Χρήσιμο εργαλείο για την ανατροπή του Μνημονίου
Επιμέλεια Μάκης Μπαλαούρας
Η ετήσια Έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ πάντα αναμένεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Είναι η μοναδική επιστημονική μελέτη από την πλευρά της εργατικής τάξης που παρουσιάζει τις πηγές και τις αιτίες των προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας, ενώ παράλληλα υποβάλλει προτάσεις για εναλλακτικούς δρόμους διεξόδου.
Αν η αναγκαιότητά της είναι σημαντική σε κάθε περίοδο, σήμερα στο μέσον βαθιάς οικονομικής και κοινωνικής κρίσης καθίσταται εξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο για τα συνδικάτα, τα κόμματα της Αριστεράς, αλλά και τους επιστημονικούς φορείς προκειμένου να θεμελιώσουν επιχειρήματα αντίστασης στην επιχειρούμενη κυβερνητική προσπάθεια κατεδάφισης των εργατικών κατακτήσεων, του βιοτικού τους επιπέδου και του κοινωνικού κράτους.
Τα αίτια της κρίσης
Παρά το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία πέρασε μια μακρά περίοδο (1994-2008) μεγάλης ανάπτυξης, την ίδια αυτή περίοδο άρχισαν να συσσωρεύονται δημόσια ελλείμματα και δημόσιο χρέος. Το δημόσιο έλλειμμα αυξανόταν ετησίως κατά 5 δισ., ενώ το δημόσιο χρέος κατά 6,2 δισ.! Το «ελληνικό παράδοξο», όπως το αναφέρει η Έκθεση, δηλαδή το πως μπορεί να εξηγηθεί η ταυτόχρονη αύξηση του ΑΕΠ με τη δημιουργία των ελλειμμάτων και του χρέους. Το ΙΝΕ, με στοιχεία, εξηγεί ότι το πρόβλημα οφείλεται κατά κύριο λόγο στη «δανειακή μεγέθυνση της δημόσιας κατανάλωσης, της ιδιωτικής κατανάλωσης των ανώτερων εισοδημάτων, στις υπερτιμολογήσεις των κρατικών προμηθειών, στις φοροαπαλλαγές προς τις επιχειρήσεις που στέρησαν έσοδα από τον κρατικό προϋπολογισμό, στην ανισοκατανομή του εισοδήματος, την απελευθέρωση της φοροδιαφυγής και στην κατάρρευση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού είσπραξης των εσόδων του κράτους, στην εισφοροδιαφυγή, την ευάλικτη, την αδήλωτη και ανασφάλιστη εργασία, καθώς και στη συρρίκνωση του τεχνολογικού και οικονομικού δυναμικού της χώρας».
Το ελληνικό παράδοξο
Ενώ για 14 χρόνια το ΑΕΠ αυξάνονταν σημαντικά, τοποθετώντας την ελληνική οικονομία στις πρώτες θέσεις της ανάπτυξης, η ολοένα συνεχής ανισοκατανομή του εισοδήματος, μέσω των φοροαπαλλαγών, φοροδιαφυγής, εισφοροδιαφυγής και διαφθορά, οδήγησαν το κράτος σε ολοένα σε μεγαλύτερα ελλείμματα και μεγαλύτερο δανεισμό για να καλύψει την απώλεια εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού. Από μια άλλη πλευρά μπορεί κανείς να δει το «τραπεζικό παράδοξο». Δηλαδή μια επί χρόνια τεράστια κερδοφορία που πήγαινε στους ιδιώτες μετόχους, χωρίς όμως να γίνει καμία προσπάθεια, τουλάχιστον, θωράκισής τους.
Και όλα αυτά συμβαίνουν όταν οι τιμές καταναλωτή είναι στο 94% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή είναι ακριβή χώρα, ενώ η παραγωγικότητα της εργασίας είναι στο 92% του μέσου όρου της ΕΕ (χώρα πολλών ωρών και έντασης εργασίας), οι μισθοί βρίσκονται στο 82%. Δηλαδή οι μισθοί είναι χαμηλοί σε σχέση με την παραγωγικότητα της εργασίας και των τιμών.
Η έντονη ταξική φορολογία
Προς θεμελίωση αυτών, διαπιστώνεται ότι τα τέσσερα ευρώ που παράγονται στην ελληνική οικονομία, το ένα δεν φορολογείται, δηλαδή διαρροή εσόδων του κράτους κατά 12-15 δισ. ετησίως Ταυτόχρονα ενώ η φορολογική επιβάρυνση της εργασίας στην Ελλάδα είναι 35,1% (2007) περίπου στο μ.ο. της ΕΕ (36,4%), η πραγματική φορολόγηση των κερδών ανέρχεται σχεδόν στο μισό του μ.ο. της ΕΕ (15,9%) στην Ελλάδα, έναντι 33% στην ΕΕ).
Συναφές με το παραπάνω είναι το γεγονός ότι οι άμεσοι φόροι, στην Ελλάδα φτάνουν μόλις στο 7,7% το ΑΕΠ, ενώ στην ΕΕ σχεδόν στο διπλάσιο, στο 13,1% του ΑΕΠ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η αναλογία των εισοδημάτων ιδιοκτησίας προς τα εισοδήματα από την εργασία (συμπεριλαμβανόμενης και της αυτοαπασχόλησης) στην Ελλάδα ανέρχονταν, το 2009 σε 0,43, ενώ στις περισσότερες χώρες της ΕΕ ?15 βρισκόταν μεταξύ 0,150,3 (μέσος όρος ευρωζώνης 0,25).
Η συνταγή της τρόικας και της κυβέρνησης
Η προσφυγή στον «μηχανισμό στήριξης» της ελληνικής οικονομίας από την τρόικα, μονεταριστικής έμπνευσης, κινείται στην κατεύθυνση της αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας για την μείωση των δημοσίων ελλειμμάτων. Το αποτέλεσμα είναι ότι η παντελής έλλειψη αναδιανεμητικών και αναπτυξιακών στοιχείων θα παρατείνει τις συνθήκες οικονομικής κρίσης και ύφεσης της ελληνικής οικονομίας κατά τα επόμενα χρόνια. Η ακολουθούμενη πολιτική, που πολλοί αποκαλούν «εσωτερική υποτίμηση» ή «ανταγωνιστικό αποπληθωρισμό» είναι μια σωρευτική διαδικασία διαδοχικών κύκλων μείωσης των μισθών και των τιμών. Μέσω αυτών των μειώσεων, σύμφωνα με την κυρίαρχη οικονομική θεωρία θα ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα της χώρας και θα αυξηθούν οι καθαρές εξαγωγές. Έτσι, θα βελτιωθεί, υποτίθεται, το εξωτερικό έλλειμμα στο εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών, και η συνολική ζήτηση θα αρχίσει να ανακάμπτει. Στο τέλος της διαδικασίας, η οικονομία θα ισορροπήσει σε ένα ποσοστό ανεργίας υψηλότερο και ένα επίπεδο παραγωγής χαμηλότερο από το σημερινό. Αυτή η διαδικασία είναι μακρά και για να επιταχυνθεί θα πρέπει, σύμφωνα πάντοτε με την κυρίαρχη οικονομική θεωρία, οι θεσμοί της αγοράς εργασίας που προστατεύουν (υποτίθεται υπερβολικά) τους εργαζόμενους να «μεταρρυθμιστούν» στη γνωστή κατεύθυνση απελευθέρωσης των απολύσεων, αποδυνάμωσης των συλλογικών συμβάσεων εργασίας κλπ. Επομένως, η ύφεση, δεν είναι ένα «ατύχημα», ή το αποτέλεσμα κακών χειρισμών.Η ύφεση αξιοποιείται ως μέσο για την πειθάρχηση των εργαζομένων σε λιγότερες προστατευτικές ρυθμίσεις και χαμηλότερους μισθούς υπό την πίεση της ανεργίας και του διογκούμενου εφεδρικού εργατικού δυναμικού.Ήδη το ποσοστό ανεργίας πρόκειται να παρουσιάσει άνοδο, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σε περίπου 12% το 2010 και 13,2% το 2011. Εάν η πρόβλεψη αυτή επαληθευτεί, ήδη στο τέλος του τρέχοντος έτους το ποσοστό ανεργίας θα έχει προσεγγίσει στην Ελλάδα το υψηλότερο σημείο της μεταπολιτευτικής περιόδου (12%, όσο δηλαδή το 1999), το δε 2011 θα φτάσει στα υψηλότερα επίπεδα της πεντηκονταετίας.
Τα καταστροφικά αδιέξοδα της κυβερνητικής πολιτικής και της τρόικας
Η μείωση των μισθών επιφέρει μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης. Αυτή η αρχική μείωση επηρεάζει αρνητικά την συνολική ζήτηση και διαμέσου αυτής τις επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, η ανεργία θα αυξηθεί και θα μειώσει και αυτή με την σειρά της την εσωτερική ζήτηση και ο φαύλος κύκλος θα αρχίζει από την αρχή. Όμως μια οικονομία που έχει υποστεί παρατεταμένη μείωση της ζήτησης δεν επανέρχεται στην αρχική της κατάσταση όταν αυξηθεί η ζήτηση, διότι, έχει εν τω μεταξύ υποστεί μια σειρά καταστροφών στο παραγωγικό και στο εργατικό δυναμικό της.
Η «Λατινική Ευρώπη»
Στις σημερινές συνθήκες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης φάνηκε καθαρά η αδυναμία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αντιμετωπίσει συλλογικά και συντονισμένα τα έντονα προβλήματα που αντιμετωπίζουν πολλές Ευρωπαϊκές χώρες. Ενας από τους θεμελιώδεις λόγους της δημιουργίας της, η συνοχή δηλαδή που οδηγεί στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, η μείωση των περιφερειακών ανισοτήτων και η σύγκλιση ανάμεσα στις φτωχότερες χώρες της νότιας και ανατολικής Ευρώπης και τις πλουσιότερες του Ευρωπαϊκού βορρά φαίνεται ότι χάνεται οριστικά. Αρκετοί αναλυτές μάλιστα εκτιμούν ότι δημιουργείται μια νέα «οικονομική ήπειρος» η «Λατινική Ευρώπη» συγκροτημένη περιφερειακά από τις αδύναμες παραγωγικά, τεχνολογικά και κοινωνικά χώρες της Ανατολικής και Μεσογειακής Ευρώπης. Το επιχείρημα της θεραπείας σοκ στην Ελλάδα συνίσταται στο γεγονός της αναγκαιότητας αποκατάστασης των σοβαρών δημοσιονομικών ανισορροπιών της χώρας προκειμένου να μην παρατηρηθεί το φαινόμενο του ντόμινο και σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης. Με άλλα λόγια, θεωρείται ότι το ισχυρό μέλλον του ευρώ και της Ευρωζώνης θα εξαρτηθεί από την επιτυχή έκβαση του προγράμματος λιτότητας στην Ελλάδα.
Ο ελληνικός θάλαμος καταστολής
Τα μέτρα λιτότητας που θα γνωρίσουν οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι την προσεχή τριετία θα επιδεινώσουν τουλάχιστον το βιοτικό τους επίπεδο κατά 30% και θα μειώσουν σημαντικά το επίπεδο ζήτησης και κατανάλωσης. Παράλληλα, θα συμβάλλουν κατά τα επόμενα έτη στην επιδείνωση της τεχνολογικής-παραγωγικής βάσης της χώρας, στην σημαντική αύξηση της ανεργίας και στην περαιτέρω διάβρωση της κοινωνικής συνοχής και της κοινωνικής αλληλεγγύης.
Η πολιτική ύφεσης που ασκείται δεν προβλέπεται να έχει αποτρεπτικά αποτελέσματα σε σχέση με την διαχείριση του δημόσιου χρέους και η εφαρμοζόμενη πολιτική για την δημοσιονομική προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας έχει εισέλθει σε τροχιά αυτοϋπονόμευσης. Το πρόγραμμα προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας εκτιμάται ότι δεν θα επιτύχει τους στόχους του, είτε επειδή η προκαλούμενη ύφεση μειώνει σε μεγαλύτερο βαθμό τα φορολογικά έσοδα σε σύγκριση με τις περικοπές στις δημόσιες δαπάνες αυξάνοντας το δημόσιο έλλειμμα, είτε επειδή, σε μια καλύτερη εκδοχή, η μείωση του ελλείμματος αποδεικνύεται μια εξαιρετικά βραδεία διαδικασία με ιδιαιτέρως αυξημένο κοινωνικό κόστος, χωρίς παράλληλα να επιτυγχάνεται ικανοποιητική μείωση του δημόσιου χρέους εξαιτίας της αναιμικής ανάπτυξης.
Οι προτάσεις του ΙΝΕ
Για την έξοδο από την κρίση αντίθετα με την εσωτερική υποτίμηση θα ήταν πολύ πιο αποτελεσματικό να πραγματοποιηθεί ο ανταγωνιστικός αποπληθωρισμός με απευθείας μείωση των τιμών χωρίς να θιγούν οι μισθοί, για τον πολύ απλό λόγο ότι τα περιθώρια κέρδους στην Ελλάδα είναι κατά πολύ αυξημένα έναντι των άλλων προηγμένων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η μείωση των περιθωρίων κέρδους πρέπει να χρηματοδοτήσει την διατήρηση της απασχόλησης και την αύξηση της αγοραστικής δύναμης των μισθών, που εκτός από την κοινωνική τους διάσταση, είναι και η καλύτερη μακροοικονομική ρύθμιση που μπορεί να γίνει στις παρούσες συνθήκες ώστε να ενισχυθεί η συνολική ζήτηση. Αυτό που χρειάζεται στη σημερινή συγκυρία η ελληνική οικονομία δεν είναι η διατήρηση των κερδών στα σημερινά επίπεδα αλλά η αύξηση της ζήτησης των μεσαίων και χαμηλών εισοδημάτων από εργασία διαμέσου μιας μείωσης των περιθωρίων κέρδους (άρα και των τιμών).Θα έπρεπε η οικονομική πολιτική να προωθήσει σειρά δραστικών μέτρων για τον περιορισμό των κατά τα άλλα πασίγνωστων ολιγοπωλιακών συνθηκών στις ελληνικές αγορές προϊόντων.
Και με μείωση μισθών ανεβαίνει ο πληθωρισμός
Ενώ το ονομαστικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, συγκρινόμενο με το αντίστοιχο των ανταγωνιστριών χωρών, μειώνεται ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2008, σε αντίθεση με τις τιμές των προϊόντων που συνεχίζουν την ανοδική τους πορεία μέσα σε συνθήκες ύφεσης, που δείχνουν την αποφασιστικότητα με την οποία ο επιχειρηματικός κόσμος υπερασπίζεται την υψηλή κερδοφορία με την οποία έχει εξοικειωθεί. Εάν υπάρχουν άκαμπτες αγορές στην Ελλάδα, αυτές δεν είναι οι αγορές εργασίας αλλά οι αγορές προϊόντων και σε αυτές απαιτείται να στοχεύουν οι διαρθρωτικές αλλαγές. Οι μεγάλες περιουσίες θα έπρεπε να αναλάβουν το κύριο βάρος της προσαρμογής, τα επιχειρηματικά κέρδη να φορολογηθούν με υψηλότερο συντελεστή, οι φοροαπαλλαγές των επιχειρήσεων να επανεξετασθούν, ο έλεγχος των ανώτερων εισοδημάτων που φοροδιαφεύγουν να γίνει εξονυχιστικός κλπ.
Είναι δυνατόν στις σημερινές κρίσιμες περιστάσεις για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας, να υλοποιηθεί μια αύξηση της φορολογίας κατά 10 μονάδες του ΑΕΠ, η οποία θα προέλθει κατά το μισό από την πραγματική αποκατάσταση της φορολογικής δικαιοσύνης, και κατά το άλλο μισό από την αναδιανομή του εισοδήματος και την επιβολή ενός πράσινου φόρου. Με αυτό τον τρόπο θα εξασφαλιστεί η πληρωμή των τόκων του δημοσίου χρέους, αλλά θα υπάρχουν και πόροι διαθέσιμοι για τη στήριξη της βιωσιμότητας του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, για την άμεση δημιουργία θέσεων εργασίας σε κοινωνικές υπηρεσίες (4 δις ευρώ το χρόνο ισοδυναμούν με 200.000 ως 250.000 θέσεις εργασίας) και για την αύξηση των δημοσίων επενδύσεων κατά 40% περίπου.
Πόλιτική αδιέξοδη που ευνοεί και σενάρια παύσης πληρωμών
Εξαιτίας αυτών των λόγων, η τριετής απόσυρση από τις χρηματιστικές αγορές αναμένεται να αποδειχθεί ανεπαρκής μέχρι το τέλος της δεκαετίας 2010. Συντηρούνται έτσι σενάρια αναδιαπραγμάτευσης του χρέους ή ακόμα και παύσης πληρωμών.
Ένα ακόμη στοιχείο μιας τέτοιας εναλλακτικής κατεύθυνσης πολιτικής είναι η δραστική σύλληψη της παραοικονομίας και η ένταξη μεγάλου μέρους της στην επίσημη οικονομία, γιατί η αύξηση του ΑΕΠ που θα προκύψει έτσι, θα βελτιώσει το έλλειμμα και το χρέος και θα απομακρύνει τον κίνδυνο αδυναμίας αποπληρωμής του χρέους. Εάν η σύλληψη της παραοικονομίας ανερχόταν σε 10% του ΑΕΠ ετησίως, τότε το ονομαστικό ΑΕΠ θα αυξανόταν με ρυθμό 8% και το δημόσιο χρέος θα μειωνόταν. Παρά ταύτα, η λογιστική αυτή αύξηση, που θα βελτίωνε το δημοσιονομικό έλλειμμα, δεν θα αναιρούσε σε τίποτα τις επιπτώσεις της ύφεσης ως προς την απασχόληση, τα εισοδήματα κλπ, εκτός από τα μάλλον μέτρια αποτελέσματα που θα προκαλούσε η μείωση των επιτοκίων. Με άλλα λόγια, η αποφυγή του κινδύνου αδυναμίας αποπληρωμής του χρέους, έστω και με αυτόν τον τρόπο, δεν συμβάλλει στην απομάκρυνση της φτωχοποίησης του κόσμου της μισθωτής εργασίας που συνεπάγονται η μείωση των μισθών και της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών, η ανεργία και οι δραστικές περικοπές στις δημόσιες κοινωνικές δαπάνες και επενδύσεις. Θα μπορούσε να συμβάλλει, όμως, σε μια επιστροφή του ελληνικού δημοσίου στις αγορές για δανεισμό με χαμηλότερα επιτόκια. Θα απέδιδε δε τα μέγιστα, εάν εντασσόταν σε μια συνεπή πολιτική μείωσης των τιμών με διατήρηση του εισοδηματικού μεριδίου των μισθωτών στο ΑΕΠ.
Η κλιματική αλλαγή
Και σ αυτό το μείζον ζήτημα η κυβέρνηση παίζει προπαγανδιστικά. Έχει αφήσει τις επενδύσεις Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας στα χέρια των ιδιωτικών επιχειρήσεων, δεν έχει ένα πρόγραμμα για την προστασία των φυσικών πόρων, ετοιμάζεται να κλείσει τις περισσότερες σιδηροδρομικές γραμμές και να επιδοτήσει την αγορά ιδιωτικών αυτοκινήτων. Επειγόντως χρειάζεται μια στροφή προς τον σχεδιασμό πολιτικών για να αντιμετωπιστούν και να αμβλυνθούν όλες οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Επίσης, χρειάζεται να αποκτήσουν πρωτεύοντα ρόλο οι δημόσιες πολιτικές και να συνδεθούν οι πολιτικές προστασίας του περιβάλλοντος με τις κοινωνικές πολιτικές, με την ενίσχυση της κοινωνικής προστασίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Ριζικός αναπροσανατολισμός της πολιτικής
Με αυτά τα δεδομένα, το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ θεωρεί ότι χρειάζεται ριζικός αναπροσανατολισμός της πολιτικής για την ανάκαμψη και την αποτροπή της όξυνσης της κρίσης δανεισμού, χρέους και ανεργίας. Θα πρέπει να αντικατασταθεί η πολιτική που προωθεί την ευελιξία της εργασίας, την ενίσχυσης της προσφοράς και την ιδιωτικοποίηση και κεφαλαιοποίηση του κοινωνικού κράτους, από μια πολιτική που θα προωθεί το νέο αναπτυξιακό πρότυπο της ρύθμισης της εργασίας, της ενίσχυσης της ζήτησης και της καινοτομικής και παραγωγικής ανάπτυξης διαμέσου της αύξησης των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων και της ενδυνάμωσης της αναδιανομής του εισοδήματος και της αναδιανεμητικότητας του κοινωνικού κράτους.
Επομένως, είναι αναγκαίο και κατά προτεραιότητα, εκτός της επιλογής πολιτικών αντιμετώπισης του κοινωνικού κόστους, να στηριχθούν κλάδοι παραγωγικής δραστηριότητας που θα μπορούσαν να είχαν επιτύχει πολύ καλύτερες επιδόσεις σε ότι αφορά την ποιότητα, την παραγωγικότητα, την ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση.
Πηγή: Η ΕΠΟΧΗ
Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου