«Η ντόπια μεγαλοαστική τάξη υποτελής, δορυφορική και διαβρωμένη από το πολυεθνικό μονοπωλιακό κεφάλαιο, όσες αντιδικίες και αν έχει μαζί του, στα κρίσιμα θέματα θα μιλήσει με τη ‘φωνή του κυρίου της’»
Ανδρέας Παπανδρέου, εφημερίδα Εξόρμηση, Μάρτιος 1977
Ανδρέας Παπανδρέου, εφημερίδα Εξόρμηση, Μάρτιος 1977
Οι προτάσεις της κυβέρνησης για την αναδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων και του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος που αποτελούν εξειδίκευση επί τα χείρω των διατάξεων του Μνημονίου (αρ. 2 παρ. 7, 9 και παράρτημα IV του ν. 3845/2010), συνιστούν την πρακτική εφαρμογή θέσεων της αστικής συνιστώσας του ΠΑΣΟΚ, αλλά και των σοσιαλφιλελεύθερων διανοουμένων της κεντροαριστεράς, όπως διατυπώνονταν επί μια 15ετία τουλάχιστον. Εκείνο που έλειπε για να επιβληθούν στην πράξη και να αποτελέσουν νόμο του κράτους, παρ’ όλο που ορισμένες επιμέρους εκφάνσεις της ελαστικοποίησης και ‘απελευθέρωσης’ της αγοράς εργασίας είχαν θεσπιστεί ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 ή είχε γίνει απόπειρα να θεσπιστούν, όπως οι αλλαγές στο ασφαλιστικό (ν/σ Γιαννίτση 2001), ήταν ο κοινωνικός και πολιτικός συσχετισμός.
Με την ανοιχτή από 6-5-2010 εξάρτηση της χώρας από το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο και την Τρόικα ως θεσμική έκφραση αυτού, επιβάλλεται η νεοφιλελεύθερη επιταγή της απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας από κάθε συλλογική, κανονιστική, κρατική ρύθμιση προστασίας του εργαζομένου.
Το εργατικό (ατομικό και συλλογικό) και το κοινωνικοασφαλιστικό δίκαιο δεν οδηγεί στην ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά αποτελεί μια ελάχιστη εγγυημένη κανονιστικού χαρακτήρα δημοκρατική ρύθμιση αποτροπής της χωρίς όρια εκμετάλλευσης της ανθρώπινης εργασίας. Είναι ο υλικός και θεσμικός συμβιβασμός καπιταλισμού και δημοκρατίας, το σοσιαλδημοκρατικό κοινωνικό συμβόλαιο, προϊόν των αγώνων του εργατικού και του σοσιαλιστικού κινήματος από τα τέλη του 19ου αιώνα και μετά.
Οι κυβερνητικές πρότασεις καταργούν το οικοδόμημα κοινωνικών, εργασιακών και ασφαλιστικών σχέσεων που είχαν θεσπίσει στη χώρα μας οι κυβερνήσεις του Ελευθερίου Βενιζέλου (1911-1920, αλλά και το 1932 με τον ιδρυτικό νόμο του ΙΚΑ) και του Ανδρέα Παπανδρέου (1981-1989) και μας γυρνάνε πίσω από το 1911, σε συνθήκες μάλιστα μονοπωλιακού καπιταλισμού.
Ειδικότερα στο εργασιακό μεταξύ άλλων προτείνεται η ουσιαστική κατάργηση του καθεστώτος της συλλογικής αυτονομίας, με την ακύρωση της δυνατότητας που είχε η εργατική πλευρά να προσφύγει στη διαιτησία εφόσον είχε κάνει ήδη αποδεκτή την πρόταση του μεσολαβητή (ν. 1876/1990, αρ. 16 παρ. 1γ, δυνατότητα που έχει και η εργοδοτική πλευρά για επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις, αρ. 16 παρ. 1δ, κάτι που αποσιωπούν οι προπαγανδιστές των μέτρων), καταργώντας και την αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης υπέρ του εργαζομένου. Αντί αυτής προωθείται η εξατομικευμένη διαπραγμάτευση των όρων εργασίας μεταξύ εργοδότη/μισθωτού. Δηλαδή από το συγκεντρωτικό και κρατικά ελεγχόμενο καθεστώς καθορισμού μισθών και ημερομισθίων (ν. 3239/55), περάσαμε στο καθεστώς της συλλογικής αυτονομίας (ν. 1876/90) και τώρα στο καθεστώς της ατομικής διαπραγμάτευσης.
Καταργείται η λειτουργία της Εθνικής Γενικής Σ.Σ.Ε. ως θεσπίζουσας τα ελάχιστα όρια αμοιβής της εργασίας, θεσπίζεται η μειωμένη - κάτω και από τα όποια ελάχιστα όρια- αμοιβή για ηλικιακά νέους εργαζόμενους, ενώ προωθείται η εργασία ανηλίκων, καταργώντας το ν. 1837/1989. Διευκολύνεται η απόλυση (παλιών ιδίως) εργαζομένων, καθώς μειώνεται δραστικά ο χρόνος προειδοποίησης (που ορίζει ο ν. 2112/1920) και δεν αποτελεί πλέον παράγοντα ανάσχεσης απόλυσης. Αυτός ακριβώς είναι ο σκοπός και η ενέργεια του συγκεκριμένου νόμου και ψευδώς οι προπαγανδιστές των μέτρων διατυμπανίζουν καθημερινά από τα ΜΜΕ ότι ο συγκεκριμένος νόμος έχει καταστεί στην πράξη ανενεργός.
Αλλάζει ο τρόπος καταβολής της αποζημίωσης, με τμηματική καταβολή, αντί της εφάπαξ που ισχύει σήμερα. Αυξάνεται το όριο των ομαδικών απολύσεων (ν. 1387/1983). Προωθείται η κάθε είδους ελαστικοποίηση στις σχέσεις εργασίας, πραγματοποιούνται καταγγελίες συμβάσεων εργασίας στον δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, προετοιμάζοντας το έδαφος για την επικείμενη στην πράξη άρση της ‘μονιμότητας’ στο δημόσιο όπως απαιτεί η Τρόικα κλπ
Στο ασφαλιστικό τίθεται σε εφαρμογή η βαρβαρότητα της δραστικής μείωσης των καταβαλλόμενων συντάξεων και της κατάργησης των αξιοπρεπών συντάξεων για τους μελλοντικούς ασφαλισμένους, η απότομη και βίαιη αύξηση των ορίων ηλικίας και η παράταση του εργασιακού βίου με το δαρβινικό επιχείρημα της αύξησης του προσδόκιμου ζωής, η δραστική μείωση και ουσιαστική ακύρωση των Β.Α.Ε., η πολιτισμική οπισθοδρόμηση που συνιστά η μη αναγνώριση της μητρότητας ως στοιχείο διακριτότητας, η αντικατάσταση της σύνταξης από το προνοιακό επίδομα και στην πράξη η προώθηση του υπέροχου κόσμου της ιδιωτικής ασφάλισης, την στιγμή που ακόμα και στις Η.Π.Α. δίνεται μάχη για να ξεφύγουν απ’ αυτόν...
Η ντόπια αστική τάξη μετά τη χρεοκοπία του αναπτυξιακού μοντέλου της περιόδου 1990-2009 - για το οποίο είναι επιτακτική ανάγκη να ανοίξει δημόσια συζήτηση - με το Μνημόνιο (ν. 3845/2010), τις εξειδικεύσεις αυτού, το συνολικό υλικό και θεσμικό πλαίσιο, εξαρτά την ελληνική κοινωνία, οικονομία, πολιτεία από την Τρόικα και το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο. Είναι το νέο μοντέλο συσσώρευσης κεφαλαίου μέσα από την αποικιοκρατικού τύπου δανειακή σύμβαση της χώρας με τους διεθνείς πιστωτές. Ο Νόμος του κεφαλαίου.
Υπάρχει άλλος δρόμος. Η κυβέρνηση πρέπει άμεσα να πάρει πίσω τα μέτρα, να εφαρμόσει το πρόγραμμά της που πανηγυρικά εγκρίθηκε από τον ελληνικό λαό στις 4 Οκτωβρίου 2009, να επαναδιαπραγματευτεί το χρέος με διαγραφή ενός μέρους του. Δεν γίνεται αλλιώς. Διαφορετικά οφείλει να θέσει το Μνημόνιο σε διαδικασία δημοψηφίσματος ενώπιον του ελληνικού λαού, σύμφωνα με την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Επιτέλους δεν ψηφίσαμε Δ.Ν.Τ. στις 4-10-2009. Μέχρι τότε κλιμάκωση των απεργιακών και αγωνιστικών κινητοποιήσεων του λαού για την ανατροπή και την ακύρωση στην πράξη αυτών των πολιτικών.
Η ολοκληρωτικού χαρακτήρα νεοφιλελεύθερη οικοδόμηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης των τελευταίων 20-25 χρόνων, στη βάση του ‘ελεύθερου’ και ‘ανόθευτου’ ανταγωνισμού της αγοράς εργασίας με εργαλεία την ακύρωση του κοινωνικού κράτους, την ευελιξία στις εργασιακές σχέσεις, τη μερική απασχόληση, τη μείωση μισθών και συντάξεων, επικαιροποιεί με όρους κοινωνικής και δημοκρατικής αναγκαιότητας την σοσιαλιστική αλλαγή. Κοινός ενωτικός αγώνας σοσιαλιστών, κομμουνιστών, ριζοσπαστών δημοκρατών για την οικοδόμηση μιας δημοκρατικής και σοσιαλιστικής Ευρώπης, ενάντια στην ΟΝΕ, τα Σύμφωνα Σταθερότητας, την Ευρωσυνθήκη, το ευρώ, τα αποικιοκρατικά μνημόνια. Λόγω ακριβώς του επιπέδου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και της διευρυμένης αναπαραγωγής των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, η διαλεκτική του σύγχρονου αγώνα των εργαζομένων είναι ταυτόχρονα εθνική και διεθνική.
Η αριστερά μπορεί να γίνει μαζική λαϊκή ηγεμονική δύναμη, πλειοψηφική έκφραση των κυριαρχούμενων κοινωνικών στρωμάτων, των ‘μη προνομιούχων’, αν ξεφύγει από την αμυντική θέση της καταγγελίας των επιπτώσεων του νεοφιλελεύθερου μονοδρόμου και της υπεράσπισης των όποιων κεκτημένων ατομικών, πολιτικών, κοινωνικών δικαιωμάτων και παράλληλα μιλήσει επιθετικά για ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης και παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας. Το εθνικό ζήτημα επανέρχεται και με όρους παραγωγικής συγκρότησης. Αυτή είναι η κοινή ιδιομορφία των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου και ευρύτερα της περιφέρειας της Ευρώπης, καθώς ο μηχανισμός της ευρωζώνης οξύνει τις αντιθέσεις των ζωνών μητρόπολης-περιφέρειας εντός Ε.Ε. Η διαπλοκή του εθνικού με το κοινωνικό ζήτημα, καθιστά την κοινωνική συμμαχία λαϊκών και μικροαστικών τάξεων φορέα εθνικής ανεξάρτησίας, πολιτικής δημοκρατίας, οικονομικής ανάπτυξης, κοινωνικής αλλαγής και όχι την εξαρτημένη ντόπια αστική τάξη, που παρέδωσε τη χώρα στους διεθνείς πιστωτές, με τους άκρως επαχθείς όρους της αποικιοκρατικής δανειακής σύμβασης, με εγγραφή υποθήκης στη δημόσια περιουσία, με δυνατότητα εκχώρησης σε τρίτους εκτέλεσης των δανειακών απαιτήσεων κλπ.
Άμεσα βήματα ενός λαϊκού συνασπισμού είναι η ακύρωση του μνημονίου, η επαναδιαπραγμάτευση του χρέους, η επανακρατικοποίηση μέρους του τραπεζικού συστήματος, ο έλεγχος των κεφαλαιακών ροών, η απαγόρευση εξόδου κεφαλαίων από τη χώρα, η έκδοση λαϊκού ομολόγου, η προοδευτική φορολόγηση, η άμεση διακοπή των ιδιωτικοποιήσεων των υποδομών της χώρας, η ανάκτηση και ενίσχυση του δημοσίων αγαθών, ο αναπροσανατολισμός της γεωργίας με στόχο τη διατροφική επάρκεια της χώρας, η ανατροπή του δημοσιονομικού συντηρητισμού, των πολιτικών λιτότητας και η αναθέρμανση της οικονομίας. Το ρολόι της ιστορίας δεν θα γυρίσει 100 χρόνια πίσω, όπως επιχειρούν να μας επιβάλλουν. Στην Ελλάδα και την Ευρώπη του 21ου αιώνα το δίκαιο του εργαζόμενου, θα είναι νόμος της δημοκρατίας.
Πηγή: Εφημερίδα ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ
*Δικηγόρος, μέλος της Σ.Ο. του Νέου Αγωνιστή, περιοδική έκδοση μελών ΠΑΣΟΚ και ανένταχτων σοσιαλιστών για την Κοινωνική Δημοκρατία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου