχα επισημαίνεται στο δελτίο τύπου της σημερινής ημερίδας.
Τα φαινόμενα αυτά, που ως κοινή επιδίωξη έχουν τη διαμόρφωση ενός πολύ μικρότερου κλάδου ενημέρωσης ο οποίος θα ελέγχεται όμως πολύ πιο αποτελεσματικά, δεν είναι νέα. Πολλές φορές στο παρελθόν είχαμε γίνει μάρτυρες ανάλογων γεγονότων. Αν η κρίση της ενημέρωσης στα χρόνια του ΔΝΤ θα συμβολίζεται από την εξαφάνιση της συζήτησης για την σκοπιμότητα παραμονής στο ευρώ, την αποσιώπηση της Δανειακής Σύμβασης ή του ντοκιμαντέρ Χρεοκρατία και την είδηση που μάθαμε από τα Wikileaks πως η αμερικανική πρεσβεία διαθέτει τμήμα μοντάζ ενημερωτικών, τηλεοπτικών εκπομπών, η προγενέστερη κατάσταση χαρακτηρίζεται από απολύσεις δημοσιογράφων κατά διαταγή της αμερικανικής πρεσβείας, παροχές σε δημοσιογράφους από τα μαύρα κονδύλια της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης και του υπουργείου Εξωτερικών και το αίσχος των γραφείων Τύπου τραπεζών και άλλων εταιρειών του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα που απασχολούσαν πολλές εκατοντάδες δημοσιογράφους. Πολλές φορές σήμερα οι πιο διαπρύσιοι υποστηρικτές του Μνημονίου και εκλαϊκευτές της ανάγκης «να κάνουμε όλοι θυσίες» είναι δημοσιογράφοι που ευνοήθηκαν πολλαπλώς από την διαφθορά του παρελθόντος κι εξακολουθούν και σήμερα να είναι υπηρέτες πολλών αφεντάδων και κυρίως τραπεζών. «Όλοι διαφθείρουν ή διαφθείρονται» θα λέγαμε κι εμείς σήμερα, παρότι αυτή η γενίκευση υποτιμάει όσους αντιστέκονται, επαναλαμβάνοντας τη ρήση ενός ήρωα από τα Χαμένα όνειρα του Μπαλζάκ που αναφερόταν φυσικά στον χώρο του Τύπου και της επικοινωνίας.
Ο πρωταγωνιστικός ρόλος δημοσιογράφων που αποτελούν υπόδειγμα διαφθοράς στην υποστήριξη της σημερινής πολιτικής αποδεικνύει ότι το σημερινό ξεκαθάρισμα στον χώρο του Τύπου δεν θα καταργήσει τις σχέσεις διαπλοκής. Απλώς θα τις εκσυγχρονίσει πετώντας στο καλάθι των αχρήστων την παλιά φουρνιά προθύμων, λόγω του ότι πλέον δεν τους χρειάζονται άλλο. Αν και κανείς ποτέ δε χάνεται σε αυτούς τους περίεργους, δαιδαλώδεις και, σε κάθε περίπτωση, αδιαφανείς μηχανισμούς.
Επιστρέφοντας στο σημείο από το οποίο ξεκίνησα, τις δύο εποχές της ενημέρωσης, η σημαντικότερη αιτία της απότομης μεταστροφής που συντελέστηκε στο χώρο των ΜΜΕ πρέπει να αναζητηθεί κατά την άποψή μου στην πρώτη τους λειτουργία, ως καπιταλιστικές επιχειρήσεις, έστω ιδιόμορφες. Η τρέχουσα οικονομική κρίση τα έπληξε με προνομιακό τρόπο στον βαθμό που οι βάσεις της κερδοφορίας τους ήταν πολύ πιο σαθρές από τις βάσεις κερδοφορίας μιας τυπικής καπιταλιστικής επιχείρησης. Η ανάγκη τους να λειτουργήσουν υπό τους αδυσώπητους νόμους του κέρδους, αποτέλεσμα πολύ συχνά του υψηλού ποσοστού συμμετοχής που διαθέτουν οι τραπεζίτες στα μετοχικά κεφάλαια των επιχειρήσεών τους, έκανε τους καναλάρχες να πετάξουν το φιλολαϊκό προσωπείο, να σταματήσουν να προσποιούνται ότι υπηρετούν τον πλουραλισμό και να πρωταγωνιστήσουν με τη σειρά τους στην μητέρα των μαχών, που είναι αυτό που συχνά λέγεται «να κλείσει ο κύκλος της μεταπολίτευσης»: Μεθερμηνευόμενο, επιστροφή στα μετεμφυλιακά χρόνια με τις ιδέες της Αριστεράς και της κοινωνικής χειραφέτησης να τελούν υπό συνεχή διωγμό και τους φορείς αυτών των ιδεών να οδηγούνται στα όρια της βιολογικής εξόντωσης. Αυτή είναι η δημοκρατία του πιο καθαρόαιμου νεοφιλελευθερισμού, που εφαρμόζεται σήμερα στην Ελλάδα.
Κατά συνέπεια οποιαδήποτε συζήτηση για επιστροφή στην προγενέστερη κατάσταση (που όσο περνάει ο καιρός θα μοιάζει με παράδεισο) δεν είναι μόνο αντι-ιστορική, αλλά παραγνωρίζει ότι η σημερινή οπισθοδρόμηση αποτελεί υποτροπή και μετεξέλιξη της.
Απέναντι λοιπόν σε αυτό το ζόφο, τι; είναι το ρώτημα που εγείρεται. Ερώτημα – πρόκληση που πρέπει να το απαντήσουμε όχι μόνο ως επαγγελματίες της ενημέρωσης αλλά κι ως κοινωνικά όντα που γνωρίζουν με προνομιακό τρόπο τις απελευθερωτικές ή καθηλωτικές δυνάμεις της γνώσης και της ενημέρωσης. «Με το να ενσπείρετε την επίγνωση στις καρδιές των κατωτέρων τάξεων θα θερίσετε την επανάσταση», επεσήμανε ο γερμανός διπλωμάτης στο αριστούργημα του Ονόρε ντε Μπαλζάκ, υποδεικνύοντας πόσο σημαντικό είναι να κυριαρχήσει η ευτέλεια στον Τύπο.
Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα προσδιορίζεται από δύο συντεταγμένες:
Πρώτα και κύρια από τις συγκλονιστικές δυνατότητες της εποχής μας. Τα τεχνολογικά άλματα και την ικανότητα του σύγχρονου ανθρώπου να μαθαίνει, να κρίνει και να παράγει ο ίδιος γνώση, ενημέρωση, πολιτισμό. Πρόκειται για δυναμική που ξεχωρίζει την εποχή μας από οποιαδήποτε άλλη, όταν η επαγγελία της χειραφέτησης στερούταν των υλικών δυνατοτήτων για να γίνει πράξη.
Κατά δεύτερο από την πορεία της ταξικής πάλης και τη δύναμη των κοινωνικών αγώνων. Στον αντίποδα του ενημερωτικού ζόφου και της επικοινωνιακής ευτέλειας βρίσκεται:
- Η μείωση των ωρών εργασίας και η άνοδος του βιοτικού επιπέδου που θα επιτρέψει στον κάθε εργαζόμενο να διαβάζει και να ενημερώνεται.
- Ο κοινωνικός έλεγχος και η δημόσια λογοδοσία σε κάθε πηγή γνώσης, από τον Τύπο μέχρι τα πανεπιστημιακά τμήματα που διδάσκουν το αντικείμενο.
- Η βελτίωση των συνθηκών εργασίας (υψηλότερες αποδοχές, λιγότερες ώρες) των εργαζομένων στον Τύπο στο πλαίσιο της βελτίωσης συνολικά της θέσης της εργασίας απέναντι στο κεφάλαιο και σε σύγκρουση με αυτό.
Προβάλλοντας αυτό το τρίπτυχο, η αισιοδοξία θα πάψει να είναι «ένα χέλι που γλιστρά πάντοτε στην επόμενη φάση» για να θυμηθούμε το Νίκο Καρούζο από τη Νεολιθική Νυχτωδία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου