Οι συζητήσεις
για τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου μεταξύ Καναδά και Ευρωπαϊκής Ένωσης,
οι οποίες είχαν ξεκινήσει το 2008, κατέληξαν στις 18 Οκτωβρίου. Ένας
καλός οιωνός για την αμερικανική κυβέρνηση, η οποία προσδοκά ότι θα
καταλήξει σε ανάλογη συμφωνία με τη Γηραιά Ήπειρο. Το σχέδιο αυτό, « η
χούντα των επιχειρηματιών », όπως το ονομάζει η Lori Wallach, το οποίο
αποτελεί αντικείμενο μυστικών διαπραγματεύσεων, υποστηρίζεται ένθερμα
από τις πολυεθνικές, καθώς, εάν υιοθετηθεί, θα τους επιτρέπει να φέρνουν
ενώπιον της Δικαιοσύνης κάθε κράτος που δεν θα συμμορφώνεται με τους
κανόνες του φιλελευθερισμού.
Μπορεί κανείς να φανταστεί
πολυεθνικές εταιρείες να σύρουν στα δικαστήρια τις κυβερνήσεις των
οποίων ο πολιτικός προσανατολισμός θα είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των
κερδών τους ; Μπορεί κανείς να διανοηθεί ότι οι εταιρείες αυτές θα είχαν
τη δυνατότητα να ζητήσουν -και να επιτύχουν !- την καταβολή γενναίων
αποζημιώσεων για διαφυγόντα κέρδη από την εφαρμογή μιας πολύ
περιοριστικής εργατικής ή και περιβαλλοντικής νομοθεσίας ; Όσο απίθανο
κι αν φαίνεται, το συγκεκριμένο σενάριο δεν προέκυψε χθες. Διακρινόταν,
ήδη, καθαρά στο σχέδιο της Πολυμερούς Συμφωνίας για τις Επενδύσεις
(ΠΣΕ), το οποίο αποτέλεσε αντικείμενο μυστικών διαπραγματεύσεων, από το
1995 έως το 1997, μεταξύ των 29 κρατών-μελών του Οργανισμού Οικονομικής
Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) [
1]. Όταν αντίτυπο του σχεδίου διέρρευσε στη δημοσιότητα την τελευταία στιγμή, κυρίως από τη
Monde diplomatique,
το κύμα των διαμαρτυριών που προκλήθηκε ήταν χωρίς προηγούμενο και
υποχρέωσε τους εμπνευστές του να το αποσύρουν. Δεκαπέντε χρόνια μετά, το
ίδιο σχέδιο επιστρέφει με νέο μανδύα.
Η Συμφωνία Διατλαντικής Εμπορικής και Επενδυτικής
Συνεργασίας (Transatlantic Trade and Investment Partnership, ΤΤΙΡ), την
οποία διαπραγματεύονται από τον Ιούλιο του 2013 Ηνωμένες Πολιτείες και
Ευρωπαϊκή Ένωση, αποτελεί τροποποιημένη εκδοχή της ΠΣΕ. Προβλέπει ότι η
ισχύουσα νομοθεσία στις δύο πλευρές του Ατλαντικού θα υποταχθεί στους
κανόνες του ελεύθερου εμπορίου, που έχουν καθιερωθεί από και για τις
μεγάλες ευρωπαϊκές και αμερικανικές επιχειρήσεις, επί ποινή εμπορικών
κυρώσεων για τη χώρα-παραβάτη ή αποζημιώσεων αρκετών εκατομμυρίων ευρώ
προς όφελος των εναγόντων.
Σύμφωνα με το επίσημο χρονοδιάγραμμα, οι
διαπραγματεύσεις δεν αναμένεται να ολοκληρωθούν παρά μέσα σε δύο χρόνια.
Η ΤΤΙΡ συνδυάζει, τροποποιώντας τα προς το χειρότερο, τα πιο
καταστροφικά στοιχεία των συμφωνιών που έχουν υπογραφεί μέχρι τώρα. Εάν
υιοθετηθεί, τα προνόμια των πολυεθνικών θα αποκτήσουν την ισχύ νόμου και
θα δέσουν για τα καλά τα χέρια των κυβερνήσεων. Στεγανοποιημένη από τις
όποιες αλλαγές κυβερνήσεων και τις λαϊκές κινητοποιήσεις, η συμφωνία θα
εφαρμόζεται με ή παρά τη θέληση των κρατών, καθώς οι διατάξεις της δεν
θα μπορούν να τροποποιηθούν παρά με την ομόφωνη συγκατάθεση των χωρών
που θα την έχουν υπογράψει. Η συμφωνία θα μεταφέρει στην Ευρώπη το
πνεύμα και τους μηχανισμούς του ασιατικού προτύπου της, της Συμφωνίας
Συνεργασίας του Ειρηνικού (Trans-Pacific Partnership, TPP), η οποία
βρίσκεται σε φάση έγκρισης από 12 χώρες της περιοχής, αφού προωθήθηκε με
ζήλο από τους αμερικανικούς επιχειρηματικούς κύκλους. Οι δύο συμφωνίες,
ΤΤΙΡ και ΤΡΡ, θα συγκροτούν μια οικονομική αυτοκρατορία ικανή να
υπαγορεύει τους όρους της έξω από τα σύνορά της : κάθε χώρα που θα
επιδιώκει να αναπτύξει εμπορικές σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες ή την
Ευρωπαϊκή Ένωση θα βρίσκεται υποχρεωμένη να υιοθετήσει αυτούσιους τους
κανόνες που ισχύουν στο εσωτερικό της κοινής αγοράς τους.
Ειδικά δικαστήρια
Καθώς στοχεύουν στην εκποίηση ολόκληρων κλάδων του μη
εμπορευματικού τομέα, οι διαπραγματεύσεις γύρω από την ΤΤΙΡ και την ΤΤΡ
διεξάγονται κεκλεισμένων των θυρών. Οι αμερικανικές αντιπροσωπείες
αριθμούν περισσότερους από 600 συμβούλους που έχουν τοποθετήσει οι
πολυεθνικές. Οι σύμβουλοι αυτοί διαθέτουν απεριόριστη πρόσβαση στα
προπαρασκευαστικά έγγραφα και στους εκπροσώπους των κυβερνήσεων. Τίποτε
δεν πρέπει να διαρρεύσει. Έχουν δοθεί εντολές, δημοσιογράφοι και πολίτες
να κρατηθούν μακριά από τις συζητήσεις : θα ενημερωθούν την κατάλληλη
στιγμή, με την υπογραφή της συμφωνίας, όταν θα είναι πολύ αργά για να
αντιδράσουν.
Σε ένα ξέσπασμα αθωότητας, ο Αμερικανός πρώην υπουργός Εμπορίου Ρόναλντ (« Ρον ») Κερκ, έκανε λόγο για το «
πρακτικό » συμφέρον να «
διατηρηθεί ένας ορισμένος βαθμός διακριτικότητας και εμπιστευτικότητας » [
2].
Την τελευταία φορά που ένα κείμενο εργασίας για κάποια συμφωνία που
βρισκόταν σε φάση επεξεργασίας διέρρευσε στη δημοσιότητα, υπογράμμισε ο
Κερκ, οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν- υπαινιγμός για τη Ζώνη Ελεύθερου
Εμπορίου της Αμερικανικής Ηπείρου (FTAA), μια διευρυμένη παραλλαγή της
Βορειοαμερικανικής Συμφωνίας Ελεύθερου Εμπορίου (NAFTA). Το σχέδιο αυτό,
που υπερασπίστηκε λυσσαλέα ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος, δημοσιεύτηκε στην
ιστοσελίδα της αμερικανικής κυβέρνησης το 2001. Η Αμερικανίδα
γερουσιαστής Ελίζαμπεθ Ουόρεν, από την πλευρά της, απαντά ότι συμφωνίες
που αποτελούν προϊόν διαπραγμάτευσης χωρίς κανέναν δημοκρατικό έλεγχο,
δεν πρέπει ποτέ να υπογράφονται [
3].
Η επιτακτική ανάγκη να στραφεί η προσοχή του κοινού
μακριά από τις διαπραγματεύσεις της αμερικανο-ευρωπαϊκής συνθήκης
γίνεται πολύ εύκολα αντιληπτή. Είναι καλύτερα να μη βιαστεί κανείς να
ανακοινώσει στη χώρα του τις επιπτώσεις που θα προκαλέσει η συμφωνία σε
όλα τα επίπεδα : από την κορυφή του ομοσπονδιακού κράτους μέχρι τους
κυβερνήτες των πολιτειών, τα τοπικά κοινοβούλια και τα δημοτικά
συμβούλια, οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι θα πρέπει να επαναπροσδιορίσουν
ριζικά τις δημόσιες πολιτικές τους, κατά τέτοιον τρόπο που να
ικανοποιούνται οι ορέξεις του ιδιωτικού τομέα στους κλάδους που ακόμη
έχει περιορισμένη πρόσβαση. Ασφάλεια τροφίμων, προδιαγραφές τοξικότητας,
ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, τιμές φαρμάκων, ελευθερία στο Διαδίκτυο,
προστασία της προσωπικής ζωής, ενέργεια, πολιτισμός, πνευματικά
δικαιώματα, φυσικοί πόροι, επαγγελματική κατάρτιση, υποδομές του
κράτους, μετανάστευση : δεν υπάρχει ούτε ένας κλάδος δημόσιου
ενδιαφέροντος που να μην υποτάσσεται στο θεσμοθετημένο ελεύθερο εμπόριο.
Η πολιτική δράση των εκλεγμένων αντιπροσώπων θα περιοριστεί στη
διαπραγμάτευση με τις πολυεθνικές ή τους τοπικούς αντιπροσώπους τους
γύρω από τα υπολείμματα κυριαρχίας που οι εταιρείες θα έχουν την ευγενή
καλοσύνη να τους παραχωρήσουν.
Ήδη ορίζεται ότι οι χώρες που θα υπογράψουν, θα διασφαλίσουν « την εναρμόνιση των νόμων, των ρυθμίσεων και των διαδικασιών τους »
με τις διατάξεις της συμφωνίας. Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι θα
επαγρυπνούν σχολαστικά για να τιμήσουν τις δεσμεύσεις τους. Σε αντίθετη
περίπτωση, θα μπορούσαν να συρθούν ενώπιον κάποιου από τα ειδικά
δικαστήρια που θα δημιουργηθούν για να διευθετούν τις διαφορές μεταξύ
των επενδυτών και των κρατών και τα οποία θα έχουν, μάλιστα, την εξουσία
να επιβάλλουν εμπορικές κυρώσεις εναντίον των κρατών.
Η ιδέα μπορεί να μοιάζει αδιανόητη, εγγράφεται, όμως,
στη φιλοσοφία των εμπορικών συμφωνιών που βρίσκονται ήδη σε ισχύ. Έτσι,
πέρυσι, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ) καταδίκασε τις Ηνωμένες
Πολιτείες για τις κονσέρβες τόνου με την ένδειξη « ακίνδυνες για τα
δελφίνια », για την ένδειξη της χώρας προέλευσης στα εισαγόμενα κρέατα,
ακόμη και για την απαγόρευση του αρωματισμένου καπνού, καθώς θεώρησε τις
ενέργειες αυτές ως μέτρα προστατευτισμού που εμποδίζουν το ελεύθερο
εμπόριο. Ο ΠΟΕ επέβαλε, επίσης, κυρώσεις εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ
στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την άρνησή της να δεχτεί την εισαγωγή γενετικά
τροποποιημένων οργανισμών (ΓΤΟ). Η καινοτομία που εγκαινιάζουν οι ΤΤΙΡ
και ΤΤΡ είναι ότι θα επιτρέπουν στις ίδιες τις πολυεθνικές να φέρουν στα
δικαστήρια μια χώρα που θα έχει υπογράψει τη συνθήκη και της οποίας η
πολιτική θα περιορίζει την εμπορική τους εξάπλωση.
Σε ένα τέτοιο καθεστώς, οι επιχειρήσεις θα είναι σε θέση
να βάζουν εμπόδια στις πολιτικές υγείας, προστασίας του περιβάλλοντος ή
ρύθμισης του χρηματοπιστωτικού τομέα, ζητώντας αποζημιώσεις ενώπιον
εξωδικαστικών θεσμών. Αυτά τα ειδικά δικαστήρια θα συγκροτούνται από
τρεις νομικούς και, με βάση τους κανόνες της Παγκόσμιας Τράπεζας και του
ΟΗΕ, θα έχουν τη δικαιοδοσία να καταδικάζουν τον φορολογούμενο πολίτη
σε βαριές αποζημιώσεις από τη στιγμή που η νομοθεσία της χώρας του θα
περιορίζει τα « μελλοντικά προσδοκώμενα κέρδη » μιας εταιρείας.
Το σύστημα « επενδυτές εναντίον κράτους », το οποίο
έμοιαζε να έχει σβηστεί από το χάρτη μετά την εγκατάλειψη της ΠΣΕ, το
1998, ξαναστήθηκε στα κρυφά με το πέρασμα των χρόνων. Εξαιτίας των
διαφόρων εμπορικών συμφωνιών που έχει υπογράψει η Ουάσινγκτον, 400
εκατομμύρια δολάρια έχουν περάσει από την τσέπη του φορολογούμενου
πολίτη στα ταμεία των πολυεθνικών εξαιτίας της απαγόρευσης τοξικών
προϊόντων, της επιβολής ρυθμιστικού πλαισίου στην εκμετάλλευση του
νερού, του εδάφους ή των δασών κτλ. [
4].
Υπό από την αιγίδα των ίδιων συμφωνιών, οι διαδικασίες που εφαρμόζονται
σήμερα -στα ζητήματα γενικού συμφέροντος, όπως οι ιατρικές
ευρεσιτεχνίες, η μάχη κατά της μόλυνσης του περιβάλλοντος ή η νομοθεσία
για την κλιματική αλλαγή και τις μη ανανεώσιμες πηγές ενέργειας-
εκτινάσσουν τις αιτήσεις για αποζημιώσεις στα 14 δισεκατομμύρια δολάρια.
Η ΤΤΙΡ θα επιβάρυνε ακόμη περισσότερο τον λογαριασμό της
νομιμοποιημένης αυτής αρπαγής, εάν ληφθεί υπόψη η σημασία των
συμφερόντων που διακυβεύονται στο εμπόριο μεταξύ των δύο πλευρών του
Ατλαντικού. Στο αμερικανικό έδαφος δραστηριοποιούνται 3.300 ευρωπαϊκές
επιχειρήσεις μέσω 24.000 χιλιάδων θυγατρικών, καθεμία από τις οποίες θα
μπορούσε κάποια στιγμή να εκτιμήσει ότι πρέπει να ζητήσει αποζημίωση για
αθέμιτο ανταγωνισμό. Το εύρος των επανορθώσεων θα υπερέβαινε κατά πολύ
το κόστος των αποζημιώσεων που προκάλεσαν οι μέχρι σήμερα συμφωνίες. Από
την πλευρά τους, οι χώρες-μέλη της Ε.Ε. θα βρίσκονταν εκτεθειμένες σε
ακόμη μεγαλύτερους δημοσιονομικούς κινδύνους, γνωρίζοντας ότι 14.400
αμερικανικές εταιρείες διαθέτουν, στην Ευρώπη, δίκτυο 50.800 θυγατρικών.
Συνολικά, 75.000 επιχειρήσεις θα μπορούν να ριχτούν στο κυνήγι των
κρατικών θησαυροφυλακίων.
Επισήμως, το καθεστώς αυτό αρχικά σχεδιάστηκε για να
βοηθήσει στη σταθεροποίηση της θέσης των επενδυτών στις αναπτυσσόμενες
χώρες που δεν διαθέτουν αξιόπιστο δικαστικό σύστημα. Θα τους επέτρεπε,
κυρίως, να προστατεύσουν τα δικαιώματά τους σε περίπτωση εθνικοποίησης.
Αλλά η Ε.Ε. και οι ΗΠΑ δεν αποτελούν ακριβώς περιοχές μη δικαίου.
Αντίθετα, διαθέτουν δικαστικά συστήματα που λειτουργούν και σέβονται
πλήρως το δικαίωμα στην ιδιοκτησία. Θέτοντάς τις, παρ’ όλα αυτά, κάτω
από την κηδεμονία ειδικών δικαστηρίων, η ΤΤΙΡ αποδεικνύει ότι στόχος της
δεν είναι η προστασία των επενδυτών, αλλά η ενίσχυση της εξουσίας των
πολυεθνικών.
Δίωξη για την αύξηση του κατώτατου μισθού
Εννοείται, βέβαια, ότι οι νομικοί που θα στελεχώνουν τα
δικαστήρια αυτά δεν θα έχουν να λογοδοτήσουν σε κανένα εκλογικό σώμα.
Αντιστρέφοντας ανάλαφρα τους ρόλους, θα μπορούν εξίσου καλά να
υπηρετήσουν ως δικαστές ή να εκπροσωπήσουν τους ισχυρούς πελάτες τους [
5].
Οι νομικοί του διεθνούς επενδυτικού δικαίου αποτελούν έναν μικρόκοσμο :
μόλις 15 άνθρωποι μοιράζονται το 55% των υποθέσεων που έχουν εκδικαστεί
μέχρι σήμερα. Φυσικά, οι αποφάσεις τους είναι τελεσίδικες.
Τα « δικαιώματα » που οι δικαστές αυτοί έχουν αποστολή
να προστατεύουν, διατυπώνονται σκόπιμα με τρόπο ασαφή και η ερμηνεία
τους σπάνια εξυπηρετεί τα συμφέροντα της πλειοψηφίας. Έτσι, πρέπει να
αντιμετωπίσει κανείς το δικαίωμα του επενδυτή να λειτουργεί κάτω από ένα
θεσμικό πλαίσιο σύμφωνο με τις « προβλέψεις » του
-το οποίο θα πρέπει να μεταφραστεί ως απαγόρευση να τροποποιήσει η
κυβέρνηση την πολιτική της από τη στιγμή που η επένδυση έχει
πραγματοποιηθεί. Όσο για το δικαίωμα αποζημίωσης σε περίπτωση « έμμεσης
απαλλοτρίωσης », αυτό σημαίνει ότι το Δημόσιο θα πρέπει να βάλει το χέρι
στην τσέπη εάν η νομοθεσία του έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της αξίας
μιας επένδυσης, ακόμη κι αν η ίδια νομοθεσία ισχύει και για τις εγχώριες
επιχειρήσεις. Τα δικαστήρια αναγνωρίζουν, επίσης, το δικαίωμα του
κεφαλαίου να αποκτά διαρκώς περισσότερες εκτάσεις, φυσικούς πόρους,
υποδομές, εργοστάσια κτλ. Καμία αντισταθμιστική πρόβλεψη για τις
πολυεθνικές : δεν θα έχουν καμία υποχρέωση απέναντι στα κράτη και θα
μπορούν να προχωρούν σε μηνύσεις όποτε και όπου τους αρέσει.
Ορισμένοι επενδυτές έχουν μια πολύ διευρυμένη αντίληψη
των αναπαλλοτρίωτων δικαιωμάτων τους. Πρόσφατα, ευρωπαϊκές εταιρείες
προσέφυγαν στη Δικαιοσύνη κατά της αύξησης του κατώτατου μισθού στην
Αίγυπτο ή κατά του περιορισμού των τοξικών εκπομπών αερίων στο Περού.
Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η συμφωνία ελεύθερου εμπορίου στην
αμερικανική ήπειρο χρησίμευσε στην προστασία του δικαιώματος του
αμερικανικού ομίλου Renco να μολύνει το περιβάλλον [
6].
Άλλο παράδειγμα ; Ο γίγαντας της καπνοβιομηχανίας Philip Morris,
έχοντας ενοχληθεί λόγω της αντικαπνιστικής νομοθεσίας σε Ουρουγουάη και
Αυστραλία, έσυρε τις δύο χώρες σε ειδικό δικαστήριο. Ο αμερικανικός
φαρμακευτικός όμιλος Eli Lilly επιδιώκει να αποδοθεί δικαιοσύνη σε βάρος
του Καναδά, τον οποίο θεωρεί ένοχο επειδή εφάρμοσε σύστημα
ευρεσιτεχνιών που κάνει ορισμένα φάρμακα πιο φθηνά. Η σουηδική εταιρεία
παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας Vattenfall διεκδικεί αποζημίωση αρκετών
εκατομμυρίων ευρώ από τη Γερμανία για την « ενεργειακή στροφή » της, με
την οποία θεσμοθετείται πιο αυστηρό ρυθμιστικό πλαίσιο για τη λειτουργία
των εργοστασίων λιθάνθρακα και ταυτόχρονα επιδιώκεται η εγκατάλειψη της
πυρηνικής ενέργειας.
Δεν υπάρχει όριο στις κυρώσεις που μπορούν να επιβάλλουν
τέτοια ειδικά δικαστήρια σε βάρος των κρατών και προς όφελος των
πολυεθνικών. Πέρσι, ο Ισημερινός καταδικάστηκε σε καταβολή ποσού ρεκόρ, 2
δισεκατομμυρίων δολαρίων, σε εταιρεία πετρελαίου [
7].
Ακόμη κι όταν οι κυβερνήσεις κερδίζουν τις δίκες, θα πρέπει να
πληρώνουν δικαστικά έξοδα και διάφορες προμήθειες, τα οποία ανέρχονται,
κατά μέσο όρο, σε 8 εκατομμύρια δολάρια ανά υπόθεση, μια σπατάλη σε
βάρος των πολιτών. Γι’ αυτό οι κυβερνήσεις συχνά προτιμούν να
διαπραγματευτούν με τους ενάγοντες, παρά να προβάλλουν τα επιχειρήματά
τους ενώπιον του δικαστηρίου. Έτσι, το κράτος του Καναδά γλύτωσε μια
δικαστική μάχη ακυρώνοντας εσπευσμένα την απαγόρευση χρήσης ενός τοξικού
προσθέτου που χρησιμοποιεί η πετρελαϊκή βιομηχανία.
Ωστόσο, οι απαιτήσεις των εταιρειών αυξάνονται διαρκώς.
Σύμφωνα με τη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την
Ανάπτυξη (Unctad), ο αριθμός των υποθέσεων που φθάνουν στα ειδικά
δικαστήρια έχει δεκαπλασιαστεί από το 2000. Μολονότι το σύστημα
εμπορικής διαιτησίας άρχισε να εφαρμόζεται τη δεκαετία του 1950, ποτέ
δεν χρησιμοποιήθηκε τόσο πολύ από τα ιδιωτικά συμφέροντα όσο το 2012,
ασυνήθιστη χρονιά ως προς τον αριθμό των σχετικών εμπορικών προσφυγών. Η
έκρηξη αυτή έχει δημιουργήσει ένα ανθηρό φυτώριο οικονομικών και
νομικών συμβούλων.
Το σχέδιο της μεγάλης αμερικανο-ευρωπαϊκής αγοράς
προωθείται εδώ και πολλά χρόνια από τον Διατλαντικό Οικονομικό Διάλογο
(Trans-Atlantic Business Dialogue, TABD), ένα λόμπι που σήμερα είναι πιο
γνωστό με την ονομασία Trans-Atlantic Business Council (TABC). Αυτό το
φόρουμ πλούσιων επιχειρηματιών, το οποίο δημιουργήθηκε το 1995, υπό από
την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του αμερικανικού υπουργείου
Εμπορίου, υποστηρίζει ένθερμα έναν πολύ εποικοδομητικό « διάλογο »
μεταξύ των οικονομικών ελίτ των δύο ηπείρων, της αμερικανικής κυβέρνησης
και των Ευρωπαίων επιτρόπων στις Βρυξέλλες. Το TABC είναι ένα διαρκές
φόρουμ που επιτρέπει στις πολυεθνικές να συντονίζουν τις επιθέσεις τους
κατά των πολιτικών γενικού συμφέροντος, οι οποίες ακόμη διαθέτουν
ερείσματα στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Ο, δημόσια διακηρυγμένος, στόχος του φόρουμ είναι η κατάργηση των ρυθμίσεων, τις οποίες ονομάζει « οχλήσεις στο εμπόριο »
(trade irritants), δηλαδή η οικονομική δραστηριοποίηση των επιχειρήσεων
στις δύο ηπείρους με τους ίδιους κανόνες και χωρίς κρατική ανάμιξη. Η
« εναρμόνιση των ρυθμιστικών πλαισίων » και η « αμοιβαία αναγνώριση »
αποτελούν μέρος των συνθημάτων του φόρουμ για να παροτρύνει τις
κυβερνήσεις να επιτρέψουν προϊόντα και υπηρεσίες που παραβιάζουν τις
εθνικές νομοθεσίες.
Άδικη απόρριψη του χοιρινού με ρακτοπαμίνη
Αντί, όμως, να προτείνουν μια κάποια χαλάρωση των νόμων
που ισχύουν, οι ακτιβιστές της διατλαντικής αγοράς επιδιώκουν να τους
ξαναγράψουν. Έτσι, το αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο και το
BusinessEurope, δύο από τις μεγαλύτερες εργοδοτικές οργανώσεις του
πλανήτη, κάλεσαν τις αντιπροσωπείες που συμμετέχουν στις
διαπραγματεύσεις της ΤΤΙΡ να οργανώσουν μια συνάντηση εργασίας με
ορισμένους μεγαλομετόχους και πολιτικούς αξιωματούχους, προκειμένου να
« συντάξουν μαζί τα ρυθμιστικά κείμενα », τα οποία,
στη συνέχεια, θα περάσουν στη νομοθεσία των ΗΠΑ και των κρατών της Ε.Ε..
Είναι να αναρωτιέται κανείς, βέβαια, εάν η παρουσία των πολιτικών κατά
τη σύνταξη των κειμένων κρίνεται πραγματικά απαραίτητη...
Κατά τα φαινόμενα, οι πολυεθνικές δείχνουν αξιοσημείωτη
ειλικρίνεια στην αποκάλυψη των προθέσεών τους. Για παράδειγμα, στο
ζήτημα των γενετικά τροποποιημένων οργανισμών (ΓΤΟ). Αν και, στις ΗΠΑ,
οι μισές πολιτείες εξετάζουν το ενδεχόμενο να καταστήσουν υποχρεωτική
την ένδειξη ότι κάποιο τρόφιμο περιέχει ΓΤΟ -μέτρο που υποστηρίζει το
80% των Αμερικανών καταναλωτών- οι βιομηχανίες αγροτικών και διατροφικών
προϊόντων, όπως και οι ανταγωνιστές τους στην Ευρώπη, πιέζουν για την
απαγόρευση ενδείξεων τέτοιου τύπου. Η αμερικανική Εθνική Ένωση
Ζαχαροπλαστών δεν μάσησε τα λόγια της : «
Η αμερικανική
βιομηχανία θα επιθυμούσε η ΤΤΙΡ να προχωρήσει στο ζήτημα αυτό,
καταργώντας τις ενδείξεις για ΓΤΟ και τις προδιαγραφές αναγραφής των
συστατικών ». Από την πλευρά της, η Ένωση Βιομηχανιών Βιοτεχνολογίας
(Biotechnology Industry Organization, BIO), με τη μεγάλη επιρροή της
και με ισχυρά μέλη, όπως ο γίγαντας Monsanto, εκφράζει αγανάκτηση για το
γεγονός ότι προϊόντα με ΓΤΟ που πωλούνται κανονικά στις ΗΠΑ
απαγορεύονται στην ευρωπαϊκή αγορά. Κατά συνέπεια, η Ένωση εύχεται, «
το
διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ της απορρύθμισης των νέων προϊόντων
βιοτεχνολογίας στις Ηνωμένες Πολιτείες και της υποδοχής που τυγχάνουν
στην Ευρώπη » να γεφυρωθεί ταχύτατα [
8].
Η Monsanto και οι φίλοι της δεν κρύβουν την ελπίδα τους ότι η
διατλαντική ζώνη ελεύθερου εμπορίου θα τους επιτρέψει, επιτέλους, να
επιβάλλουν στους Ευρωπαίους τον «
μακρύ κατάλογο προϊόντων με ΓΤΟ που περιμένουν να εγκριθούν και να χρησιμοποιηθούν [
9] ».
Η επίθεση δεν είναι λιγότερο σαρωτική στο πεδίο της
ιδιωτικής ζωής. Η Συμμαχία Ψηφιακού Εμπορίου (Digital Trade Coalition,
DTC), στην οποία συμμετέχουν βιομηχανίες από τους τομείς του διαδικτύου
και της υψηλής τεχνολογίας, πιέζει τους αντιπροσώπους στις
διαπραγματεύσεις για την ΤΤΙΡ να άρουν τους φραγμούς που εμποδίζουν τις
ελεύθερες ροές προσωπικών δεδομένων από την Ευρώπη προς τις ΗΠΑ. « Η
σημερινή προσέγγιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με την οποία οι
Ηνωμένες Πολιτείες δεν παρέχουν “επαρκή” προστασία στην ιδιωτική ζωή,
δεν είναι λογική », δηλώνουν με επιμονή οι εκπρόσωποι των λόμπι. Στο
φως των αποκαλύψεων του Έντουαρντ Σνόουντεν για το σύστημα κατασκοπείας
της αμερικανικής Υπηρεσίας Εθνικής Ασφαλείας (National Security Agency,
NSA), μια τόσο ξεκάθαρη άποψη σκανδαλίζει. Δεν φτάνει, ωστόσο, τη
δήλωση του US Council for International Business (USCIB), ενός συνδέσμου
επιχειρήσεων που, όπως ακριβώς η Verizon, παρείχαν σε μαζική κλίμακα
προσωπικά δεδομένα στην NSA : « Η συμφωνία πρέπει να
οριοθετήσει τις εξαιρέσεις, όπως η ασφάλεια και η προσωπική ζωή, για να
διασφαλίσει ότι δεν θα χρησιμοποιηθούν ως καλυμμένα εμπόδια στο ελεύθερο
εμπόριο ».
Στο στόχαστρο, όμως, έχουν μπει και οι προδιαγραφές
ποιότητας στο πεδίο της διατροφής. Η αμερικανική βιομηχανία κρέατος
επιδιώκει να επιτύχει την κατάργηση του ευρωπαϊκού κανονισμού που
απαγορεύει τα κοτόπουλα που έχουν απολυμανθεί με χλώριο. Ο όμιλος Yum !,
κάτοχος της αλυσίδας γρήγορου φαγητού Kentucky Fried Chicken (KFC), που
βρίσκεται στην εμπροσθοφυλακή της μάχης αυτής, μπορεί να υπολογίζει στη
δύναμη πυρός των εργοδοτικών οργανώσεων. « Η Ευρωπαϊκή Ένωση επιτρέπει μόνο τη χρήση νερού και ατμού στα κοτόπουλα »,
διαμαρτύρεται η Βορειοαμερικανική Ένωση Κρέατος, ενώ μια άλλη ομάδα
πίεσης, το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κρέατος, εκφράζει τη λύπη του για « την αδικαιολόγητη απόρριψη » από τις Βρυξέλλες « των κρεάτων με αναβολικά πρόσθετα, όπως η υδροχλωρική ρακτοπαμίνη ».
Η ρακτοπαμίνη είναι φάρμακο που χρησιμοποιείται για την
αύξηση του όγκου του άπαχου κρέατος σε χοίρους και βοοειδή. Λόγω των
κινδύνων που εγκυμονεί για την υγεία ζώων και καταναλωτών, έχει
απαγορευτεί σε 160 χώρες, μεταξύ τους και τα κράτη-μέλη της Ε.Ε., η
Ρωσία και η Κίνα. Για τον αμερικανικό όμιλο παραγωγής χοιρινού κρέατος,
το προστατευτικό αυτό μέτρο αποτελεί διατάραξη του ελεύθερου
ανταγωνισμού, στην οποία η συμφωνία ΤΤΙΡ πρέπει επειγόντως να δώσει
τέλος.
« Οι αμερικανικές εταιρείες παραγωγής
χοιρινού κρέατος δεν θα αποδεχθούν άλλο αποτέλεσμα παρά την άρση της
ευρωπαϊκής απαγόρευσης της ρακτοπαμίνης », απειλεί το Εθνικό
Συμβούλιο Παραγωγών Χοιρινού Κρέατος (National Pork Producers Council,
NPPC). Στο μεταξύ, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, οι βιομήχανοι που
συμμετέχουν στο BusinessEurope καταγγέλλουν « τα εμπόδια
που επηρεάζουν τις ευρωπαϊκές εξαγωγές προς τις Ηνωμένες Πολιτείες,
όπως ο αμερικανικός νόμος περί διατροφικής ασφάλειας ». Πράγματι,
από το 2011, ο συγκεκριμένος νόμος δίνει τη δυνατότητα στις υπηρεσίες
ελέγχου να αποσύρουν από την αγορά τα μολυσμένα εισαγόμενα προϊόντα. Οι
διαπραγματευτές της ΤΤΙΡ δέχονται εκκλήσεις να εξουδετερώσουν και αυτή
τη διάταξη.
Τα ίδια ισχύουν και στο πεδίο των αερίων του
θερμοκηπίου. Η οργάνωση Airlines for America (A4A), το μακρύ χέρι των
αμερικανικών εταιρειών αερομεταφορών, συνέταξε κατάλογο « άχρηστων διατάξεων, οι οποίες προκαλούν σημαντική ζημιά στη βιομηχανία »
τους και τις οποίες η ΤΤΙΡ μπορεί, φυσικά, να καταργήσει. Στην πρώτη
θέση του καταλόγου βρίσκεται το ευρωπαϊκό σύστημα ανταλλαγής ποσοστώσεων
εκπομπής αερίων, το οποίο υποχρεώνει τις αεροπορικές εταιρείες να
πληρώνουν για το διοξείδιο του άνθρακα που εκπέμπουν. Οι Βρυξέλλες
ανέστειλαν προσωρινά το συγκεκριμένο πρόγραμμα. Η Α4Α απαιτεί την
οριστική κατάργησή του στο όνομα της « προόδου ».
Η σταυροφορία των αγορών, όμως, δείχνει το πιο
αδιάλλακτο πρόσωπό της στα ζητήματα του χρηματοπιστωτικού τομέα. Πέντε
χρόνια μετά την εκδήλωση της κρίσης των subprime, οι
Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι διαπραγματευτές έχουν συμφωνήσει ότι οι
προθέσεις ρύθμισης της χρηματοπιστωτικής βιομηχανίας πρέπει να
αποτελέσουν παρελθόν. Το θεσμικό πλαίσιο που θέλουν να θέσουν σε
εφαρμογή προβλέπει την άρση κάθε δικλείδας ασφαλείας όσον αφορά τις
επικίνδυνες τοποθετήσεις και την παρεμπόδιση των κυβερνήσεων να ελέγχουν
τον όγκο, τον χαρακτήρα ή την προέλευση των χρηματιστηριακών προϊόντων
που εισέρχονται στην αγορά. Με δυο λόγια, πρόκειται απλούστατα για την
οριστική εγκατάλειψη της λέξης « ρύθμιση ».
Από πού πηγάζει αυτή η θεαματική επιστροφή στη θατσερική
εποχή ; Ανταποκρίνεται, κυρίως, στις επιθυμίες της Ένωσης Γερμανικών
Τραπεζών, η οποία δεν παραλείπει να εκφράσει τις «
ανησυχίες »
της σχετικά με την, έτσι κι αλλιώς, δειλή μεταρρύθμιση της Γουόλ Στριτ,
που υιοθετήθηκε την επαύριο της κρίσης του 2008. Ένα από τα πιο
δραστήρια μέλη της Ένωσης, ως προς τις συγκεκριμένες πιέσεις, είναι η
Deutsche Bank, η οποία, πάντως, το 2009, εισέπραξε εκατοντάδες
εκατομμύρια δολάρια από την Αμερικανική Κεντρική Τράπεζα, σε αντάλλαγμα
τίτλων που στηρίζονταν σε ενυπόθηκα δάνεια [
10].
Ο γερμανικός τραπεζικός γίγαντας θέλει να τελειώνει με τη ρύθμιση
Βόλκερ, τον ακρογωνιαίο λίθο της μεταρρύθμισης της Γουόλ Στριτ, ρύθμιση
που, σύμφωνα με τη γερμανική τράπεζα, φορτώνει «
τεράστιο βάρος στις μη αμερικανικές τράπεζες ». Η Insurance Europe, αιχμή του δόρατος των ευρωπαϊκών ασφαλιστικών εταιρειών, εύχεται, από την πλευρά της, η ΤΤΙΡ να «
καταργήσει » τις εγγυήσεις που αποτρέπουν τον κλάδο από περιπέτειες σε τοποθετήσεις υψηλού κινδύνου.
Όσο για το Φόρουμ των Ευρωπαϊκών Υπηρεσιών, εργοδοτική
οργάνωση στην οποία είναι μέλος και η Deutsche Bank, κινείται δραστήρια
στους διαδρόμους των διατλαντικών διαπραγματεύσεων, ώστε οι αμερικανικές
υπηρεσίες ελέγχου να πάψουν να αναμιγνύονται στις υποθέσεις των μεγάλων
ξένων τραπεζών που λειτουργούν στο έδαφος των Ηνωμένων Πολιτειών. Η
αμερικανική πλευρά ελπίζει κυρίως ότι η ΤΤΙΡ θα θάψει για τα καλά το
ευρωπαϊκό σχέδιο φορολόγησης των χρηματοοικονομικών συναλλαγών. Η
υπόθεση αυτή φαίνεται να έχει κριθεί, με την ίδια την Ευρωπαϊκή Επιτροπή
να θεωρεί ότι ο φόρος αυτός δεν συνάδει με τους κανονισμούς του
Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου [
11].
Καθώς η διατλαντική ζώνη ελεύθερου εμπορίου υπόσχεται έναν ακόμα πιο
αχαλίνωτο φιλελευθερισμό απ’ ότι ο ΠΟΕ, και από τη στιγμή που το Διεθνές
Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) αντιτίθεται συστηματικά σε κάθε μορφής έλεγχο
στις κινήσεις κεφαλαίων, ο καχεκτικός « φόρος Τόμπιν » δεν ανησυχεί πια
πολλούς στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι σειρήνες της απορρύθμισης, όμως, δεν ηχούν μόνο στον
χρηματοπιστωτικό τομέα. Η ΤΤΙΡ επιδιώκει να ανοίξει στον ανταγωνισμό
όλους τους « αόρατους » κλάδους ή τους κλάδους γενικού συμφέροντος. Τα
κράτη που θα υπογράψουν τη συμφωνία ΤΤΙΡ θα υποχρεωθούν όχι μόνο να
υποτάξουν τις δημόσιες υπηρεσίες τους στην εμπορευματική λογική, αλλά
και να παραιτηθούν οποιουδήποτε δικαιώματος επέμβασης στους ξένους
παρόχους υπηρεσιών που εποφθαλμιούν τις αγορές τους. Τα πολιτικά
περιθώρια ελιγμών σε υγεία, ενέργεια, παιδεία, νερό ή μεταφορές θα
εξανεμιστούν. Ο εμπορικός πυρετός δεν προσπερνά ούτε τη μετανάστευση,
αφού οι εμπνευστές της ΤΤΙΡ υφαρπάζουν την αρμοδιότητα εφαρμογής κοινής
πολιτικής στα σύνορα -αναμφίβολα για να διευκολύνουν την είσοδο όσων
έχουν ένα προϊόν ή μια υπηρεσία να πουλήσουν σε βάρος των υπολοίπων.
Τους τελευταίους μήνες, ο ρυθμός των διαπραγματεύσεων
επιταχύνεται. Στην Ουάσινγκτον, έχουν σοβαρούς λόγους να πιστεύουν ότι
οι Ευρωπαίοι ηγέτες είναι έτοιμοι για οτιδήποτε μπορεί να τονώσει την
οικονομική ανάπτυξη που καρκινοβατεί, ακόμη κι αν το τίμημα είναι η
εγκατάλειψη του κοινωνικού συμβολαίου. Το επιχείρημα των υποστηρικτών
της ΤΤΙΡ, σύμφωνα με το οποίο το απορρυθμισμένο, ελεύθερο εμπόριο θα
διευκολύνει τις εμπορικές συναλλαγές και, επομένως, θα δημιουργήσει
θέσεις εργασίας, φαίνεται να βαρύνει περισσότερο από τον φόβο ενός
κοινωνικού σεισμού. Οι ισχύοντες τελωνειακοί φραγμοί μεταξύ Ευρώπης και
Ηνωμένων Πολιτειών είναι, πάντως, «
ήδη πολύ χαμηλοί », όπως αναγνωρίζει ο Αμερικανός αντιπρόσωπος σε θέματα Εμπορίου [
12].
Οι ίδιοι οι πρωτεργάτες της ΤΤΙΡ παραδέχονται ότι κύριος στόχος τους
δεν είναι να ελαφρύνουν τους, έτσι κι αλλιώς ασήμαντους, τελωνειακούς
περιορισμούς, αλλά να επιβάλλουν «
την εξαφάνιση, τον περιορισμό ή την αποτροπή περιττών εθνικών πολιτικών [
13] »,
όπου « περιττό » θεωρείται οτιδήποτε επιβραδύνει τη ροή των
εμπορευμάτων, όπως η ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα, η μάχη κατά
της υπερθέρμανσης του πλανήτη ή η άσκηση της δημοκρατίας.
Είναι αλήθεια ότι οι ελάχιστες μελέτες σχετικά με τις
συνέπειες της ΤΤΙΡ δεν στέκονται καθόλου στις κοινωνικές και οικονομικές
επιπτώσεις. Μια έκθεση του Ευρωπαϊκού Κέντρου Διεθνούς Πολιτικής
Οικονομίας (European Centre for international political Economy, Ecipe),
η οποία αναφέρεται συχνά, διαβεβαιώνει, με το κύρος ενός εμπορικού
Νοστράδαμου, ότι η ΤΤΙΡ θα αποφέρει στους κατοίκους της διατλαντικής
αγοράς επιπλέον κατά κεφαλήν εισόδημα 3 λεπτών την ημέρα, από το...
2029 [
14].
Παρά την αισιοδοξία της, η ίδια μελέτη υπολογίζει μόνο
σε 0,06% την αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) σε Ευρώπη
και Ηνωμένες Πολιτείες με την έναρξη ισχύος της ΤΤΙΡ. Και αυτό το
« αποτέλεσμα » είναι σε μεγάλο βαθμό εκτός πραγματικότητας, στο μέτρο
που οι συντάκτες της μελέτης έχουν ως αρχή ότι το ελεύθερο εμπόριο
προσδίδει « δυναμισμό » στην οικονομική ανάπτυξη, θεωρία που διαψεύδεται
διαρκώς από τα γεγονότα. Άλλωστε, μια τόσο απειροελάχιστη αύξηση του
ΑΕΠ θα ήταν ανεπαίσθητη. Ως μέτρο σύγκρισης, η πέμπτη έκδοση του iPhone
της Apple προκάλεσε στις Ηνωμένες Πολιτείες οκτώ φορές σημαντικότερη
αύξηση του ΑΕΠ.
Σχεδόν όλες οι μελέτες για την ΤΤΙΡ έχουν χρηματοδοτηθεί
από ιδρύματα που διάκεινται ευνοϊκά προς το ελεύθερο εμπόριο ή από
εργοδοτικές οργανώσεις, λόγος για τον οποίο το κοινωνικό κόστος της
συμφωνίας δεν εμφανίζεται πουθενά, όπως και τα άμεσα θύματά της, τα
οποία, όμως, θα μπορούσαν να ανέλθουν σε εκατοντάδες εκατομμύρια
πολίτες. Πάντως, το παιχνίδι δεν έχει ακόμη κριθεί. Όπως έδειξαν οι
δυσάρεστες περιπέτειες της ΠΣΕ, της FTAA και ορισμένων γύρων
διαπραγματεύσεων του ΠΟΕ, η χρησιμοποίηση του « εμπορίου » ως Δούρειου
Ίππου για την εξάρθρωση της κοινωνικής προστασίας και την εγκαθίδρυση
της χούντας των επιχειρηματιών απέτυχε πολλές φορές κατά το παρελθόν.
Τίποτε δεν προδικάζει ότι θα πετύχει τώρα.