Κυριακή 15 Μαΐου 2011

Όταν άνθρωπος σκοτώνει άνθρωπο

Από Evita Lykou 13 Μάιος 2011 στις 9:28 μ.μ.

Η «Νύχτα των Κρυστάλλων», η οποία ήταν κατά πολλούς η απαρχή του Ολοκαυτώματος, ξεκίνησε με άλλοθι τη δολοφονία του γραμματέα της Γερμανικής Πρεσβείας στο Παρίσι, Ερνστ Φον Ρατ, και εξελίχθηκε το βράδυ της 9ης προς την 10η Νοεμβρίου του 1938. Τα επίσημα κρατικά μέσα και τα όργανα του Ναζιστικού κόμματος υποκίνησαν το πογκρόμ που είχε ως αποτέλεσμα να καταστραφούν περιουσίες και χώροι λατρείας που ανήκαν σε Εβραίους σε ολόκληρη την Γερμανία και την Αυστρία. Άγνωστος παραμένει ακόμα ο αριθμός των ατόμων που βρήκαν το θάνατο όσο κράτησε η αναταραχή. Η νύχτα πήρε το όνομα της από τα κομματιασμένα γυαλιά που βρίσκονταν παντού στους δρόμους από τις σπασμένες βιτρίνες των εμπορικών καταστημάτων.

Τί συμβαίνει στην Αθήνα; Τί έχει συμβεί σ’ αυτή τη χώρα; Διαβάζω στο newstoday.gr: «Αξίζει να σημειωθεί ότι εκτός από τους 13 αλλοδαπούς που έχουν καταγραφεί ως τραυματίες, αρκετοί άλλοι έχουν τραυματιστεί ή προπηλακιστεί, ενώ παράλληλα έχει δημιουργηθεί ένα κλίμα φόβου» (Εάλω η πόλη, 12.05.2011). Δεν μπορώ να μην δω το προφανές. Έχουμε κάνει μεταβολή και κατευθυνόμαστε προς άλλες εποχές, που θα θέλαμε να έχουν περάσει ανεπιστρεπτί, όμως να τες εδώ, με όλη την αγριότητα που κουβαλάει η ιστορία τους να μας δείχνουν τα δόντια. Δεν θα είχα φανταστεί ποτέ ότι μέσα στην δεύτερη δεκαετία του εικοστού πρώτου αιώνα η άσφαλτος της Αθήνας θα διψούσε για αίμα. Ότι άνθρωποι θα σφάζονταν για κανέναν λόγο στο δρόμο, ότι άνθρωποι θα εκτελούνταν από τις αρχές που συνταγματικά υπάρχουν για να μας προστατεύουν. Και κυρίως δεν θα είχα φανταστεί ποτέ ότι η αντίδραση σε αυτά τα επαίσχυντα περιστατικά θα ήταν περισσότερη βία, περισσότερο αίμα, περισσότερη απελπισία. Μιλάω με γνωστούς μου, συγγενείς και φίλους∙ οι αντιδράσεις τους καλύπτουν όλο το φάσμα των αντιδράσεων που μπορεί κανείς να φανταστεί. Η ψυχραιμία έχει εγκαταλείψει το καράβι∙ κοντεύει να θεσμοθετηθεί ο νόμος της ζούγκλας. Ρώτησα εχθές κάποιον στο τηλέφωνο: «Γιατί δεν μπορείς απλά να πεις ότι δυο καθάρματα άνθρωποι δολοφόνησαν έναν άνθρωπο; Γιατί πρέπει να πεις δυο αλλοδαποί σκότωσαν έναν Έλληνα;». Πόσο δύσκολο είναι να καταλάβεις ότι αμέσως μόλις διατυπώσεις έτσι την πρόταση ξεκινάς πογκρόμ, ξεκινάς εκκαθαρίσεις, πιάνεις το γαϊτανάκι της τυφλής βίας: όταν ανοίξει αυτός ο κύκλος δεν κάνει διακρίσεις, παίρνει παραμάζωμα ό,τι βρει μπροστά του. Διάβασα στην Καθημερινή πως «η σφαγή του Έλληνα οικογενειάρχη Μανώλη Καντάρη στο κέντρο των Αθηνών από τρεις άγνωστους ληστές δεν είναι ένα απλό αστυνομικό συμβάν. [...] Είναι πολιτισμικά σημαντική γιατί δείχνει σε ποιο βαθμό η εισαγόμενη εγκληματικότητα έχει "αναβαθμίσει" σε αγριότητα την πάντα υπάρχουσα γηγενή, καθώς, εδώ στις συνοικίες μας, συνωστίζονται άνθρωποι ξένοι για τους οποίους –λόγω των καταβολών και των αιματηρών εμπειριών στις πατρίδες τους– η ανθρώπινη ζωή δεν έχει αξία» (Μιχάλης Ν. Κατσίγερας, Εκτός πολιτεύματος 11.05.2011).

Πέραν του ότι η πολιτισμική ανάλυση του Κατσίγερα είναι μια αστήρικτη γενίκευση (καταρχάς εντελώς αντικειμενικά δεδομένου ότι δεν υπάρχουν σαφή στοιχεία σχετικά με την καταγωγή των δραστών), είναι και εντελώς επικίνδυνη. Τραβάει τόσο βίαια τη γραμμή ανάμεσα σε «εμάς» και τους «άλλους» που το αποτέλεσμα μόνο τραγικό μπορεί να είναι. Πρόκειται απλά και ουσιαστικά για μια ρητορική φιοριτούρα που μας χαϊδεύει τ’ αυτιά, ναρκώνει το σοκ και τον πόνο για ένα ειδεχθές έγκλημα του ποινικού, και καταλαγιάζει τη ναυτία που προκαλεί η στυγερότητα της δολοφονίας αποδίδοντας της ιδεολογικό χρώμα. Μεταφράζεται ως εξής: «Είναι κάτι το ξένο, κάτι το "άλλο" η βία αυτή, από αλλού εκπορεύεται και δεν μας αφορά παρά μόνο ως απειλή». Την απειλή μπορείς να την αντιμετωπίσεις, να οπλιστείς απέναντί της. Την πραγματικότητα δύσκολα. Μια ημέρα ύστερα απ’ αυτό το φριχτό περιστατικό, στο κέντρο της Αθήνας, τρεις ή πέντε –ή δεν ξέρω πόσοι και αρνούμαι να δω τα σχετικά βίντεο– Έλληνες, χωρίς σκοτεινές καταβολές και αιματηρές εμπειρίες, χτυπούσαν στο κεφάλι έναν άνθρωπο πεσμένο στο χώμα με γκλομπ και ασπίδες∙ χτυπούσαν για να σκοτώσουν, και ίσως τα κατάφεραν. Τους προκάλεσαν; Εκτελούσαν εντολές; Ήταν ψυχικά διαταραγμένοι; Δεν με αφορά. Ξέρω ότι γι’ αυτή την ανίερη «εξίσωση» μπορεί να πυροβοληθώ. Όμως για να ξεκαθαρίσω τα πράγματα –γιατί αυτή την εποχή διαβάζουμε τα πάντα με θολωμένο μυαλό και βγάζουμε συμπεράσματα που δεν προκύπτουν απ’ τα στοιχεία– αυτό που λέω είναι ότι θεωρώ ταυτόσημο το έγκλημα στην 3η Σεπτεμβρίου και το έγκλημα που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της πορείας την Τετάρτη. Κι αυτό γιατί δεν μπορώ να δω, γιατί αρνούμαι να δω εθνικότητα και χρώμα στο έγκλημα. Σκέφτομαι διαρκώς: αυτοί οι άνθρωποι –όλοι αυτοί οι άνθρωποι– πώς γύρισαν σπίτι τους το βράδυ; Πώς επέστρεψαν στις γυναίκες, στα παιδιά, στις οικογένειές τους εκείνο το βράδυ. Έφαγαν φαγητό; Είδαν τηλεόραση; Κοιμήθηκαν; Κοιμούνται; Πώς μπορείς να κοιμάσαι όταν έχεις τα χέρια σου βαμμένα με αίμα, και μάλιστα αίμα ανυπεράσπιστου κι αθώου ανθρώπου;

Απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα δεν μπορώ και δεν πρόκειται να πάρω. Το μόνο που είναι επιστημονικά σίγουρο είναι πως οι δολοφονικές τάσεις απορρέουν απ’ την ανθρώπινη φύση, η οποία όταν βρεθεί χωρίς περιορισμούς βγαίνει εκτός ελέγχου ανεξαρτήτως καταγωγής. Γράφει ο Ζωρζ Μπατάιγ: «Υπάρχει ένας πιθανός δολοφόνος σε κάθε άνθρωπο∙ η συχνότητα των παράλογων ανθρωποσφαγών μέσα στην ιστορία το δείχνει αρκετά ξεκάθαρα» (Georges Bataille, Eroticism, 1957). Κάθε ανθρωπολόγος μπορεί να το πει αυτό. Μπορεί επίσης να συμπληρώσει ότι γι’ αυτό οι ανθρώπινες φυλές οργανώθηκαν σε κοινωνίες θέτοντας κανόνες και ταμπού, τα οποία βρίσκονται εκεί για να περιορίσουν την ανθρώπινη τάση προς την ανεξέλεγκτη βία. Γράφει ο Φρόυντ το 1913: «Ο νόμος απαγορεύει στους ανθρώπους μόνο αυτά που θα μπορούσαν να κάνουν κάτω από την πίεση των ενστίκτων τους. Αυτά που η ίδια η φύση απαγορεύει και τιμωρεί, δεν χρειάζονται απαγόρευση και τιμωρία απ’ το νόμο» (Sigmund Freud, Totem and Taboo, 1913). Ο άνθρωπος είναι ζώο που χρειάζεται περιορισμούς. Και έχει μάλιστα επίγνωση αυτού του γεγονότος, γι’ αυτό και η ιστορία του πολιτισμού μας είναι μια σειρά απαγορεύσεων και κανόνων. Αυτοί οι κοινωνικοί και θρησκευτικοί περιορισμοί όμως λειτουργούν ομαλά μόνο υπό κανονικές συνθήκες, άνευ πίεσης. Όταν οι συνθήκες ανατραπούν ο άνθρωπος εξαγριώνεται. Οι κανόνες μπαίνουν σε χειμέρια νάρκη και βγαίνουν στην επιφάνεια τα πρωτόγονα ένστικτα. Βιώνουμε αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα μια κατάσταση εκτεταμένης εξαγρίωσης που επεκτείνεται. Τί μπορούμε να κάνουμε για να την σταματήσουμε; Καταρχάς πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να επανακτήσουμε την ψυχραιμία μας. Να βγούμε δηλαδή από το ολισθηρό μονοπάτι της «ανατροπής των συνθηκών» που ανέφερα πιο πάνω ώστε να αποφύγουμε την εκτός ορίων και ελέγχουν παλινδρόμηση στα ένστικτα. Κατόπιν πρέπει να δούμε και να κατανοήσουμε σε βάθος ότι το πρόβλημα δεν έγκειται στον διαχωρισμό «Έλληνας/ξένος», «μπάτσος/διαδηλωτής» ή οτιδήποτε άλλο. Είναι πάντα ο άνθρωπος που σφαγιάζει άνθρωπο. Και αυτό είναι που που πρέπει να επανοριοθετηθεί πριν η κατάσταση βγει οριστικά εκτός ελέγχου. Αν ο παραπάνω ορισμός («είναι πάντα ο άνθρωπος που σφαγιάζει άνθρωπο») δεν γίνει αξιωματικά αποδεκτός ο δρόμος για μας θα είναι πολύ δύσκολος.

Από μικρό παιδί ήμουν λάτρης της ιστορίας. Μεγάλωσα με αφηγήσεις για την Κατοχή, το αντάρτικο, το Πολυτεχνείο. Και πάντα αυτό θεωρούσα –θεωρώ– ως ύψιστο πολιτισμικό αγαθό, ως τον ύστατο στόχο μιας κοινωνίας: την Δημοκρατία. Η Δημοκρατία μπορεί να υπάρξει μόνο σε ένα αυστηρό καθεστώς μη βίας. Και δεν μιλώ μόνο για την κρατική βία. Δεν είναι θέμα νομιμότητας, αλλά θέμα νοοτροπίας. Το λιντσάρισμα ανήκει σε άλλα καθεστώτα, σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα δεν έχει θέση. Για μένα η βία απ’ όπου κι αν εκπορεύεται και προς όπου κι αν κατευθύνεται είναι απαράδεκτη. Και γι’ αυτό πιστεύω ότι η απάντηση στη βία δεν μπορεί να είναι βία. Όταν αυτό συμβαίνει πρόκειται απλά για άνευ όρων παράδοση στα βιολογικά μας δολοφονικά ένστικτα, αυτά που αιώνες πολιτισμού προσπαθούν να τιθασεύσουν και που πάντα αποτυγχάνουν. Δεν μπορεί να χωρέσει το μυαλό μου μια «Νύχτα των Κρυστάλλων» στην Αθήνα∙ δεν μπορεί να χωρέσει άλλο έναν Δεκέμβρη του 2008 με βιβλιοθήκες και Πανεπιστήμια παραδομένα στις φλόγες, την πόλη να καίγεται. Δεν θέλω να το δω αυτό ξανά. Ποτέ, αν είναι δυνατόν. Άκουσα τον Καλαμούκη στο ραδιόφωνο να λέει σήμερα: «Μορφή βίας ήταν και η επανάσταση του 1821» (Ελληνοφρένεια, 13.05.2011). Βρίσκω την διατύπωση απαράδεκτη και το υπονόημα επίσης. Δεν βρισκόμαστε στο 1821, και έχουν χυθεί ποταμοί αίματος για να απομακρυνθούμε απ’ αυτό σε όλα τα επίπεδα. Ό,τι ήταν ηθικό ή απαραίτητο το 1821 ή το 1944 ή το 1973 δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν επιχείρημα σήμερα. Η Ελλάδα του 2011 βρίσκεται δυστυχώς υπό κατάρρευση, κυρίως ηθική και κοινωνική κατάρρευση. Αποδεικνύεται ότι η συνοχή της κοινωνίας μας βασίστηκε στην επίπλαστη ευημερία των τελευταίων δυο δεκαετιών, και είναι ένα τεράστιο στοίχημα το αν θα καταφέρουμε να διατηρήσουμε την ισορροπία μας τώρα που μας τράβηξαν το χαλί κάτω απ’ τα πόδια. Αυτό όμως δεν σημαίνει, δεν μπορεί να σημαίνει πως νομιμοποιείται η επιστροφή σε προηγούμενες, «επαναστατικές» εποχές, που πολλοί –εντελώς ανεγκέφαλοι κατά την κρίση μου– θα ήθελαν να δουν να έρχεται. Το γεγονός ότι είμαστε βιολογικά προγραμματισμένοι με ροπή προς τη βία και την αγριότητα δεν είναι δικαιολογία. Το αντίθετο, ακριβώς όπως υπάρχουν τα ένστικτα, υπάρχει και η διάνοια που τα τιθασεύει. Αυτό είναι που μας έκανε να σηκωθούμε στα δυο μας πόδια και να ιδρύσουμε οργανωμένες κοινωνίες. Και έχουμε υποχρέωση απέναντι σ' αυτό το θείο εξελικτικό δώρο να περιορίσουμε τα δολοφονικά μας ένστικτα.

Φοβάμαι. Χρόνια τώρα φοβάμαι ότι μια μέρα θα θέλω να γυρίσω πίσω και δεν θα έχω πατρίδα να επιστρέψω. Φοβάμαι για τους ανθρώπους που αγαπώ και που βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε μια κόλαση που ολοένα και χειροτερεύει. Πιστεύω όμως ότι το παιχνίδι παίζεται ακόμα. Πιστεύω στη Δημοκρατία, πιστεύω στη μη βία, πιστεύω στην κοινωνική ειρήνη, πιστεύω στην πολυπολιτισμικότητα και πιστεύω ότι ένα καλύτερο αύριο είναι εφικτό. Είναι όμως ένα τσακ απόσταση απ’ το να παρασυρθούμε απ’ τα γεγονότα των ημερών, να χάσουμε τις ισορροπίες, να χάσουμε την προοπτική, να χάσουμε το μέλλον. Δεν μπορεί στην Αθήνα του 21ου αιώνα να μετράμε νεκρούς στο δρόμο. Δεν μπορεί να αποδεχόμαστε περιπόλους της Χρυσής Αυγής στο κέντρο της πρωτεύουσας. Δεν μπορεί οι αστυνομικές αρχές να είναι ανεξέλεγκτες, χωρίς κανένα σεβασμό στην ανθρώπινη ζωή, ανεξαρτήτως πρόκλησης. Όμως, όλα τα παραπάνω πρέπει να τα αναλύσουμε σ’ ένα πλαίσιο. Με ψυχραιμία. Πρέπει να πούμε «όχι» σε όλα ανεξαιρέτως. Και με τη στάση ζωής μας να κάνουμε το «όχι» πράξη. Εγώ δεν θα δεχόμουν ποτέ να είμαι μέρος του όχλου. Ο όχλος δεν έχει λογική, έχει μόνο ένστικτο. Ο καθένας για τον εαυτό του και διακριτά για το σύνολο πρέπει να καταλάβει ότι ο δρόμος της βίας δεν βγάζει πουθενά παρά μόνο στο χάος. Πρέπει. Το οφείλουμε στις γενιές που χάθηκαν για να μας κληροδοτήσουν αυτή την έστω κουτσή Δημοκρατία. Αυτήν πρέπει να υποστηρίξουμε και να θεραπεύσουμε, όχι να την κατακρεουργήσουμε. Το οφείλουμε στις γενιές που θα έρθουν.

http://wp.me/p1ityl-d3

Δεν υπάρχουν σχόλια: